Κεντροαριστερή στασιμότητα

Χρίστος Αλεξόπουλος 22 Φεβ 2015

Βασικό χαρακτηριστικό των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού στην Ελλάδα είναι η διαχείριση των εξελίξεων σε πολιτικό επίπεδο, χωρίς να αναλύουν το κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς τους και την δυναμική, η οποία αναπτύσσεται σε υπερεθνικό επίπεδο, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Ιδιαιτέρως εμφανές είναι αυτό το φαινόμενο στο χώρο της Κεντροαριστεράς, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση πολυδιάσπασης και πλήρους στασιμότητας, αλλά συνεχίζει να προσπερνάει την πραγματικότητα προσκολλημένη στον τρόπο σκέψης και λειτουργίας του παρελθόντος. Και αν υποθέσουμε, ότι για τα υπόλοιπα κόμματα είναι ερμηνεύσιμη η στασιμότητα, διότι δεν υπέστησαν την πολιτική κατάρρευση, για τον χώρο της Κεντροαριστεράς είναι ακατανόητη. Βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης και δεν ασχολείται με τα πραγματικά αίτια των προβλημάτων, τα οποία αντιμετωπίζει.

Ένα κομμάτι αυτού του χώρου, το οποίο διαχειρίσθηκε σε κυβερνητικό επίπεδο την πορεία αυτού του τόπου για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τα τελευταία τριάντα (30) χρόνια, βρίσκεται σε κατάσταση διάλυσης και συνεχίζει να θεωρεί, ότι θα ανακάμψει. Σε σχέση με τα αίτια της κατάρρευσης του γίνεται λόγος για αδυναμία της κοινωνίας να κατανοήσει, ότι ο τόπος συνεχίζει να υπάρχει ακόμη εξαιτίας της πολιτικής, την οποία ακολούθησε. Ταυτοχρόνως επισημαίνεται, ότι η διάσπαση, την οποία προκάλεσε ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του, συνέβαλε στην πολιτική κατακρήμνιση του κόμματος. Όλα αυτά όμως θα ξεπερασθούν με την διενέργεια ενός συνεδρίου και προ πάντων με την εκλογή νέου προέδρου. Ήδη συνωθούνται στην κομματική αρένα οι υποψήφιοι «ηγέτες». Ο κοινωνικός χώρος, που καλύπτεται από το κόμμα, θεωρούν, ότι περιμένει με αδημονία να «χειροκροτήσει» και να ακολουθήσει την νέα ηγεσία στην πορεία προς την ευημερία, όπως την βίωσε στο παρελθόν. Ουδείς ασχολείται με το γεγονός, ότι η οικονομία παρέμεινε μη παραγωγική ή ότι η διαφθορά, το πελατειακό σύστημα και η συντεχνιακή λογική στραγγάλισαν την προοπτική αυτής της κοινωνίας.

Βέβαια υπάρχει και το δεύτερο συνθετικό «Δημοκρατική Παράταξη». Μόνο που αυτό προσθέτει άλλες διαστάσεις. «Ο τόπος χρειάζεται απεγνωσμένα ένα νέο, ισχυρό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που στα θεμέλια του θα είναι το σημερινό ΠΑΣΟΚ αλλά και άλλες δυνάμεις του κατακερματισμένου σήμερα χώρου. Ένα κόμμα που θα απευθυνθεί με σύγχρονο προγραμματικό λόγο στην κοινωνία και στη νέα γενιά, που πολύ γρήγορα θα συνειδητοποιήσει τα νέα αδιέξοδα στα οποία την οδηγεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι και μόνο έτσι θα εξασφαλισθεί η συνέχεια και κυρίως η τομή. Μεσοβέζικες μεταβατικές λύσεις και απόπειρες νεκρανάστασης ή συγκόλλησης στο όνομα του όλου ΠΑΣΟΚ είναι χάσιμο χρόνου» (Ν.Μπίστης, «Για την ενότητα και ανανέωση της Κεντροαριστεράς», Μεταρρύθμιση, 29.1.2015).

