Πολιτική Κινητικότητα;

Χρίστος Αλεξόπουλος 13 Ιουλ 2014

Η κινητικότητα που παρατηρείται στο πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως στο χώρο της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας προς το παρόν, οδηγεί σε ερωτήματα ως προς τη συνειδητοποίηση τόσο από την κοινωνία όσο και από το πολιτικό σύστημα του πολιτικού αδιεξόδου, το οποίο απειλεί την προοπτική της χώρας. Τα ερωτήματα έχουν σχέση κυρίως με το βαθμό συνειδητοποίησης και την έγκαιρη αντιμετώπιση του, διότι η πρακτική που ακολουθείται από κόμματα, τα οποία αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστερά, δεν δείχνει, ότι έχουν συνειδητοποιήσει την πορεία τους προς το κενό. Είτε αποστέλλονται επιστολές με παράρτημα προγραμματικών στοιχείων χωρίς τεκμηρίωση με μετρήσιμα μεγέθη, οι οποίες προσκαλούν σε διάλογο, είτε αποφασίζεται συνέδριο, στο πλαίσιο του οποίου θα αρχίσει ο διάλογος και θα συγκροτηθεί η «Δημοκρατική Παράταξη», είναι εμφανές το αδιέξοδο. Ενώ τα σχήματα του χώρου είναι σε φάση παρακμής και αποσύνθεσης κυριαρχούν κομματικοί ηγεμονισμοί και ηγετικές φιλοδοξίες, με αποτέλεσμα να χάνεται πολύτιμος χρόνος. Φαίνεται, ότι η πολιτική ενηλικίωση ακόμη αργεί. Μόνο που οι εξελίξεις δεν θα περιμένουν για πολύ.

Στο επίπεδο της κοινωνίας φαίνεται, ότι η διαδιακασία της συνειδητοποίησης προχωρεί με ταχύτερους ρυθμούς από αυτούς, με τους οποίους κινείται το πολιτικό σύστημα. Το επιβεβαιώνουν η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και η αποστασιοποίηση από το τρέχον πολιτικό γίγνεσθαι. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως, ότι οι πολίτες δεν χρησιμοποιούν τις αρνητικές κληρονομιές του παρελθόντος (πελατειακό σύστημα, συντεχνιακή λογική, φοροδιαφυγή κ.λ.π.), οι οποίες συνέθεσαν ένα μη λειτουργικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα την είσοδο της χώρας σε περίοδο κρίσης με πολλές διαστάσεις. Δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική. Αφορά και σε άλλους τομείς, όπως είναι η κρίση αξιών. Προς το παρόν δεν υπάρχουν οι δομικές προϋποθέσεις για μια διαφορετική λειτουργία των πολιτών. Λείπει ακόμη η σύγχρονη πρόταση κοινωνικής οργάνωσης, η οποία θα πείσει το κοινωνικό σύνολο, ότι και ρεαλιστική είναι και εγγυάται μια ομαλή πορεία προς το μέλλον. Βασικό ρόλο για την διαμόρφωση και υλοποίηση της όποιας πρότασης θα παίξει και η κοινωνία πολιτών, η οποία δυστυχώς στην Ελλάδα δεν διαθέτει δυναμικές δομές. Εάν δεν ενεργοποιηθεί η ευρύτερη κοινωνία πολιτών ανεξάρτητα και χωρίς τον κομματισμό, ο οποίος την χαρακτήριζε μέχρι τώρα, ο κοινωνικός μετασχηματισμός θα είναι πολύ δύσκολος. Η ενεργοποίηση πρέπει να αγκαλιάσει και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, οι οποίες δεν εκπροσωπούν οικονομικά ή συντεχνιακά συμφέροντα, αλλά εκφράζουν κοινωνικά ενδιαφέροντα, όπως είναι οι πολιτιστικές, περιβαλλοντικές και άλλες. Ο κίνδυνος να συνεχίσει το πολιτικό σύστημα να λειτουργεί ως «πατερούλης» είναι μεγάλος. Αρκεί να λάβει κάποιος υπόψη του από το ένα μέρος τον τρόπο λειτουργίας των συνδικαλιστικών φορέων σε σχέση με τα κόμματα και την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα από το άλλο. Τέτοιας ποιότητας κοινωνικές δομές αποτελούν τροχοπέδη στην όποια προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας.

