Πολιτική κατάπτωση

Χρίστος Αλεξόπουλος 20 Ιουλ 2014

Ίσως θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον η πραγματοποίηση μιας εμπειρικής έρευνας με θέμα την πολιτική κατάπτωση και πως την βιώνει ο Έλληνας πολίτης. Βλέποντας τα αποτελέσματα της έρευνας ίσως το πολιτικό σύστημα να έκανε την απαραίτητη αυτοκριτική και επανεκκίνηση. Οι δε πολίτες να έβγαζαν τα σωστά συμπεράσματα για τις επιλογές τους σε σχέση με πολιτικά πρόσωπα και πολιτικούς σχηματισμούς. Τόσο ο τρόπος εκφοράς του πολιτικού λόγου όσο και το περιεχόμενο του προκαλούν έντονη ανησυχία, η οποία έχει πολλές διαστάσεις, οι οποίες αναδεικνύονται με τον καλύτερο τρόπο στο Κοινοβούλιο και όχι μόνο.

Κατ’αρχήν ο πολιτικός λόγος χαρακτηρίζεται από έντονο λαϊκισμό και υποκριτική σκοπιμότητα, ενώ ο εκχυδαϊσμός της γλώσσας τόσο στη Βουλή όσο και σε επικοινωνιακό επίπεδο ευδοκιμεί και μάλιστα διευρύνει συνεχώς τα όρια του. Επειδή δε το πολιτικό σύστημα παίζει έναν ιδιόμορφο ρόλο σε σχέση με τις γενικότερες συστημικές ισορροπίες στην Ελληνική κοινωνία, η πολιτική κατάπτωση υπερβαίνει τα όρια του και διαπερνά τις δομές της κοινωνίας πολιτών. Συγκεκριμένα η βασική παράμετρος τόσο για την εσωτερική ισορροπία κοινωνικών συστημάτων όσο και μεταξύ τους είναι ο κομματισμός ανάλογα με την δοσολογία επιρροής των κομμάτων. Αρκεί να παρατηρήσει κάποιος τη λειτουργία του συνδικαλιστικού συστήματος και θα αντιληφθεί, πως γενικεύεται η πολιτική κατάπτωση στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Με αυτό τον τρόπο βέβαια διευκολύνεται η αναπαραγωγή αυτής της ποιότητας πολιτικού λόγου και μέσα στην κοινωνία. Ο λαϊκισμός και ο εκχυδαϊσμός της γλώσσας είναι πλέον κοινός τόπος τόσο εντός όσο και εκτός κοινοβουλίου. Και όλα αυτά γίνονται στο όνομα της εκπροσώπησης και έκφρασης των «λαϊκών συμφερόντων».

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συζήτηση στη Βουλή για τη «μικρή» ΔΕΗ στο Α/ θερινό τμήμα. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έκανε λόγο «για ξεπούλημα του δημοσίου πλούτου της χώρας έναντι πινακίου φακής από μια λαϊκή μειοψηφία, που πριν ξεψυχήσει, καταστρέφει τα πάντα», και συμπλήρωσε «παραλάβατε κράτος, θα παραδώσετε αποικία». Ολοκληρώνει δε την παρέμβαση του λέγοντας «έρχεστε άρον-άρον και ξεπουλάτε τον ενεργειακό τομέα της χώρας σε συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα, πριν τελειώσει το καλαμπούρι της κλεπτοκρατίας. Όσο όμως και να προφυλάσσεστε και αυτό θα το μάθουν οι Έλληνες πολίτες».

Από αυτές τις επισημάνσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης προκύπτουν ορισμένα ερωτηματικά. Ποιά είναι τα «συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα»; Εάν είναι συγκεκριμένα, τότε έχουν και όνομα. Και ποιό είναι «το καλαμπούρι της κλεπτοκρατίας», το οποίο θα «μάθουν οι Έλληνες πολίτες»; Αυτός ο τρόπος εκφοράς του πολιτικού λόγου αφήνει αρνητικές εντυπώσεις χωρίς να τεκμηριώνονται με συγκεκριμένα στοιχεία. Από την αντίπερα όχθη τώρα, την κυβερνητική και κυρίως αυτήν του ισχυρότερου κόμματος, η απάντηση στοχεύει στην υποβάθμιση του προσώπου του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, χωρίς να παραθέτει στοιχεία, τα οποία ανατρέπουν τους έστω μη συγκεκριμένους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης. Προφανώς εκείνο που ενδιαφέρει και τις δύο πλευρές είναι η δημιουργία θετικού γι’αυτούς κλίματος με στόχο το πολιτικό όφελος και όχι η ουσία.

