Φοβικά πολιτικά διλλήματα

Χρίστος Αλεξόπουλος 18 Μαϊ 2014

Τριπλές εκλογές 2014 (δήμοι, περιφέρειες, Ευρωεκλογές) και η παράδοση συνεχίζεται, αν και αυτή τη φορά η αξιωματική αντιπολίτευση εκφράζει, όπως η ίδια αυτοπροσδιορίζεται, τον χώρο της αριστεράς. Η δαιμονοποίηση του αντιπάλου και τα φοβικά διλλήματα σε περίπτωση επικράτησης του δεν σταματούν να κυριαρχούν στους παράλληλους μονόλογους, τους οποίους αρθρώνουν κόμματα και πολιτικό προσωπικό. Ο διλληματικός χαρακτήρας της προεκλογικής αντιπαράθεσης βέβαια δεν αφορά μόνο στα δύο μεγαλύτερα κόμματα, αλλά στο σύνολο του πολιτικού συστήματος.

Τα δύο κόμματα της κυβερνητικής πλειοψηφίας προσάπτουν στην αξιωματική αντιπολίτευση όχι μόνο πολιτική ανεπάρκεια και ανευθυνότητα λόγω έλλειψης αξιόπιστης πρότασης εξόδου από την κρίση, η οποία πλήττει τη χώρα, αλλά και επικινδυνότητα, διότι είναι πολύ πιθανό, αν όχι βέβαιο, ότι θα οδηγήσει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης και Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα την πτώχευση της. Η προοπτική αυτή συμπληρώνεται και με την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, πάντα σύμφωνα με τα κόμματα της κυβερνητικής πλειοψηφίας, να διαχειρισθεί τα εθνικά θέματα και ιδιαιτέρως αυτό της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη και το θέμα της ονομασίας της FYROM (πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας).

Είναι γνωστές οι μειοψηφικές απόψεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για έξοδο της χώρας από τη ζώνη του Ευρώ και την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Στο πλαίσιο μάλιστα της προεκλογικής αντιπαράθεσης γίνονται και «βαθυστόχαστες» κρίσεις, όπως αυτή του ιστορικού στελέχους του Μανώλη Γλέζου για το ευρώ και την Ευρωζώνη: «Έχουν γεννηθεί πολλά θέματα γύρω από αυτό το πρόβλημα και υπάρχουν πολλές σκέψεις. Αλλά ας μου επιτραπεί να το εμβαθύνουμε: Το χρήμα θα εξετάσουμε ή τη μορφή του χρήματος; Ο ρόλος του χρήματος έχει τη σημασία και αυτό πρέπει να δούμε, όχι τη μορφή του χρήματος. Η μορφή του χρήματος δεν θα είναι το κίνητρο μας. Θα τη βρούμε. Αν μας συμφέρει, θα παραμείνουμε. Αν δεν μας συμφέρει, δεν θα παραμείνουμε».

Παραλλήλως υποψήφιοι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζουν απόψεις περί «τουρκικής μειονότητας», η οποία μάλιστα χαρακτηρίζεται ως «πράγμα», ή γίνεται αναφορά στη «Μακεδονία», και στους «Μακεδόνες» των Σκοπίων.

Αυτές οι απόψεις ή χαρακτηρισμοί αποτελούν την αφετηρία για την οικοδόμηση της προεκλογικής επικοινωνιακής τακτικής των κομμάτων της κυβερνητικής πλειοψηφίας, τα οποία συμπεραίνουν, ότι η αξιωματική αντιπολίτευση είναι επικίνδυνη για το μέλλον του τόπου σε περίπτωση ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας. Το ΠΑΣΟΚ μάλιστα φτάνει στο σημείο να προειδοποιεί για κίνδυνο πολιτικής αστάθειας, εάν η ΕΛΙΑ δεν πάρει ικανοποιητικό ποσοστό στις ευρωεκλογές, το οποίο δεν προσδιορίζει όμως.

Από την άλλη πλευρά τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνουν την επικοινωνιακή τους τακτική στην ακολουθούμενη από την κυβέρνηση μνημονιακή πολιτική αυστηρής λιτότητας για την επίτευξη της δημοσιονομικής εξυγίανσης και τις επιπτώσεις της στην ελληνική κοινωνία. Επισημαίνεται στον ελληνικό λαό, ότι η πολιτική αυτή προκαλεί ανθρωπιστική κρίση και φτωχοποίηση, ενώ διαλύει την κοινωνική συνοχή και καταδικάζει τη χώρα σε μια προβληματική οικονομική πορεία για πολλά χρόνια. Επίσης χάνεται η εθνική κυριαρχία και η λήψη αποφάσεων μεταφέρεται στους δανειστές.