Αυτές οι συνθήκες σε ό,τι αφορά το ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης σε συνδυασμό με των απαξίωση του πολιτικού συστήματος διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό και επικίνδυνο μίγμα για την συνοχή της κοινωνίας και την προοπτική ομαλών και λειτουργικών εξελίξεων στο σωστό χρόνο, ώστε να μπορέσει η χώρα να συμπορευθεί με την δυναμική της εξέλιξης σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο. Δεν αρκεί να επισημαίνει ο γραμματέας της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ στο ιδρυτικό συνέδριο του «Ποταμιού», ότι «μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο εκφασισμού της κοινωνίας μας, μπορούμε να προτάξουμε την πολιτική, τη δημοκρατία και τους θεσμούς, κάνοντας το νόμιμο να ταυτίζεται με το ηθικό και το δίκαιο. Είναι ο μόνος τρόπος για να ξαναχτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και το πολιτικό σύστημα». Αυτός ο γενικόλογος με ηθικολογικό φορτίο λόγος προκαλεί συναισθήματα θλίψης, όταν από την άλλη πλευρά το κόμμα αναφοράς του συνέβαλε και συνεχίζει να συμβάλλει με την κυβερνητική του πρακτική στην μη αποφασιστική καταπολέμηση πολλών αρνητικών φαινομένων, όπως της φοροδιαφυγής και άλλων. Με ηθικολογικού τύπου γενικόλογο πολιτικό λόγο δεν αλλάζει η πραγματικότητα και δεν αποκαθίσταται κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος της χώρας. Οι σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και ανάγκες απαιτούν έναν πολιτικό λόγο, ο οποίος εκτός από την ιδεολογική του ταυτότητα θε εμπεριέχει και τον αναγκαίο πραγματισμό σε σχέση με την συγκεκριμενοποίηση των πολιτικών προγραμμάτων με μετρήσιμα μεγέθη.

Βεβαίως στο συνέδριο του «Ποταμιού» ήταν επίσης και μίλησε ο Γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ. Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην ανάγκη αναδιανομής του εισοδήματος, αρχίζοντας από την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και επεσήμανε την ανάγκη ενίσχυσης της δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα, την καθιέρωση της απλής αναλογικής και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, με προσανατολισμό την εξυπηρέηση των κοινωνικών αναγκών. Και σε αυτή την περίπτωση ο πολιτικός λόγος παραμένει γενικόλογος με ηθικολογικές πρεκτάσεις. Ουσιαστικά κοινοποιήθηκε άλλη μια φορά το ιδεολογικό στίγμα αυτού του κόμματος. Κανείς δεν θα περίμενε κάτι άλλο σε μια αυτού του είδους ομιλία. Όμως το πρόβλημα ανακύπτει, διότι στον γενικότερο προγραμματικό του λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συγκεκριμενοποιεί την προγραμματική του πρόταση με μετρήσιμα μεγέθη λαμβάνοντας υπόψη την δυναμική, που αναπτύσσεται σε σχέση με την πορεία προς το μέλλον τόσο στην Ευρώπη όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο ίδιο συνέδριο μίλησε και ο Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ επικεντρώνοντας στο διάλογο για την κεντροαριστερά. «Ο διάλογος αυτός δεν πρέπει και δεν μπορεί να γίνει σε κενό πολιτικής. Αυτός ο διάλογος δεν μπορεί παρά να είναι θεσμικός και να γίνει οργανωμένα. Κάθε συζήτηση δεν μπορεί παρά να αφορά την πορεία της χώρας και τη ζωή των πολιτών. Σε αυτή τη συζήτηση η ΔΗΜΑΡ θα προσέλθει με το σύνολο των προτάσεων της και με πολιτικό εργαλείο τις προγραμματικές συμπτώσεις». Κλείνοντας την παρέμβαση του κάλεσε σε διάλογο, όσους κινούνται στο χώρο της κεντροαριστρεράς. «Το εγχείρημα της ανασυγκρότησης του ευρύτερου προοδευτικού χώρου είναι τώρα μπροστά μας. Υπάρχει προοπτική, αρκεί να το αποφασίσουμε». Πέρα από τις όποιες κριτικές παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν για την πραγματική διάσταση των λεγομένων, πρέπει να σημειωθεί με ιδιαίτερη ένταση η έλλειψη, έστω και ακροθιγώς, της ανάγκης αναζήτησης σύγχρονης ταυτότητας του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Ο Γραμματέας επεσήμανε, ότι στο διάλογο, ο οποίος θα είναι θεσμικός, η ΔΗΜΑΡ θα προσέλθει με το σύνολο των προτάσεων της και με πολιτικό εργαλείο τις προγραμματικές συμπτώσεις.

