Πολιτική συναίνεση

Χρίστος Αλεξόπουλος 11 Δεκ 2014

Τον τελευταίο καιρό ακούγεται από πολλούς, πολιτικούς και μη, ότι είναι ζωτικής σημασίας ανάγκη για τον τόπο, το πολιτικό σύστημα να λειτουργεί με συναινετική λογική. Επισημαίνεται δε, ότι η μη ύπαρξη συναίνεσης δυσκολεύει την αντιμετώπιση της κρίσης, την οποία βιώνει με βίαιο τρόπο η χώρα, ενώ συμβάλλει στην άμβλυνση της κοινωνικής συνοχής. Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει, αν λάβει υπόψη του την συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, ότι η κρίση σε συνδυασμό με τα νέα δεδομένα της αδυναμίας συγκρότησης κυβέρνησης από ένα κόμμα, ακόμη και με το αντιδημοκρατικό «δώρο» των 50 εδρών στο πλειοψηφούν κόμμα, έχει διαμορφώσει συναινετικές συνθήκες και στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Είναι όμως πράγματι ώριμες οι συνθήκες τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ώστε να υπάρξουν και πολιτικές συναινέσεις;

Κατ΄αρχήν συναίνεση δεν σημαίνει ομοφωνία ούτε και είναι αποτέλεσμα ψηφοφορίας. Πολύ περισσότερο είναι διαδικασία διαλόγου, η οποία οδηγεί στην ενσωμάτωση τόσο των δόκιμων ανησυχιών όσο και των κοινών σημείων των θέσεων των διαλεγόμενων στη διαμόρφωση κοινής πολιτικής στάσης και στη λήψη αποφάσεων, οι οποίες δεσμεύουν το μέλλον. Με άλλα λόγια για να προκύψει συναίνεση πρέπει τα διαλεγόμενα μέρη να είναι σε θέση να κάνουν συμβιβασμούς. Για να είναι η συναίνεση ρεαλιστικός στόχος, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Ως θέμα προκύπτει, όταν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απαραίτητη πλειοψηφία στη Βουλή, ώστε να μπορεί να συγκροτήσει κυβερνητικό σχήμα. Βασική προϋπόθεση όμως είναι η ικανότητα να διαλέγονται πολιτικοί σχηματισμοί και πολιτικό προσωπικό. Και αυτό στην Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι πολύ δύσκολο, διότι η πολιτική δεν βασίζεται σε ρεαλιστικές αναλύσεις της πραγματικότητας σε εθνικό ευρωπαϊκό και πλανητικό πεδίο αλλά σε ιδεοληπτικές αφετηρίες με λαϊκιστικές προεκτάσεις, οι οποίες επαληθεύονται μόνο στο ιδεατό επίπεδο της φαντασίωσης. Γι΄αυτό και το περιεχόμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης εξαντλείται κυρίως στην προσπάθεια τεκμηρίωσης της ανικανότητας του άλλου ως προς την διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας, καθώς και στην υποσχεσιολογία με στόχο την διαμόρφωση μιας εξιδανικευμένης εικόνας για το μέλλον. Σε αυτή την περίπτωση βέβαια επικρατεί το θυμικό στο διάλογο και δημιουργείται αρνητικό κλίμα για την όποια πιθανότητα σύγκλισης. Ο ορθολογισμός παύει να είναι δομικό στοιχείο του διαλόγου και αυτό μειώνει αποφασιστικά την δυνατότητα διαμόρφωσης συναινετικού κλίματος. Εξάλλου όταν το αντικείμενο του διαλόγου δεν είναι το περιεχόμενο ολοκληρωμένου πολιτικού σχεδιασμού, ο οποίος βασίζεται σε συγκεκριμένη στρατηγική και συγκεκριμενοποιείται με μετρήσιμα μεγέθη, τότε η αντιπαράθεση παίρνει τη μορφή παράλληλων μονόλογων. Σε αυτή την περίπτωση η προοπτική της συναίνεσης μετατρέπεται σε «όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας».