Βασιζόμενος σε αυτά τα δεδομένα ο ΣΥΡΙΖΑ δαιμονοποιεί τα κόμματα της κυβερνητικής πλειοψηφίας και κυρίως το ισχυρότερο και ζητά από τον ελληνικό λαό να δώσει μία και μόνη εντολή στις ευρωεκλογές: «Να φύγει η κυβέρνηση της υποτέλειας». Ο πρόεδρος του μάλιστα κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στον υποψήφιο ευρωβουλευτή Μανώλη Γλέζο τον χαρακτήρισε «άνθρωπο που έχει αποδείξει, ότι και οι σιδερόφρακτοι είναι ανίσχυροι μπροστά στη θέληση των λαών για ελευθερία, ανεξαρτησία και πρόοδο. Που είναι έτοιμος να μας οδηγήσει και πάλι, για να κατεβάσουμε τη σημαία των μνημονίων της λιτότητας, της υποτέλειας, της υποταγής, του φόβου από την Ακρόπολή. Που είναι έτοιμος και ακούραστος να μας οδηγήσει να διεκδικήσουμε ανυποχώρητα αυτό που η Γερμανία χρωστάει, όχι μόνο σε εμάς, αλλά σε όλους τους λαούς της Ευρώπης». Και για να μην γίνεται έμμεση αναφορά μόνο στο ένδοξο και ηρωικό παρελθόν, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφιος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μεταφέρει τις εντυπώσεις του από πρόσφατη ευρωπαϊκή περιοδεία του και στο πλαίσιο μιας ιδιόμορφης υπερβολής τονίζει, ότι «όλη η Ευρώπη μιλά για τον ΣΥΡΙΖΑ» και «περιμένει από τον ΣΥΡΙΖΑ να κάνει την μεγάλη ανατροπή στην Ελλάδα και να ανάψει τη σπίθα της αλλαγής σε όλη την Ευρώπη». Με κίνδυνο δε να κατηγορηθεί, ότι χαρακτηρίζεται από μικρομεγαλισμό και αμετροέπεια, ο πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημειώνει: «Στον ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν ελπίδες εκατομμύρια Ευρωπαίοι που υποφέρουν από τις πολιτικές της κυρίας Μέρκελ και της ευρωπαϊκής ιερής συμμαχίας. Κι εμείς υποσχόμαστε να μην τους απογοητεύσουμε. Ούτε τους Έλληνες, ούτε τους Ευρωπαίους.»

Εάν λάβει κάποιος υπόψη του αυτές τις απόψεις, τόσο των κομμάτων της κυβερνητικής πλειοψηφίας όσο και αυτών της αντιπολίτευσης και ιδιαιτέρως της αξιωματικής, πραγματικά οδηγείται είτε σε φοβικά σύνδρομα, αν η πολιτική του λειτουργία βασίζεται στο θυμικό, είτε σε αποστασιοποίηση από το πολιτικό σύστημα και αναζήτηση πολιτικής προοπτικής, χωρίς προς το παρόν τουλάχιστον να υπάρχει συγκροτημένο πολιτικό υποκείμενο, το οποίο να ανοίγει αξιόπιστη προοπτική για το μέλλον. Σίγουρα όμως ο Έλληνας πολίτης δεν ακούει καμία πρόταση για το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά. Εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης στο πλαίσιο της Ευρώπης δεν κοινοποιείται ούτε από τα κυβερνητικά κόμματα ούτε από την αντιπολίτευση. Απλά είτε ακολουθείται η επιβαλλόμενη πολιτική, είτε γίνεται επίκληση ιδεοληπτικών φαντασιώσεων χωρίς ρεαλιστικό και με μετρήσιμους ενδιάμεσους και τελικούς στόχους σχεδιασμό εξόδου από την κρίση και μετάβαση στην βιώσιμη ανάπτυξη. Γι’αυτό και οι υπερβολές της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως προς το ρόλο της, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την διαμόρφωση πλειοψηφικού ρεύματος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις μετρήσεις δημοσκοπικού χαρακτήρα.