Ουσιαστικά δεν θα πρόκειται για διάλογο, ο οποίος θα στοχεύει στην αναζήτηση σύγχρονης ταυτότητας για την ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, την οποία δεν έχει ούτε είχε ποτέ, αλλά για διαπραγμάτευση πάνω σε προγραμματικές θέσεις, όπως τις αντιλαμβάνονται στο υπαρκτό πολιτικό σύστημα, έστω και αν ομιλούμε για την «κεντροαριστερή του πτέρυγα». Αυτό σημαίνει, ότι το αποτέλεσμα και ταυτοχρόνως ο στόχος του διαλόγου είναι η συγκόλληση πολιτικών σχηματισμών σε αποδρομή, οι οποίοι ως προερχόμενοι από τον λεγόμενο κεντροαριστερό χώρο θα μπορέσουν να καταλήξουν σε «προγραμματικές συγκλίσεις». Το μωσαϊκό καλείται να συμπληρώσει και το Ποτάμι. Βεβαίως δεν έχει διαμορφώσει ακόμη ολοκληρωμένη προγραμματική πρόταση. Ο νεοεκλεγής επικεφαλής του στην ομιλία του έκανε μόνο αναγγελία προθέσεων. Η εξειδίκευση αυτών των προθέσεων σε τεκμηριωμένη προγραμματική πρόταση θα κατατεθεί αργότερα. Προς το παρόν γνωρίζουμε τη θέση του Ποταμιού για το πολιτικό σύστημα «το παλιό μας κομματικό σύστημα. Τα προπύργια του εθνικού μας λαϊκισμού. Ένα σύστημα που προσπαθεί με ψέματα και μισές αλήθειες να κρατηθεί στην εξουσία. Κόβουν σε φέτες την αλήθεια, με τον τρόπο που βολεύει το καθένα και την παρουσιάζουν ως την μοναδική αλήθεια». Και λίγο πιο κάτω επισημαίνει εμφατικά « Εμείς πάλι θέλουμε να μιλήσουμε για την Ανασυγκρότηση της Ελλάδας. Γι’ αυτό ιδρύσαμε το Ποτάμι». Τέλος καταθέτει μια σειρά γενικόλογων θέσεων, οι οποίες οριοθετούν την πολιτική του πλατφόρμα ως μη νεοφιλελεύθερη κινούμενη στο χώρο του φιλελεύθερου δημοκρατικού σοσιαλισμού χωρίς να γίνεται περισσότερο σαφής.

Αυτά όμως είναι επαρκή για την συμμετοχή του Ποταμιού στο διάλογο για την «ανασύσταση» της Κεντροαριστεράς, όπως διαφαίνεται από τις τοποθετήσεις των πιθανών του εταίρων σε αυτή την προσπάθεια. Τα υπόλοιπα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου», όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν εμπλέκονται σε αυτές τις διεργασίες. Το μεν Κ.Κ.Ε. παραμένει σταθερά στους ιδεολογικοπολιτικούς του προσανατολισμούς και η Νέα Δημοκρατία αναζητεί τρόπους ανασύστασης του κεντροδεξιού χώρου, από τη λαϊκή δεξιά μέχρι τον σκληρό νεοφιλευθερισμό.

