Κοινωνική Απορρύθμιση

Χρίστος Αλεξόπουλος 27 Ιουλ 2014

Η εξιδανίκευση και η στατική θεώρηση του παρελθόντος ως μέσων για την νομιμοποίηση του παρόντος και της ακινησίας στο σύνολο των τομέων κοινωνικής δραστηριοποίησης διαπερνά την ελληνική πραγματικότητα. Το σύνολο των κοινωνικών συστημάτων (εκπαιδευτικό, πολιτικό, μιντιακό, συνδικαλιστικό κ.λ.π.) προωθεί αυτή την λογική, η οποία μπλοκάρει κάθε μεταρρυθμιστική πρόθεση με στόχο την ανάπτυξη δυναμικής, ενώ οδηγεί ταυτοχρόνως στην κοινωνική απορρύθμιση, στην απομόνωση και στην περιθωριοποίηση. Είναι δε σκόπιμο να διευκρινησθεί, ότι η έννοια της μεταρρύθμισης χρησιμοποιείται χωρίς ιδεολογικό φορτίο και αναφορά σε συγκεκριμένους κομματικούς σχηματισμούς. Ανεξάρτητα από το κόμμα που ευαγγελίζεται τις όποιες μεταρρυθμίσεις σε επικοινωνιακό επίπεδο, εκείνο που ενδιαφέρει και πραγματεύεται αυτό το κείμενο είναι η λειτουργικότητα των μεταρρυθμιστικών σχεδιασμών και προθέσεων. Και τούτο, διότι πολλές εξαγγελίες μεταρρυθμίσεων έχουν ως στόχο την ανάπτυξη φαντασιώσεων στους πολίτες εκλογείς και όχι τον μετασχηματισμό της πραγματικότητας, που ισχύει.

Αρκεί να παρατηρήσει κάποιος την πρακτική, τόσο της κυβέρνησης όσο και των κομμάτων της αντιπολίτευσης ιδιαιτέρως τα χρόνια της κρίσης, την οποία βιώνει η ελληνική κοινωνία με ιδιαίτερα βίαιο τρόπο. Τα κυβερνητικά κόμματα επισημαίνουν χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, ότι πολλές από τις επιχειρούμενες, μετά και από υπόδειξη της Τρόικα, μεταρρυθμίσεις έπρεπε να έχουν γίνει στο παρελθόν. Από την άλλη πλευρά τα κόμματα της αντιπολίτευσης αντιτείνουν, ότι αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» στοχεύουν στο «ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου» και στην «υποταγή της χώρας στα ξένα συμφέροντα».

Είναι εμφανές, ότι σε σχέση με την κυβερνητική πλευρά υπάρχουν τεράστιες ευθύνες, διότι αυτά τα κόμματα κυβέρνησαν για 10ετίες μετά την δικτατορία και δεν έκαναν αυτό, που τώρα επισημαίνουν, ότι έπρεπε να έχει γίνει στο παρελθόν. Τα δε κόμματα της αντιπολίτευσης απορρίπτουν τις επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις χωρίς να παραθέτουν στο δημόσιο διάλογο την δική τους πρόταση για ένα λειτουργικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες, οι οποίες προκύπτουν από τη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Και οι μεν και οι δε φαίνεται, ότι δεν είναι σε θέση να σχεδιάσουν την πορεία της χώρας προς το μέλλον με ασφάλεια και ευημερία.

Ανάλογες συνθήκες επικρατούν και στα άλλα κοινωνικά συστήματα, από το συνδικαλιστικό μέχρι το μιντιακό και το εκπαιδευτικό. Δομικό στοιχείο της λειτουργίας τους είναι η επιδίωξη της ακινησίας, ακόμη και χωρίς να το συνειδητοποιούν. Στοχεύουν στη διατήρηση «κεκτημένων»συντεχνιακού τύπου, χωρίς να αναρωτιούνται για την βιωσιμότητα αυτών των συνθηκών ακινησίας, όταν η ευρωπαϊκή και η γενικότερη πλανητική πραγματικότητα μετασχηματίζεται συνεχώς και με μεγάλη ταχύτητα στην πορεία προς το μέλλον.

Ειδάλλως πως να χαρακτηρισθεί η κατάσταση, η οποία κυριαρχεί στο χώρο της εκπαίδευσης, όταν δεν γίνεται αποδεκτό ένα σύστημα αξιολόγησης από τους υπηρετούντες στο χ?ρο ή δεν υπάρχει μια σταθερή και μακρόπνοη εκπαιδευτική στρατηγική και πολιτική, που είναι αποτέλεσμα διαλόγου και συναινέσεων.

