Μονοδιάστατη πολιτική πραγματικότητα

Χρίστος Αλεξόπουλος 11 Μαϊ 2014

Είναι γεγονός, ότι οι φαντασιώσεις, οι οποίες φτάνουν να αποκτούν και μεταφυσικού τύπου προεκτάσεις, αποτελούν μια από τις «πρώτες ύλες» της πρακτικής, που ακολουθούν οι πολιτικοί στον τομέα της πολιτικής επικοινωνίας σε προεκλογική περίοδο και μάλιστα τριπλή (Τοπική Αυτοδιοίκηση, Περιφέρειες, Ευρωεκλογές). Αυτόν τον κανόνα ακολούθησε και ο Έλληνας πρωθυπουργός με αφορμή την Ανάσταση, όταν ευχόμενος στον ελληνικό λαό είπε, «Το φως, που έχει ο λαός στην ψυχή του, θα βγάλει όλους τους Έλληνες νικητές». Αναφέρεται βεβαίως στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης. Αυτό όμως ισχύει κάτω από προϋποθέσεις, ακόμα και αν αρχίσει η ανάκαμψη, όπως αναμένεται. Πρώτα θα παρουσιάσουν βελτίωση «οι αριθμοί» και μετά από αρκετά χρόνια θα αρχίσει να γίνεται αισθητή η κοινωνική ευημερία. Οπότε για μακρύ χρονικό διάστημα η όποια μορφή διαχείρισης αρμοδιοτήτων σε αποκεντρωμένο επίπεδο, όπως είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση, θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις της πολιτικής, την οποία ακολούθησαν οι κυβερνήσεις και γενικότερα το πολιτικό σύστημα με την στάση του στο παρελθόν. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις αναρωτιέται κανείς, ποιες θα πρέπει να είναι οι στοχεύσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στα επόμενα χρόνια, ώστε να αποκτήσει δυναμικά χαρακτηριστικά και να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του μέλλοντος.

Επειδή δε οι ονειροφαντασιές τύπου «….το φως που έχει ο λαός στην ψυχή του….» σε μια κοινωνία, η οποία βίαια γνώρισε και έμαθε, ας ελπίσουμε, ότι δεν ισχύουν, καλό θα είναι οι αυτοδιοικητικοί να ασπασθούν σε όλες της τις διαστάσεις τη φράση «οι άνθρωποι μπορεί να αμφισβητούν όσα λες, αλλά θα πιστέψουν αυτά που κάνεις», την οποία έχει αναρτήσει στο λογαριασμό του στο twitter ο αντιδήμαρχος Ηλιούπολης Κώστας Σεφτελής. Αυτή η φράση ή μάλλον η πραγμάτωση της αποτελεί προϋπόθεση για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και τομές, τις οποίες πρέπει να κάνουν οι τοπικές κοινωνίες και η αυτοδιοικητική τους έκφραση, ώστε να πορευθούν με μεγαλύτερη ευελιξία και να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα, τα οποία διαμορφώνουν η παγκοσμιοποίηση και η μεγάλη ταχύτητα στη δυναμική της εξέλιξης. Αυτό σημαίνει, ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση κατεπειγόντως πρέπει να ισορροπήσει την διαχείριση των επιπτώσεων της πολιτικής σε εθνικό επίπεδο με τον σχεδιασμό ενός μέλλοντος, το οποίο απαιτεί από τις τοπικές κοινωνίες διαφορετική λειτουργία. Μια λειτουργία, η οποία προϋποθέτει μεγαλύτερη πολιτισμική ευελιξία και ανεκτικότητα καθώς και ικανότητα δημιουργίας κοινωνικών δομών, οι οποίες διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη δυναμική, ενώ μπορούν να κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα και να εκφράζουν το κοινωνικό συμφέρον.