Αυτού του είδους η λειτουργία του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού προσωπικού τραυματίζει τη δημοκρατία και αποδυναμώνει το όποιο κανονιστικό πλαίσιο διέπει τους θεσμούς της. Προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί με ακόμη μεγαλύτερη οξύτητα και η χωρίς δημοκρατική προοπτική μετατροπή σε θέμα πολιτικού διαλόγου και αντιπαράθεσης του φαινομένου της τρομοκρατίας. Και το τραγικό είναι, ότι από τους μεν επενδύεται με ανθρωπιστικές αναφορές και από τους δε με κατηγορίες υπόθαλψης τρομοκρατικών κυττάρων στο εσωτερικό του αντίπαλου κόμματος. Όλα δε αυτά συμβαίνουν στο πλαίσιο της συζήτησης νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης χαρακτηρίζει καταδικασθέν μέλος της 17 Νοέμβρη «εννοούμενο ως τρομοκράτη από το σύνταγμα και από το νόμο, διότι διάλεξε την ένοπλη πάλη». Φαίνεται, ότι για αυτό τον βουλευτή η «επιλογή της ένοπλης πάλης» σε περίοδο δημοκρατίας αποτελεί επιλογή έκφρασης της ελεύθερης βούλησης των πολιτών. Αντιλαμβάνεται ο εν λόγω εκπρόσωπος του λαού, τι σημαίνει αυτό για ένα νέο, ο οποίος είναι άνεργος και οι προοπτικές για τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν είναι ευοίωνες, ακόμη και αν το κόμμα του αναλάβει την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας. Εκτός και αν αποτελεί στόχο η διαμόρφωση γενικευμένης ανομίας και η προώθηση της βιαιοπραγίας ως μέσου πολιτικής αντιπαράθεσης και επιβολής ενός άλλου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης χωρίς την έγκριση της κοινωνίας στο πλαίσιο δημοκρατικών διαδικασιών, οι οποίες παρέχουν και την απαραίτητη νομιμοποίηση.

Από την άλλη πλευρά, την κυβερνητική, δεν βοηθά η επιδίωξη ταύτισης της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την τρομοκρατία. Πολύ περισσότερο θα συνέβαλε στην καταπολέμηση τέτοιων φαινομένων ένας σοβαρός διάλογος τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο για την αδιέξοδη λογική της τρομοκρατίας σε συνδυασμό με την προσπάθεια εξόδου της χώρας από την κρίση και την παγίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Συμπληρωματικά δε σε αυτά θα λειτουργούσε και η επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος πάνω σε σύγχρονες ράγες, ώστε να εκφράζει το παρόν στην προβολή του στο μέλλον και να αποκαταστήσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες.

Για να αποκατασταθεί βέβαια κλίμα εμπιστοσύνης πρέπει να αναιρεθεί η απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Και αυτό δεν επιτυγχάνεται, όταν διάλογος υπουργού με βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντί να περιστρέφεται γύρω από το συζητούμενο θέμα, καταλήγει σε υποτιμητικές εκφράσεις του ενός για τον άλλο και υπονοούμενα. Σιγά-σιγά δε σε αυτό το «καλαμπούρι» (έκφραση αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης) ενεπλάκησαν και άλλοι βουλευτές. Θα αναφέρω μόνο ορισμένες φράσεις, χωρίς να τις συνδέω με τα πρόσωπα, που τις είπαν:

– Τον έχετε κάνει τον Μαρξ πατσαβούρα …

Και ένα μικρό τμήμα διαλόγου.

Α. Τι λέτε κύριε … Τι λέτε;

Β. Τι λέω; Παράσταση δίνατε χθες, γιατί ήταν …

Α. Εσείς για ποιόν δίνατε παράσταση;

Β. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ουρλιάζατε χθες.

Γ. Δεν ντρέπεστε λίγο!

Δεν έχει νόημα να συνεχισθεί η παράθεση διαλόγων βουλευτών αυτής της ποιότητας ως προς το περιεχόμενο τους. Ο καλοπροαίρετος αντικειμενικός πολίτης αναρωτιέται όμως, εάν οι εκπρόσωποι του λαού επιτελούν το σκοπό της εκλογής τους, όταν ο πολιτικός τους λόγος έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Σίγουρα υπάρχουν προβλήματα, όταν δεν ασχολούνται και μάλιστα με τεχνοκρατική επάρκεια με το θέμα, για το οποίο κλήθηκαν να συμμετάσχουν και να αποφασίσουν με δεσμευτικό τρόπο για το μέλλον της κοινωνίας, αλλά περιαυτολογούν με αυτό τον απαξιωτικό λόγο ο ένας για τον άλλο.