Αντίστοιχη πορεία, ανάλογα και με το ρόλο του, ακολουθείται και από το μιντιακό σύστημα. Η διαφορά του από τα άλλα κοινωνικά συστήματα έγκειται στο ρόλο του στο πλαίσιο της ενημέρωσης και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Αυτό προσδίδει στη λειτουργία του και πολιτικό φορτίο. Ταυτοχρόνως όμως φέρει την ίδια ευθύνη με το πολιτικό σύστημα σε σχέση με την ακινησία της ελληνικής κοινωνίας. Και τα δύο αυτά κοινωνικά συστήματα ανάλογα με την ιδεολογικοπολιτική τους ταυτότητα και τον δημόσιο λόγο, που εκφέρουν,διαμορφώνουν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να κινηθεί ο πολίτης. Ένα πλαίσιο, το οποίο δεν έχει μόνο πολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά επεκτείνεται και σε άλλους τομείς, διότι διοχετεύονται κοινωνικά πρότυπα και διαμορφώνονται κοινωνικές στάσεις. Το μιντιακό σύστημα ουσιαστικά διαχειρίζεται άτυπη εξουσία και ακολουθεί ιδεολογικοπολιτικές στοχεύσεις χωρίς να ελέγχεται από τον πολίτη σε σχέση με κανόνες, οι οποίοι πρέπει να διέπουν την λειτουργία του. Η ελευθερία στην ενημέρωση οφείλει να υπηρετεί την διαμόρφωση της ελεύθερης βούλησης του πολίτη και όχι να τον χειραγωγεί και να διαμορφώνει «κοινωνικό κλίμα».

Είναι εμφανές, ότι το πολιτικό και το μιντιακό σύστημα διαπλέκονται και κοινός παρονομαστής της ισορροπίας μεταξύ των δύο αυτών κοινωνικών συστημάτων είναι η διαχείριση εξουσίας. Το πολιτικό σύστημα διαχειρίζεται τυπική εξουσία, ενώ το μιντιακό άτυπη, με την έννοια της διαμόρφωσης πολιτικών στάσεων στην κοινωνία. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα της δραστηριοποίησης τους εκφράζεται με το βαθμό πολιτικής επιρροής των μεμονομένων κομμάτων στην κοινωνία. Στην Ελλάδα η διαπλοκή των δύο αυτών συστημάτων είναι πολύ ισχυρή και λειτουργεί αρνητικά σε σχέση με την προοπτική ανάπτυξης κοινωνικής δυναμικής. Συμπληρωματικά σε αυτή την πραγματικότητα της ακινησίας συμβάλλει και ο κομματισμός, ο οποίος διαπερνά το σύνολο των κοινωνικών συστημάτων και λειτουργεί ως μέσο αποκατάστασης ισορροπιών μεταξύ τους. Βασικό εργαλείο σε αυτό το ρόλο είναι η διαμεσολάβηση για την προώθηση συμφερόντων τόσο του οικονομικού συστήματος όσο και ατομικών. Αρκεί να ληφθούν υπόψη η άνθηση της συντεχνιακής λογικής και το πελατειακό κράτος για την εμπειρική τεκμηρίωση του ρόλου και της προσφοράς του κομματισμού και της διαμεσολαβητικής του λειτουργίας. Ουσιαστικά ο κομματισμός ως ένα βαθμό υποκαθιστά την έλλειψη κανόνων, οι οποίοι ρυθμίζουν την εσωτερική λειτουργία του κάθε κοινωνικού συστήματος και τις ατομικές συναλλαγές των πολιτών με βάση το κοινωνικό συμφέρον. Γι’αυτό ευδοκιμεί η προσφυγή στο παρελθόν ή ακόμα καλύτερα η άρνηση απέναντι σε αλλαγές και τομές, οι οποίες θα προσανατολίσουν τη χώρα στις συνθήκες, τις οποίες διαμορφώνει η δυναμική της εξέλιξης τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε πλανητικό επίπεδο. Αυτή η λογική της ακινησίας όμως της ελληνικής κοινωνίας οδηγεί και στην ανάπτυξη μιας εξιδανικευτικής σχέσης με το παρελθόν και την παράδοση, η οποία δεν επιτρέπει την επεξεργασία και προσαρμογή τους στη σύγχρονη εξέλιξη της πραγμτικότητας, αλλά εξυπηρετεί συλλογικές ή ατομικές σκοπιμότητες. Η πιο ασφυκτική παρουσία και επιρροή του κομματισμού παρατηρείται στο συνδικαλιστικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί ως προέκταση του πολιτικού και εξυπηρετεί κομματικές σκοπιμότητες. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η κοινωνική απορρύθμιση, η οποία εκφράζεται πολυδιάστατα.

