Εμμονή στο παρελθόν

Χρίστος Αλεξόπουλος 21 Δεκ 2014

Κοινωνία και πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από μια παθολογική εμμονή στο παρελθόν ως σημείου αναφοράς για την νομιμοποίηση απόψεων, στάσεων μέχρι και πολιτικών πρακτικών. Το κακό βεβαίως είναι, ότι δεν διαπιστώνεται μια δυναμική σύνδεση με αυτό στην πράξη. Υπάρχει μεν εξιδανικευμένο στη δημόσια σφαίρα, δεν έχει όμως μετεξελιχθεί κατά τη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής αυτής της χώρας και του λαού της, αν και η πραγματικότητα συνεχώς εξελίσσεται και τα ποιοτικά και ποσοτικά της χαρακτηριστικά αλλάζουν. Τώρα για παράδειγμα η παγκοσμιοποίηση κυριαρχεί και ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας αποτελεί προϋπόθεση για την προοπτική μιας κοινωνίας. Αυτό σημαίνει, ότι η κοινωνία με τα επιμέρους συστήματα, που τη συνθέτουν (οικονομικό, πολιτικό, υγείας, εκπαιδευτικό κλπ.), πρέπει να αποκτήσει ανταγωνιστική δυναμική σε πλανητικό επίπεδο και να υπερβεί την ακινησία και τις παθογένειες του παρελθόντος. Η ιδεοληπτική προσκόλληση στο παρελθόν ως μέσου νομιμοποίησης του παρόντος οδηγεί το λιγότερο σε επικίνδυνα αδιέξοδα και η χώρα παραμένει στατική.

Ενδεικτικά αυτής της κατάστασης είναι μερικά παραδείγματα από την πρακτική, η οποία ακολουθείται στην προσπάθεια δημιουργίας νέων πολιτικών σχηματισμών ή στην διαδικασία συγκρότησης ψηφοδελτίων. Σε πρόσφατη συνδιάσκεψη για την ίδρυση ενός νέου πολιτικού χώρου, σύμφωνα με το δελτίο τύπου που εκδόθηκε, εξελέγη το Πανελλαδικό Συμβούλιο αυτής της κίνησης, στο οποίο συμμετέχουν «άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών και άλλοι». Παρατίθενται δε και ορισμένα ονόματα σκηνοθετών, ηθοποιών και πανεπιστημιακών. Βασικό κριτήριο της ιδιαίτερης προβολής αυτών των προσώπων είναι είτε η αναγνωρισιμότητα λόγω της δραστηριοποίησης τους στο χώρο του θεάματος είτε η παραδοχή, ότι ο πανεπιστημιακός πληροί τις γνωστικές προϋποθέσεις για ενασχόληση με την πολιτική. Με άλλα λόγια κυριαρχούν τα κοινωνικά στερεότυπα του παρελθόντος, ως προς την καταλληλότητα των πολιτικών προσώπων. Συμπληρωματικά βέβαια υπάρχει και το κριτήριο της αντιπροσώπευσης των διαφόρων κοινωνικών ή επαγγελματικών ομάδων. Τέλος δεν λείπει και η αναφορά στην πολιτική διαδρομή των διαφόρων προσώπων, η οποία πιστοποιεί ιδεολογικοπολιτικά την πολιτική τους ταυτότητα. Αυτή η πρακτική ανήκει στο παρελθόν και δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της πολύπλοκης πραγματικότητας και της μεγάλης ρευστότητας, η οποία κυριαρχεί από το χώρο της οικονομίας μέχρι το σύστημα κοινωνικών αξιών και απαιτεί την πλήρη ανατροπή του ισχύοντος μοντέλου οργάνωσης του πολιτικού συστήματος και των επιμέρους φορέων, που το συνθέτουν. Ένα σύγχρονο κόμμα πρέπει να διαθέτει το μεθοδολογικό εργαλείο και τους κατάλληλους μηχανισμούς στην δομή του, που θα το βοηθήσουν να προσεγγίσει, αναλύσει την πραγματικότητα σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να είναι σε θέση να σχεδιάσει πολιτικές μακροπρόθεσμα. Είναι δε αναγκαίο, εάν θέλουμε να είναι βιώσιμο το δημοκρατικό πολίτευμα με ουσιαστικό τρόπο, τα σύγχρονα κόμματα να λειτουργούν ως μηχανισμοί απλούστευσης της σύνθετης πραγματικότητας, ώστε να ενημερώνουν σφαιρικά και σε βάθος τους πολίτες. Το άτομο δεν είναι σε θέση να το κάνει μόνο του, διότι και το μεθοδολογικό εργαλείο δεν διαθέτει, αλλά ούτε και τον χρόνο.