Εκτός όμως από τον διάλογο ως προϋπόθεση για την συναίνεση σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να συντρέχουν και άλλοι λόγοι, οι οποίοι έχουν να κάνουν με τις θετικές επιπτώσεις της συναίνεσης στην κοινωνία. Και αυτό το θετικό αποτέλεσμα της συναίνεσης πρέπει να το αντιληφθεί η κοινωνία και κυρίως οι δομές της κοινωνίας πολιτών. Σε αντίθετη περίπτωση θα θεωρηθεί, ότι το έτσι και αλλιώς χωρίς αξιοπιστία και κοινωνική νομιμοποίηση πολιτικό σύστημα συμμαχεί για να επιβιώσει. Με τα σημερινά δεδομένα της διαφθοράς, του πελατειακού συστήματος, της συντεχνιακής λογικής, του πολιτικού χρήματος και της αδιαφάνειας, τα οποία έχουν οδηγήσει το πολιτικό σύστημα στην ανυποληψία σε επικίνδυνο βαθμό, η συναίνεση είναι πολύ δύσκολο να αποκτήσει προοπτική. Οι πολιτικοί θεωρούνται ανειλικρινείς και χωρίς επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα, η οποία είναι, το λιγότερο, σε οικτρή κατάσταση. Αρκεί να αναφερθούν στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) από το πρόσφατο δελτίο τύπου (31.10.2014). Συμφωνα με αυτά το 2013 το 23,1% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν στο όριο της φτώχειας. Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0 – 17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 28,8%. Στην καθημερινότητα των πολιτών η θέα ενός παιδιού να αναζητά τροφή στους κάδους απορριμάτων είναι μια τραυματική εμπειρία, η οποία μετατρέπεται σε θυμό, όταν από το άλλο μέρος ακούει την καθημερινή πολιτική αντιπαράθεση, η οποία δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά πλειοδοτεί σε υποσχέσεις χωρίς αντίκρυσμα. Ο σύγχρονος πολίτης το νιώθει περισσότερο παρά το αντιλαμβάνεται με βάση μια ορθολογική προσέγγιση. Η στατικότητα, η οποία χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα σε ό,τι αφορά ακόμα και την επικοινωνιακή διαχείριση της λειτουργίας του και της υποσχεσιολογίας, που το διακρίνει, το έχει οδηγήσει σε περιθωριακό ρόλο ως προς την προοπτική εξόδου από την κρίση στη συνείδηση των πολιτών. Δεν πείθει, ότι κυβερνά ή αντιπολιτεύεται για την έξοδο από την κρίση του συνόλου της κοινωνίας. Η πλειοψηφία των πολιτών θεωρεί, ότι είτε λειτουργεί προς όφελος των ολίγων εχόντων είτε λαϊκίζει με εξαγγελίες βαρύγδουπων παροχών στο μέλλον, οι οποίες δεν έχουν αντίκρυσμα.

Την δυσοίωνη εικόνα έρχεται να ολοκληρώσει το πολιτικό κλίμα. Το ένα κόμμα «πετάει πέτρες» στο άλλο, οι οποίες συχνά συνοδεύονται και με «λάσπη». Μια υπέροχη πραγματικότητα, γεμάτη αισιοδοξία και προοπτική!