Το ερώτημα είναι, ποιές προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται, ώστε και ο προγραμματικός λόγος να είναι σύγχρονος και η συμμετοχή όλων των κεντροαριστερών δυνάμεων να είναι διασφαλισμένη. Υπάρχει μόνο ένα αδύναμο σημείο σε σχέση με το εγχείρημα, στο μέτρο που οι κεντροαριστερές δυνάμεις εξαντλούνται σε ενεργούς κομματικούς οργανισμούς. Το αδύναμο σημείο είναι η κοινωνική απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, το οποίο θεωρείται αναξιόπιστο και σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένο. Είναι πολύ σημαντικό αυτή η ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος να ισορροπήσει με την συμμετοχή στην προσπάθεια διαμόρφωσης μίας σύγχρονης κεντροαριστερής πρότασης και δυναμικών φορέων και εκπροσώπων της κοινωνίας πολιτών. Δεν είναι εύκολο, διότι δεν υπάρχουν πολλές δυναμικές δομές στον κοινωνικό χώρο. Και αυτό οφείλεται στον άκρατο κομματισμό, ο οποίος κυριαρχεί στη λογική των κομμάτων, τα οποία ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τις υπάρχουσες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.). Σε σχέση με τη συμμετοχή εκπροσώπων της κοινωνίας πολιτών υπάρχει ο κίνδυνος να βασισθεί στο κριτήριο της αναγνωρισιμότητας. Με άλλα λόγια θα επικρατήσει η φιλοσοφία της κοινωνίας του θεάματος σε αυτή την περίπτωση. Αυτό θα λειτουργήσει ανασταλτικά. Στο μέτρο που η πολιτική μετατρέπεται σε θέαμα προς κατανάλωση, η κοινωνία αντιλαμβάνεται και αποδέχεται χωρίς λογικές διεργασίες το όποιο πολιτικό περιεχόμενο βασιζόμενη στην εικονική επικοινωνιακή του διαχείριση. Και αυτό δεν συμβάλλει στην προώθηση της ουσιαστικής πολιτικής λειτουργίας σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα.

Τέλος σε σχέση με τη συμμετοχή συλλογικών πολιτικών υποκειμένων, ανεξάρτητα από το έαν έχουν στάτους κόμματος ή κίνησης, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Κατ’αρχήν επισημαίνεται εμφατικά, ότι η σύνδεση με κομματικές διαδρομές του παρελθόντος μόνο αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να έχει. Το ίδιο ισχύει και για προσκόλληση σε ιδεοληψίες και εθνικές περιχαρακώσεις ή οργανωτικά μοντέλα πολιτικής λειτουργίας του παρελθόντος. Και αυτά ισχύουν για όλους από το ΠΑΣΟΚ – Δημοκρατική Παράταξη μέχρι τη ΔΗΜΑΡ και το Ποτάμι αλλά και κινήσεις όπως οι Μεταρρυθμιστές και πολλοί άλλοι. Να μην ξεχνάμε βεβαίως και το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών, το οποίο συνεχίζει μέσω του προέδρου του να επισημαίνει «Τώρα ξεκινάμε». Άν κάποιος προσπαθήσει να διαβάσει τις τοποθετήσεις όλων σε βάθος, θα διαπιστώσει, ότι αντί να διαλέγονται, «πετάει ο ένας στον άλλο πέτρες» ή πλειοδοτεί σε ιδεοληπτικές φαντασιώσεις με την ελπίδα να επωφεληθεί. Γενικά ακόμη δεν φαίνεται στον ορίζοντα δυνατότητα ανάπτυξης ουσιαστικού διαλόγου και συγκλίσεων, που θα ανοίξουν την προοπτική δημιουργίας ενός ισχυρού κεντροαριστερού πολιτικού φορέα.

Το πιό σημαντικό όμως είναι η διαμόρφωση των προϋποθέσεων, ώστε ο προγραμματικός λόγος αυτού του πολιτικού φορέα να είναι σύγχρονος και να εκφράζει πολιτικά τον οδικό χάρτη για την πορεία της χώρας στο μέλλον με ευημερία. Η βασική προϋπόθεση είναι η αναζήτηση και διαμόρφωση πρότασης κοινωνικής οργάνωσης, η οποία θα ανταποκρίνεται στα δεδομένα, που δημιουργούν η μαζική αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας και των τεχνολογικών εφαρμογών της επιστήμης γενικότερα σε σχέση με την παραγωγική διαδικασία, τον τρόπο σκέψης και την αντιληπτική ικανότητα των πολιτών, καθώς και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και της εργασίας, τα πλανητικής εμβέλειας προβλήματα (κλιματική αλλαγή, μαζική μετακίνηση πληθυσμών κ.λ.π.) και η αδυναμία του μεμονομένου πολίτη να αντιληφθεί την σύνθετη πραγματικότητα, που τον περιβάλλει. Αυτή η αδυναμία βεβαίως έχει επιπτώσεις στην πολιτική λειτουργία και εάν δεν αντιμετωπισθεί, θα μετατραπούν η δημοκρατία και η συμμετοχή των πολιτών στις δημοκρατικές διαδικασίες σε τυπικού χαρακτήρα μηχανισμούς ανάδειξης διαχειριστών κυβερνητικής ή άλλης εξουσίας.