Όταν στο επίπεδο του Κοινοβουλίου η κατάσταση έχει αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πολύ φυσιολογικό στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης να παρατηρούνται ανάλογα φαινόμενα, με μπροστάρη βέβαια και καθοδηγητή το συνδικαλιστικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί στον ύψιστο βαθμό ως προέκταση του πολιτικού. Το πρόσφατο παράδειγμα της αποχής διαρκείας των δημοσίων υπαλλήλων από την διαδικασία αξιολόγησης μετά από απόφαση της ΑΔΕΔΥ είναι πολύ χαρακτηριστικό. Η αιτιολόγηση αυτής της στάσης συνδέεται με την πιθανότητα απόλυσης με τεκμήριο τον χαμηλό βαθμό επάρκειας και απόδοσης του υπαλλήλου στο πλαίσιο της απόφασης μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Ως προς αυτή την προοπτική οι εργαζόμενοι δικαιολογούνται ως ένα βαθμό να αντιδρούν, αν και αξιοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο την πελατειακή λογική του πολιτικού συστήματος για την ανεύρεση εργασίας. Όμως η άρνηση της αξιολόγησης οδηγεί το δημόσιο στην ακινησία και στην συνέχιση της ασυδοσίας του πολιτικού συστήματος σε σχέση με την στελέχωση της κρατικής πυραμίδας. Αυτό βέβαια γινόταν και στο παρελθόν, οπότε δεν δημιουργείται πρόβλημα. Η ΑΔΕΔΥ έφτασε μάλιστα στο σημείο να διατυπώσει το αίτημα «ΟΧΙ στην αξιολόγηση-λαιμητόμο» στο πλαίσιο της πρόσφατης απεργίας στις 9 Ιουλίου 2014. Επισημαίνεται δε με έμφαση, ότι «Κανείς δεν θα συμμετέχει στη διαδικασία αξιολόγησης-απόλυσης χιλιάδων συναδέλφων μας. Κανείς συνάδελφος δεν θα «εξαργυρώσει» οποιαδήποτε υπηρεσιακή θέση βάζοντας την υπογραφή του για την απόλυση συναδέλφων του». Η κυβέρνηση από το άλλο μέρος κατέφυγε στη Δικαιοσύνη με προσφυγή κατά της αποχής διαρκείας, που κήρυξε η ΑΔΕΔΥ για την αξιολόγηση. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο στηρίζουν τα αιτήματα των εργαζομένων. Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος, όπως λέει και ο ποιητής.

Αυτές οι συνθήκες από το ένα μέρος πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο την πολιτική κατάπτωση σε βαθμό, ο οποίος δημιουργεί ερωτηματικά ως προς την δυνατότητα του πολιτικού συστήματος να ηγηθεί μιας πορείας ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας, η οποία θα βασίζεται πράγματι στην κοινωνική δικαιοσύνη. Και τούτο, διότι για την επίτευξη της χρειάζονται κοινωνικές αξίες δεσμευτικές για όλους, ώστε να υπάρξει κοινωνική συνοχή και να αντιμετωπιστούν τα αρνητικά φαινόμενα του παρελθόντος, όπως το πελατειακό σύστημα, η συντεχνιακή λογική, η διαφθορά γενικότερα. Από την εμπειρική προσέγγιση όμως της πραγματικότητας δεν φαίνεται να πληρούνται οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Κυριαρχούν οι σκοπιμότητες, οι οποίες υπηρετούν πολιτικά-κομματικά, οικονομικά, συντεχνιακά και κάθε είδους άλλα συμφέροντα, τα οποία δεν προωθούν την διαχείριση της όποιας μορφής εξουσίας στο πλαίσιο θεσμικών κανόνων. Με αυτά τα δεδομένα η πορεία προς το μέλλον θα είναι πολύ δύσκολη. Ο λαϊκισμός, ο εκχυδαϊσμός του πολιτικού λόγου, η έλλειψη ενός συνεκτικού συστήματος κοινωνικών αξιών και η κυριαρχία σκοπιμοτήτων, οι οποίες δεν έχουν προοπτική αλλά υπηρετούν επιμέρους συμφέροντα (πολιτικά, οικονομικά, συντεχνιακά κλπ) δεν βοηθούν την ελληνική κοινωνία να αναπτύξει δυναμική υπέρβασης των προβλημάτων της. Και είναι πολλά. Η αντιμετώπιση τους προϋποθέτει μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό με εξειδίκευση πολιτικών, οι οποίες δεν εξαντλούνται σε ιδεοληπτικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας αλλά βασίζονται σε μετρήσιμα μεγέθη, συνυπολογισμό της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας δυναμικής στο σχεδιασμό και συναινετική λογική, η οποία εδράζεται στο συστηματικό και εξαντλητικό διάλογο, με γνώμονα πάντα το κονωνικό συμφέρον. Όλα αυτά δε πρέπει να πραγματοποιούνται με πολύ ταχύτερους ρυθμούς, ώστε η πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας να συμπορεύεται και να προδιαγράφει την πορεία προς το μέλλον, η οποία τώρα πια είναι πολύ πιο πλούσια σε προϋποθέσεις και δυσκολίες. Εξελίσσεται μάλιστα με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Γι’αυτό και οι όποιας μορφής τακτικισμοί είτε της κυβέρνησης είτε της αντιπολίτευσης δεν ωφελούν τη χώρα. Πρόσφατο παράδειγμα είναι η πρόταση για δημοψήφισμα σε σχέση με την πώληση της ΔΕΗ. Ένας πολύ σημαντικός θεσμός άμεσης δημοκρατίας όπως είναι το δημοψήφισμα χρησιμοποιείται και από τις δύο πλευρές για να φθείρουν η μια την άλλη (ξεπουλάνε οι μεν δημόσιο πλούτο, συμπορεύονται οι δε με το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής). Εκείνοι που υφίστανται τις επιπτώσεις αυτού του πολιτικού παραλογισμού είναι οι πολίτες.