Οι αυθαίρετοι ισχυρισμοί τόσο της κυβερνητικής πλευράς όσο και της αντιπολιτευτικής τελικά προκαλούν ανασφάλεια και απαισιοδοξία και καλλιεργούν το φόβο σε σχέση με το μέλλον, ενώ οδηγούν σε μια εσωστρεφή, εθνικιστικού τύπου λειτουργία χωρίς προοπτική κοσμοπολιτισμού και συμπόρευση με τις ανοιχτές, δυναμικές ανεπτυγμένες κοινωνίες. Και αυτό δεν θα έχει θετικές επιπτώσεις σε μια κοινωνία, όπως η ελληνική, η οποία είναι γηράσκουσα και ταυτοχρόνως μη παραγωγική πολιτισμικά και οικονομικά, ενώ δεν διαθέτει και δυναμικές κοινωνικές δομές. Οι μεγαλοστομίες τόσο της μιας πλευράς, ότι σε λίγο το φως στην άκρη του τούνελ θα γίνει ηλιόλουστη μέρα, όσο και της άλλης, ότι στις εκλογές του 2014 ο ελληνικός λαός ψηφίζει ή Μέρκελ και καταστροφή ή Τσίπρα και άσπρη μέρα, δεν βοηθούν. Πολύ περισσότερο κρύβουν τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας κάτω από το χαλί και θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον αυτού του τόπου. Δείχνουν δε άγνοια της ευρωπαϊκής πολιτικής και των γενικότερων εξελίξεων σε πλανητικό επίπεδο, ενώ φανερώνουν, ότι δεν λαμβάνουν υπόψη την αλληλεξάρτηση των οικονομικών και πολιτισμικών παραμέτρων σε παγκόσμιο επίπεδο. Δυστυχώς αυτά αφορούν στο σύνολο του πολιτικού συστήματος, το οποίο από το ένα μέρος έχει εσωτερικά προβλήματα και από το άλλο είτε δεν συνειδητοποιεί την έλλειψη πολιτικής δυναμικής και την ανάγκη ταχύτερης διαχείρισης του χρόνου για την υπέρβαση αυτών των προβλημάτων. Πώς να το κάνουν δε, όταν δεν μελετούν τις κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται και τις επιπτώσεις τους στον τρόπο σκέψης του σύγχρονου ανθρώπου και κυρίως των νέων, σε συνδυασμό και με τις δυνατότητες που ανοίγουν η γνώση και οι τεχνολογικές της εφαρμογές. Ο εμπειρισμός, η ιδεοληψία και η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού χαρακτηρίζουν το σύνολο των κομμάτων από τη δεξιά μέχρι την αριστερά. Γι’αυτό η Νέα Δημοκρατία πλειοδοτεί σε μια πολιτική δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο ισχύει και για την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορεί τα κόμματα της κυβερνητικής πλειοψηφίας για προδοσία, και υποταγή στις επιταγές ξένων συμφερόντων, πίσω από τα οποία είναι το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, μπροστά όμως είναι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Οπότε σε περίπτωση που η διεκδίκηση διαγραφής χρέους απορριφθεί από τους εταίρους, μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα απευθυνθεί στον «κυρίαρχο λαό» με δημοψήφισμα. Μόνο που θα είναι ήδη διαμορφωμένες οι συνθήκες, οι οποίες θα οριοθετούν τις εξελίξεις για την λήψη αποφάσεων και ο «κυρίαρχος λαός» θα κληθεί να αποφασίσει, για μια πορεία που θα είναι ήδη προδιαγεγραμμένη από τον διοργανωτή του δημοψηφίσματος.

Όσο για τα κόμματα της κεντροαριστεράς, ονειρεύονται να καθορίσουν τις εξελίξεις μετά τις εκλογές σε σχέση με την ανασύσταση του χώρου του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού. Δυστυχώς δεν αντιλαμβάνονται την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ιδεολογικοπολιτικής τους ταυτότητας σε μια κοινωνία, η οποία μετασχηματίζεται και μια Ευρώπη, η οποία αναζητεί τον σχεδιασμό του μέλλοντος της σε χρόνο, που κινείται με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν και το πολιτικό της σύστημα.

Τελικά τα φοβικά πολιτικά διλλήματα των κομμάτων φανερώνουν, ότι είναι αποτέλεσμα της δικής τους ανεπάρκειας να ηγηθούν της πορείας της χώρας στο μέλλον. Μιας πορείας, η οποία σε πολιτικό επίπεδο θα βασιζόταν σε ουσιαστικό διάλογο και αναζήτηση λύσεων των προβλημάτων σε βάθος χρόνου, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια και η βιώσιμη προοπτική. Υπάρχουν πολλοί τομείς, οι οποίοι δεν έχουν ιδεολογική αναφορά και η συναίνεση είναι εφικτή. Αρκεί να αναφερθεί η οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης. Για τα ελληνικά κόμματα και αυτό είναι ακατόρθωτο, διότι δεν έχουν προτάσεις, ενώ ταυτοχρόνως δεν έχουν απαλλαγεί από τα αρνητικά σύνδρομα του παρελθόντος, όπως π.χ. η πελατειακή και η συντεχνιακή λογική.