Για να μπορεί να ανταποκριθεί ένα κόμμα σε αυτή την πολυδιάστατη προϋπόθεση πρέπει να προσεγγίζει την πραγματικότητα στη δυναμική προβολή της στο χρόνο και όχι στατικά. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα βεβαίως δεν έχει μάθει να λειτουργεί με αυτό τον τρόπο. Γι’αυτό και δεν είναι ικανό να σχεδιάσει μακροπρόθεσμες πολιτικές σε βάθος 20ετίας τουλάχιστον. Αρνητική σε σχέση με αυτό επιρροή έχει και η ασυνέχεια, η οποία χαρακτηρίζει την διακυβέρνηση της χώρας, ακόμη και αν παραμένει το ίδιο κόμμα την εξουσία, αλλάζει όμως η ηγεσία του. Οπότε μπορεί κάποιος να φαντασθεί, τι σημαίνει η αλλαγή κόμματος στο επίπεδο της κυβερνητικής διαχείρησης.

Παράλληλα πρέπει να πληρούται και μια δομική προϋπόθεση. Ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός προϋποθέτει α) την ύπαρξη τεχνοκρατικών μηχανισμών σχεδίασης πολιτικής στη δομή των κομμάτων και β) τον συνεχή διάλογο με δυναμικές δομές της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες εκφράζουν το κοινωνικό συμφέρον και δεν είναι προεκτάσεις των κομμάτων στο πλαίσιο της λογικής της κομματοκρατίας, όπως είναι τώρα. Ο διάλογος αυτός είναι απαραίτητος, διότι χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και ενεργοποίηση του κοινωνικού υποκειμένου δεν είναι εφικτή η όποια αλλαγή του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.

Τέλος πρέπει να καλύπτεται και άλλη μια προϋπόθεση, ώστε ο κεντροαριστερός προγραμματικός λόγος να είναι σύγχρονος. Δεν μπορεί να θέτει εθνικά όρια στην προοπτική της χώρας. Πρέπει να την αντιμετωπίζει ως ένα ζωτικό κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας θα είναι σε θέση να χειρισθεί τις πλανητικών διαστάσεων προκλήσεις. Μόνη της δεν επιβιώνει όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά και πολύ πιο ισχυρές οικονομικά, πολιτικά και πληθυσμιακά χώρες, όπως είναι η Γερμανία.

Στην κάλυψη όλων αυτών των προϋποθέσεων πρέπει να επικεντρωθεί ο διάλογος των δυνάμεων της κεντροαριστεράς, ώστε να βγει ο χώρος από τη στασιμότητα και το τέλμα. Η συνεχής ενασχόληση με την διαχείριση της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας και το ποιός είναι καλύτερος να ηγηθεί ενός χώρου, ο οποίος ούτε ταυτότητα έχει ούτε προοπτική, δεν βοηθά. Το θέμα είναι να συνειδητοποιηθεί από όλες τις πλευρές. Ειδάλλως η ελπίδα θα έχει ορίζοντα, εάν η κοινωνία μέσα από τις δομές της αναδείξει νέες δυνάμεις, ικανές να καλύψουν τις προϋποθέσεις για την συγκρότηση ενός κεντροαριστερού πολιτικού σχηματισμού, χωρίς τη συμμετοχή των φθαρμένων υλικών του παρελθόντος. Αυτή η χώρα χρειάζεται προοπτική και όχι διαχειριστές κυβερνητικής εξουσίας. Και αυτή μπορεί να διασφαλισθεί, εάν γίνουν βαθιές τομές και αλλαγές σε όλα τα κοινωνικά συστήματα, αρχής γενομένης από το πολιτικό.