Πολύ χαρακτηριστικά αυτού του κλίματος είναι τα «πολιτικά μυνήματα» για την 28η Οκτωβρίου. Ο πρωθυπουργός, μιλώντας και ως Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας (έχει και εκεί δύσκολο ακροατήριο τώρα), επισημαίνει «τιμούμε εκείνους τους ήρωες που δεν δίστασαν να προσφέρουν ακόμη και τη ζωή τους, για την Ελευθερία, τη Δημοκρατία και την Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια…Εκείνους που έκαναν τον Ελεύθερο Κόσμο να μιλά για το μεγαλείο και την προσφορά της Ελλάδας στους κοινούς αγώνες….. Προχωρούμε τώρα με πίστη στην Πατρίδα μας και εμπιστοσύνη στους Έλληνες, με στέρεα και σίγουρα βήματα να πετύχουμε την ανάταξη της οικονομίας και την ανάταση της κοινωνίας μας…….Η νίκη στην αδυσώπητη αυτή σύγκρουση θα είναι για όλους τους Έλληνες. Γιατί όλοι οι Έλληνες θα μπορούμε πια να πορευτούμε σε νέους δρόμους προοπτικής και ελπίδας». Η εξομοίωση του 1940 με την σημερινή κατάσταση δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τις στοχεύσεις του πρωθυπουργού να διεγείρει εθνικιστικά στερεότυπα στην ελληνική κοινωνία, ώστε να «πάρει τα άρματα» και να αντιμετωπίσει τον σύγχρονο εισβολέα, ο οποίος δεν είναι άλλος από τα λάθη και τις ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος. Αυτά οδήγησαν τη χώρα στην υπερχρέωση και την αδυναμία συμπόρευσης με τη δυναμική της εξέλιξης. Ο πρωθυπουργός βέβαια με αυτό τον εθνικιστικό παροξυσμό προσπαθεί να στρέψει την προσοχή των πολιτών μακριά από τα πραγματικά αίτια της κρίσης, ενώ ο ίδιος αυτοχρίζεται ο ηγέτης της νέας πορείας των Ελλήνων προς τη δόξα.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μιλάει για τον πόλεμο της γενιάς μας, ο οποίος έχει κερδηθεί, έστω και αν πρόκειται για έναν ανορθόδοξο πόλεμο με ασύμμετρες χρηματοοικονομικές απειλές, χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού. Θέτει όμως και μια προϋπόθεση, ότι ο ελληνικός λαός θα σεβαστεί τις θυσίες του και θα έχει ως ύπατο κριτήριο την αλήθεια. Με άλλα λόγια ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ οριοθετεί την κατάσταση στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα ενός ανορθόδοξου πολέμου με ασύμμετρες χρηματοοικονομικές απειλές γενικά και αόριστα, χωρίς να αναφέρει τις εσωτερικές ανισορροπίες και ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος και ιδιαιτέρως όσων διαχειρίσθηκαν κυβερνητική εξουσία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ στο μήνυμα του επιβεβαιώνει την αριστερή του ταυτότητα αναφέροντας, ότι « Η 28η Οκτώβρη 1940 και το έπος της Αντίστασης αποτελούν την μεγαλύτερη απόδειξη δύναμης που έχει ο λαός, όταν οργανώνεται και παλεύει για τα δικαιώματα και για την ανεξαρτησία του» Καταλήγει δε, ότι «αυτοί οι αγώνες σήμερα συνδέονται με την ανατροπή των μνημονίων και των πολιτικών δυνάμεων, που τα στηρίζουν. Με τον αγώνα για μια άλλη πολιτική που θα έχει στον πυρήνα της τις ανάγκες της κοινωνίας, την αλληλεγγύη και την αξιοπρέπεια». Ως προς την λογική, που διέπει αυτή την τοποθέτηση, πρέπει να επισημανθεί, ότι δεν υπάρχει διαφορά με αυτήν της κυβερνητικής πλευράς. Ο εχθρός πάντα έρχεται από έξω. Ακόμη και η κυβέρνηση υπηρετεί ξένα συμφέροντα. Γι’ αυτό πρέπει να φύγει αυτή και να αναλάβει η αξιωματική αντιπολίτευση την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας. Τότε θα φανούν οι τεράστιες δυνατότητες του ελληνικού λαού. Το ίδιο λέει και ο πρωθυπουργός για την αξιωματική αντιπολίτευση. Θεωρεί, ότι θα καταστρέψουν την Ελλάδα.