Σε σχέση με τη συγκρότηση ψηφοδελτίων, ανάλογης ποιότητας είναι και τα κριτήρια επιλογής των υποψηφίων. Αναγνωρισιμότητα πάνω από όλα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι δεν εξετάζεται και η στάση του υποψήφιου απένταντι στην κομματική ηγεσία. Εκείνο που δεν λαμβάνεται υπόψη είναι η ικανότητα του να συμβάλλει στην αναζήτηση και επεξεργασία περιεχομένου για τις πολιτικές προτάσεις των κομμάτων στο πλαίσιο της διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας. Δεν χρειάζεται εξάλλου, διότι πολιτική, όπως έρχεται από το παρελθόν, είναι η κατάθεση ιδεών και ιδεοληψιών σε σχέση με τον σχεδιασμό του μέλλοντος και όχι η επεξεργασία μακροπρόθεσμων προτάσεων με μετρήσιμα αποτελέσματα. Ως αποτέλεσμα θεωρείται η φαντασίωση του πολίτη καταναλωτή πολιτικής σε σχέση με την ιδεατή κατάσταση, που του υπόσχονται τα κόμματα. Σε πολύ μεγάλο βαθμό η κρίση, που βιώνει τώρα ο τόπος, αλλά και η διαχείριση της έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Το παρελθόν σε όλο του το μεγαλείο.

Όταν η πολιτική και το πολιτικό σύστημα προσδιορίζονται και αποκτούν περιεχόμενο με βάση το παρελθόν και την πορεία τους σε αυτό, τότε δεν έχουν προοπτική. Οι απλοί πολίτες, ακόμη και όταν δεν προσεγγίζουν την πραγματικότητα με γνώση και ορθολογισμό, βλέπουν, ότι η οικονομική κρίση οφείλεται σε λάθη του παρελθόντος. Το θέμα είναι 1.εάν εμπιστεύονται τις συγκεκριμένες προτάσεις για ριζικές τομές και μεταρρυθμήσεις και 2.εάν προτίθενται να υποστούν τις επιπτώσεις μιας δύσκολης πορείας αποκατάστασης λειτουργικών κανόνων στη μελλοντική τους ζωή. Εάν δηλαδή θα μπορούν να κινούνται στην κοινωνική και εργασιακή τους ζωή χωρίς το κόμμα-πατερούλη, τη φοροδιαφυγή, την συντεχνιακή λογική, το πελατειακό σύστημα και πολλές άλλες διαστάσεις της διαφθοράς. Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί ως άτομα και το πολιτικό σύστημα, που πρέπει να απαλλαγούν από τα σύνδρομα του παρελθόντος. Είναι και οι πολίτες. Η διαδικασία απαλλαγής δεν είναι εύκολη. Για να είναι βιώσιμη όμως η κοινωνία, πρέπει να γίνει. Ο προσανατολισμός στο παρελθόν έχει στατικό χαρακτήρα, δεν οδηγεί αυτομάτως και στην επεξεργασία του, ώστε να προκύψει το νέο, το σύγχρονο, το οποίο αποτελεί συνέχεια μιας ιστορικής διαδρομής, που είναι πολύ μεγάλη χρονικά και με προσφορά στην ανθρωπότητα γενικότερα. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό, εάν θέλουμε αυτός ο τόπος να έχει προοπτική. Δυστυχώς η σύγχρονη κοινωνία και το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα δεν είναι δυναμικά μεγέθη. Γι’αυτό και η κοινωνία από το ένα μέρος είναι εσωστρεφής και δεν μετεξελίσσεται στις δομές της σύμφωνα και με τη δυναμική, που καταγράφεται στις ανεπτυγμένες κοινωνίες και από το άλλο αναπαράγει τη λογική της κοινωνίας του θεάματος, χωρίς να αντιλαμβάνεται την ισοπέδωση της πολιτισμικής της ταυτότητας. Δεν είναι τυχαία η κατάρρευση των κοινωνικών αξιών και η άρνηση ουσιαστικού εκσυγχρονισμού του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.

Οι σύγχρονες κοινωνίες βρίσκονται μπροστά στις προκλήσεις μιας νέας πραγματικότητας, τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσουν δημουργικά και χωρίς καθυστέρηση. Κατ’αρχήν η μεγάλη ταχύτητα στην εξέλιξη με την αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας και των δυνατοτήτων της επιστημονικής γνώσης και των εφαρμογών της διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας των κοινωνικών συστημάτων (οικονομικό, εκπαιδευτικό, πολιτικό, υγείας, δημόσιας διοίκησης, κλπ.), το οποίο απαιτεί και διαφορετική μορφή οργάνωσης, αλλά και διαφορετικό τρόπο λειτουργίας των ατόμων στον τρόπο διεκπεραίωσης των εργασιακών τους ρόλων. Αυτό βεβαίως ισχύει στις κοινωνίες, οι οποίες θέλουν να κινηθούν στον πυρήνα των ανεπτυγμένων χωρών.