Κατ’αρχήν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του λαϊκισμού και της καλλιέργειας φαντασιώσεων στα διάφορα κοινωνικά συστήματα σε σχέση με το μέλλον και τις προοπτικές για τον τόπο. Αρκεί να εναποθέτει η κοινωνία τις προσδοκίες της στα κόμματα, τα οποία φροντίζουν για όλους και κυρίως για τους «δικούς»τους. Όλα είναι πραγματοποιήσιμα χωρίς αλλαγές και τομές, οι οποίες ξεβολεύουν, διότι απαιτούν διαφορετική νοοτροπία και λογική στην συλλογική και ατομική λειτουργία. Με αυτό τον τρόπο οδηγούνται οι κοινωνικές μάζες σε αυταπάτες και μη ρεαλιστικές συμπεριφορές στην πολιτική τους δραστηριοποίηση, οπότε γίνονται αντικείμενο χειραγώγησης χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Προς αυτή την κατεύθυνση βοηθάει και η εικονική πραγματικότητα του μιντιακού συστήματος.

Ταυτοχρόνως διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την πολιτισμική παρακμή και την αδυναμία δημιουργικής προσέγγισης των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών, αυτών που προκύπτουν από την αντίφαση της ακινησίας των κοινωνικών συστημάτων από το ένα μέρος και της ταχύτατης ροής του χρόνου, δηλαδή της συσσώρευσης προϋποθέσεων για την λήψη αποφάσεων σε σχέση με το μέλλον, που προκαλείται από την παγκόσμια δυναμική από το άλλο. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί σε συλλογικό και σε ατομικό επίπεδο,ότι το παρόν δεν νομιμοποιείται ούτε δικαιώνεται από τον βαθμό στατικής θεώρησης και σύνδεσης με το παρελθόν και τους κανόνες, οι οποίοι οριοθετούσαν τις αντίστοιχες συστημικές ισορροπίες και τις συναλλαγές φορέων και ατόμων. Το παρόν δικαιώνεται από την προοπτική, που ανοίγει για το μέλλον. Γι’αυτό το λόγο είναι απαραίτητος και ένας νέος προσανατολισμός των κοινωνικών συστημάτων και των πολιτών.

Ειδάλλως δεν θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την υπέρβαση της αδυναμίας των κοινωνικών συστημάτων, από το πολιτικό και το μιντιακό μέχρι το εκπαιδευτικό, το υγείας και πολλά άλλα, να επεξεργασθούν και να μελετήσουν σε βάθος τη νέα πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης και της κοινωνίας της γνώσης, ώστε να είναι σε θέση να σχεδιάσουν και να ακολουθήσουν μια εκσυγχρονιστική του εαυτού τους και της κοινωνίας στρατηγική και δυναμική πορεία. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνο για την στήριξη της κοινωνικής συνοχής, αλλά θα βοηθήσει για να μην χαθεί για τον τόπο η νέα γενιά, της οποίας το μέλλον έχει υποθηκευθεί. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν η ελληνική κοινωνία είναι γηράσκουσα, η μη διασφάλιση του μέλλοντος της νέας γενιάς, συνεπάγεται και κινδύνους για την προοπτική της κοινωνίας.

Τέλος εάν οι συνθήκες ακινησίας του παρελθόντος λειτουργούν ως δομικό στοιχείο στην αξιολόγηση κάθε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας για την ανάπτυξη κοινωνικής δυναμικής, τότε το άτομο-πολίτης οδηγείται στην αλλοτρίωση, αποξένωση σε σχέση με την ευρωπαϊκή και ευρύτερα πλανητική πραγματικότητα. Και αυτό σημαίνει, ότι δεν θα είναι εφικτές οι αναγκαίες συγκλίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να ισορροπήσουν θετικά οι σχέσεις των κοινωνιών. Παραλλήλως όμως αλλοτριώνεται και σε σχέση με τον εαυτό του ως ανθρώπινης οντότητας με δυνατότητα διαμόρφωσης και έκφρασης της ελεύθερης βούλησης. Για να μπορέσει να διαμορφωθεί πρέπει να είναι σε θέση ο πολιτης να προσεγγίζει όλες τις παραμέτρους, οι οποίες αποτελούν δομικά στοιχεία της πραγματικότητας, που τον περιβάλλει. Σε μια εσωστρεφή κοινωνία αυτό είναι ανέφικτο. Η αλληλεξάρτηση τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε πλανητικό επίπεδο είναι πολύ μεγάλη σε όλους τους τομείς. Αυτό δεν ισχύει μόνο στην οικονομία, αλλά αγκαλιάζει όλα τα συστήματα, από το πολιτισμικό μέχρι το υγείας.

Στο μέτρο που αυτή η πραγματικότητα της ακινησίας και του προσανατολισμού στον τρόπο λειτουργίας του παρελθόντος δεν ανατρέπεται, η κοινωνική απορρύθμιση θα οδηγήσει στην κατάρρευση κάθε προσπάθειας οικοδόμησης προοπτικής για τον τόπο.