Σε σχέση με τα άλλα κόμματα οι Ανεξάρτητοι Έλληνες με περίσσευμα εθνικισμού λένε το σύγχρονο ελληνικό ΟΧΙ. «Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες θα συνεχίσουμε αμείωτο τον αγώνα για την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας και το τέλος της κατοχής από το Δ΄(οικονομικό) Ράιχ.» Σχόλια δεν χρειάζονται.

Το Κ.Κ.Ε. επισημαίνει, ότι «η 28η Οκτωβρίου είναι ταυτόχρονα ημέρα έμπνευσης και γνώσης, διδάσκει στο λαό και τη νεολαία να πουν σήμερα το δικό τους ΟΧΙ στην πολιτική της φτώχειας και της εξαθλίωσης, στα αντιλαϊκά μνημόνια διαρκείας, που του επιβάλλουν η Ε.Ε. και οι κυβερνήσεις για τα συμφέροντα του Κεφαλαίου». Η ΔΗΜΑΡ διαπιστώνει, ότι «η επέτειος του εορτασμού της 28η Οκτωβρίου βρίσκει τη χώρα σε μια δύσκολη καμπή και την κοινωνία βυθισμένη στην ανεργία και την ύφεση, αντιμέτωπη με την περιστολή διακαιωμάτων» και το «ΟΧΙ» του 1940 αποτελεί παρακαταθήκη αγώνα και έμπρακτη απόδειξη των δυνατοτήτων του ελληνικού λαού να προσδιορίσει αυτός τη μοίρα και τις προοπτικές του».

Αν εξαιρεθεί ως ένα βαθμό η τοποθέτηση της Δημοκρατικής Αριστεράς, η οποία αποφεύγει τις κορώνες και τον αριστεροδεξιό εθνικισμό, τα υπόλοιπα κόμματα λιθοβολούν αλλήλους με στόχο το πολιτικό όφελος, παρά τα κοινά δομικά χαρακτηριστικά του «πολιτικού» λόγου, τον οποίο εκφέρουν. Κοινό χαρακτηριστικό είναι η λογική της μη ανάληψης ευθυνών για την κατάσταση στη χώρα, οι οποίες μετατίθενται στον εξωτερικό παράγοντα καθώς και η πλειοδοσία στις δυνατότητες του ελληνικού λαού, οι οποίες υπερβαίνουν την πραγματικότητα και κινούνται σε εξιδανικευμένο επίπεδο. Η συναίνεση όμως μπορεί να οικοδομηθεί στη βάση της αναζήτησης συγκλίσεων πάνω σε ολοκληρωμένες πολιτικές προτάσεις με μετρήσιμα αποτελέσματα, οι οποίες γίνονται αντικείμενο διαλόγου. Και αυτό προς το παρόν φαίνεται ανέφικτο. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να κάνει ριζικές αλλαγές ως προς την ταυτότητα του και να ακολουθήσει με μεγάλη ταχύτητα τη δυναμική της εξέλιξης. Και δεν είναι σίγουρο, ότι θα προλάβουμε, διότι είμαστε πολύ αργοί, απελπιστικά αργοί. Περιττό να αναφερθεί, ότι η έλλειψη συναίνεσης σηματοδοτεί και την ύπαρξη ελλειματικής Δημοκρατίας, η οποία έχει εκφυλισθεί σε μηχανισμό ανάδειξης κυβερνήσεων και όχι εκπροσώπησης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού με την ύπαρξη συναινέσεων. Δυστυχώς αυτή η κατάσταση φαίνεται, ότι θα συνεχισθεί. Το πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο η αδυναμία διαλόγου του πρωθυπουργού και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την στάση της Ελληνικής κυβέρνησης στην διαπραγμάτευση με την Τρόικα και μάλιστα λίγο πριν την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο. Για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Βενιζέλος είναι περιττός, αν και το κόμμα του είναι εταίρος στην κυβέρνηση. Τελικά δεν υπάρχει ελπίδα ούτε για διάλογο και πολύ περισσότερο ούτε για συναίνεση.