Εύλογα αναδύεται το ερώτημα, εάν όλες αυτές οι διεργασίες συνθέτουν ένα πεδίο πολιτικής κινητικότητας, η οποία θε οδηγήσει το πολιτικό σύστημα στις αναγκαίες αλλαγές και τομές, ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση και ταυτοχρόνως τον μετασχηματισμό της σε μια δυναμική οντότητα, ικανή να επιβιώσει σε ένα σκληρά ανταγωνιστικό κόσμο, ο οποίος δεν έχει τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος. Κατ’αρχήν ο βαθμός διακινδύνευσης έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό, διότι από το ένα μέρος το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ρευστότητα και από το άλλο τα πλανητικής εμβέλειας προβλήματα και περισσότερα είναι και μεγαλύτερης έντασης. Αρκεί να αναφερθούν μερικά από αυτά, όπως η κλιματική αλλαγή, η μαζική μετακίνηση πληθυσμών, η σταδιακή μείωση των φυσικών πόρων, η συνεχώς εντεινόμενη ανισορροπία στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Οι πλουσιότεροι άνθρωποι σε παγκόσμιο επίπεδο αυξάνουν την περιουσία τους τρεις φορές πιο γρήγορα από το μέσο όρο (Thomas Piketty, “Capital in the 21th Century”, Harvard University Press, 2014 ). Σύμφωνα με τον Piketty μόνο λίγοι από τους πολύ πλούσιους θεωρητικά θα μπορούσαν σε 30 με 40 χρόνια να φέρουν στην κατοχή τους το παγκόσμιο περιουσιακό φορτίο. Η αποδεκατισμένη μεσαία τάξη θα έχει πολύ μικρή περιουσία και οι φτωχοί απολύτως τίποτα. Εάν συνεχισθεί αυτή η πορεία, τότε ένα μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού θα αντιμετωπίσει ανθρωπιστική κρίση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την συνοχή των κοινωνιών, την δημοκρατία και την ειρήνη. Πέρα όμως από την κατάσταση σε πλανητικό επίπεδο και την σημασία της για την σχεδίαση πολιτικής σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχουν και θέματα ή καλύτερα προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας, τα οποία χρειάζονται αντιμετώπιση. Μέχρι τώρα οι αναγγελίες προθέσεων και οι ιδεοληπτικές προτάσεις εξόδου από την κρίση δεν δείχνουν, ότι η παρατηρούμενη πολιτική κινητικότητα έχει ουσιαστικό χαρακτήρα. Δεν είναι όμως μόνο η απουσία σύγχρονης πολιτικής πρότασης το μοναδικό εμπόδιο στην έναρξη ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των κομμάτων και ιδιαιτέρως αυτών που κινούνται στο χώρο της κεντροαριστεράς. Το κακό είναι, ότι η έννοια του διαλόγου δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο για όλους. Μέχρι τώρα τουλάχιστον δεν κατόρθωσαν να συζητήσουν στο πλαίσιο αναζήτησης σύγχρονης ιδιολογικοπολιτικής ταυτότητας και προοπτικής για τον τόπο. Δυστυχώς ο διάλογος ταυτίζεται με τη λογική της διαπραγμάτευσης πάνω σε θέσεις, οι οποίες κινούνται στη σφαίρα μιας ιδεατής πραγματικότητας με δυνατότητες πρόκλησης φαντασιώσεων στους πολίτες σε σχέση με το μέλλον. Δεν εγγίζουν όμως την ορατή πραγματικότητα και πολύ περισσότερο δεν μπορούν να της προσδώσουν ρεαλιστική και βιώσιμη προοπτική. Με αυτή την έννοια οι παρατηρούμενες διεργασίες δεν ωθούν στις αναγκαίες πολιτικές υπερβάσεις, ώστε να νομιμοποιούνται τα κόμματα να ομιλούν για πολιτική κινητικότητα.