Ταυτοχρόνως ο πολιτικός σχεδιασμός πρέπει να είναι μακροπρόθεσμος, διότι η ταχύτητα της εξέλιξης δεν θα είναι διαχειρίσιμη σε αντίθετη περίπτωση. Ο όποιος σχεδιασμός δεν το λάβει υπόψη του, δεν θα έχει θετικά αποτελέσματα. Οι εξελίξεις θα ξεπερνούν τις δυνατότητες ενός βραχυπρόθεσμου σχεδιασμού μέχρι οκτώ χρόνια. Βέβαια για τα ελληνικά κόμματα δεν έχει κατακτηθεί ακόμα η ικανότητα τετραετούς σχεδιασμού, ο οποίος θα είναι λεπτομερής και με μετρήσιμα αποτελέσματα. Και όπως δείχνει η κομματική πρακτική, δεν φαίνεται το πολιτικό σύστημα ικανό να υπερβεί το παρελθόν του. Ακόμη και η οικονομική κρίση, με τις πολύ οδυνηρές επιπτώσεις, δεν γίνεται αφετηρία για αλλαγή αυτής της πραγματικότητας.

Με αυτά τα δεδομένα είναι ακόμη πιο δύσκολος για το ελληνικό πολιτικό σύστημα ένας πολιτικός σχεδιασμός, ο οποίος θα είναι ρεαλιστικός και με προοπτική για τον τόπο σε μια πολυπολιτισμική παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, η οποία θα αποτελεί πεδίο αντιπαραθέσεων και συγκλίσεων στο μέλλον. Εάν το πολιτικό σύστημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να κινηθεί σε αυτό το επίπεδο, αναρωτιέται κάθε καλόπιστος πολίτης, εάν έχουν κόμματα και πολιτικό προσωπικό συναίσθηση της ευθύνης, την οποία αναλαμβάνουν, σε σχέση με τον σχεδιασμό του μέλλοντος.

Τέλος είναι εμφανές, ότι η δυναμική της εξέλιξης σε παγκόμιο επίπεδο και οι νέες γεωπολιτικές ισορροπίες με την διαμόρφωση ενός πολυεστιακού συστήματος ασφαλέιας (δεν είναι μόνο η πάλαι ποτέ υπερδύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής) ωθεί στην ανάγκη διαμόρφωσης διαδικασιών και μηχανισμών παγκόσμιας διακυβέρνησης. Συμπληρωματικά προς αυτή την ανάγκη παγκόσμιας εμβέλειας ρυθμίσεων οδηγεί και η κλιματική αλλαγή με τις επιπτώσεις της σε πλανητικό επίπεδο. Δεν είναι μόνο ο εκτροχιασμός των αγορών και της κερδοσκοπίας, που κληροδότησε ο νεοφιλελευθερισμός. Αυτά τα προβλήματα δεν επιλύονται σε εθνικό επίπεδο και όσοι καλλιεργούν αυτή τη λογική στην ελληνική κοινωνία, την οδηγούν στο κενό και η πτώση θα είναι εκκωφαντική και χωρίς επιστροφή.

Ο πόνος που θα προκαλέσει θα είναι μεγάλος, δεν θα τον απαλύνει δε ούτε και μια καλή «σκηνοθεσία»της πτώσης.

Στην πολιτική δεν αρκούν οι «καλές προθέσεις». Εκείνο που «μετράει» είναι το αποτέλεσμα σε σχέση με την προοπτική και την ευημερία των πολιτών αυτής της χώρας.

Με βάση αυτά τα δεδομένα αυτομάτως αναδύεται ένα πολύ σημαντικό, ζωτικής σημασίας για τον τόπο ερώτημα. Με αυτές τις συνθήκες πως κινείται μια περιφερειακή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα;

Η σύγχρονη πραγματικότητα δεν έχει τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του παρελθόντος. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να απαλλαγεί από την εμμονή στην ακινησία και στη λογική της εξιδανίκευσης του παρελθόντος, για να το χρησιμοποιεί ως μέσο νομιμοποίησης του παρόντος και επιλογών σε σχέση με το μέλλον. Είναι εύκολο να βγάζουν διακηρύξεις και να πλειοδοτούν σε πατριωτισμό με λαϊκίστικες κορώνες, όταν το μέλλον είναι ακόμα «άγραφο». ΄Οταν γραφεί όμως και η γυμνή αλήθεια είναι ορατή, που θα αναζητηθούν ευθύνες και με τι ελπίδες; Γι’αυτό είναι σκόπιμο, το πολιτικό σύστημα να απαλλαγεί από την εμμονή στο παρελθόν και να σχεδιάσει μακροπρόσθεσμα το μέλλον του τόπου, λαμβάνοντας υπόψη την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια πραγματικότητα. Έχει ήδη καθυστερήσει πολύ.