Ανάλογα με αυτές τις στοχεύσεις και την επάρκεια του πολιτικού σχεδιασμού για την επίτευξη τους θα πρέπει να είναι και τα κριτήρια στην διαμόρφωση των επιλογών της τοπικής κοινωνίας, προκειμένου να ασκήσει το δημοκρατικό δικαίωμα του εκλέγειν. Προς αυτή την κατεύθυνση θα έπρεπε να πορεύεται και ο όποιος διάλογος αναπτύσσεται τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στις τοπικές κοινωνίες. Δυστυχώς όμως δεν γίνεται. Απεναντίας καλλιεργείται κλίμα πόλωσης, ενώ το πολιτικό σύστημα, με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τον ρόλο των κομμάτων στην κεντρική πολιτική σκηνή, προσπαθεί με διλληματικά ερωτήματα να χρησιμοποιήσει τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές για την επίτευξη στόχων, οι οποίοι αφορούν στην κεντρική πολιτική σκηνή. Και ενώ το ισχυρότερο πολιτικό κόμμα της κυβερνητικής πλειοψηφίας προσπαθεί να επικοινωνήσει με πολιτικές φαντασιώσεις, σε σχέση με την προοπτική της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης και τις θετικές επιπτώσεις στις τοπικές κοινωνίες, η αντιπολίτευση με ηγέτη την αξιωματική αντιπολίτευση κινείται στον αντίποδα. Κυριαρχεί η λογική του άσπρου / μαύρου και η προσπάθεια αποφυγής ενός διαλόγου, ο οποίος θα είναι ουσιαστικός και θα βασίζεται σε επεξεργασμένα και τεχνοκρατικά τεκμηριωμένα μακροπρόθεσμα σχέδια για το μέλλον των τοπικών κοινωνιών και του τόπου γενικότερα.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Εκτός από τις τοπικές και περιφερειακές εκλογές, το ίδιο χρονικό διάστημα διεξάγονται και οι ευρωεκλογές. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο διάλογος σε σχέση με την Ευρώπη. Απουσιάζει η όποια πρόταση για το μέλλον της Ευρώπης και της Ελλάδας σε αυτήν. Απλά τίθενται διλλήματα, τα οποία σχετίζονται με την απαγκίστρωση της χώρας από την κρίση και εκφράζεται η βεβαιότητα του κάθε κόμματος για την ικανότητα του να την αντιμετωπίσει και να βγάλει τον τόπο στο ξέφωτο. Έτσι ακούγονται ισχυρισμοί από την αξιωματική αντιπολίτευση, ότι στις τριπλές εκλογές του Μάιου 2014 οι Έλληνες ψηφίζουν με βάση το ερώτημα Μνημόνιο ή έξοδος από την κρίση αλλά και το ομολογουμένως καταπληκτικό «Ελλάδα ή Μέρκελ». Κουβέντα δεν ακούγεται για προτάσεις, οι οποίες θα κάνουν το μέλλον των τοπικών κοινωνιών βιώσιμο ή θα οριοθετήσουν την πορεία της Ευρώπης σε ένα μέλλον, στο οποίο θα πρέπει να επιλυθούν αρκετά και σημαντικά προβλήματα. Από τη γήρανση των κοινωνιών και την αντιμετώπιση των μαζικών μεταναστευτικών εισροών μέχρι την αναγκαία διαπολιτισμική προσέγγιση και όσμωση, την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, τον γεωπολιτικό της ρόλο καθώς και τη διαχείριση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Βεβαίως όλοι, κόμματα και πολιτικοί, μιλάνε για την ανάγκη ενός σχεδίου εθνικής ανασυγκρότησης, ώστε να διασφαλισθεί η βιώσιμη ανάπτυξη και η ευημερία της ελληνικής κοινωνίας. Μόνο που ακόμη δεν έχουν δώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο σε αυτό το αίτημα όλων, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Πώς να γίνει εξάλλου, όταν δεν έχουν πρόταση για εθνική και ταυτοχρόνως ευρωπαϊκή στρατηγική, ούτε και είναι σε θέση να κάνουν ουσιαστικό διάλογο με στόχο τη συναίνεση. Γι’αυτό και δεν υπάρχει συνέχεια. Αρκούνται στην λεκτική αντιπαράθεση των ιδεοληψιών, τις οποίες αρθρώνουν προεκλογικά, υποσχόμενοι ακόμη και ταχυδακτυλουργικού χαρακτήρα εξαφάνιση των προβλημάτων, για την δημιουργία των οποίων έχουν μεγάλο μέρος της ευθύνης. Δεν διστάζουν δε να χαϊδεύουν την ελληνική κοινωνία, ακόμη και όταν γνωρίζουν, ότι πρέπει να γίνουν βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν θα είναι ευχάριστες. Το πελατειακό σύστημα για παράδειγμα δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει. Αυτό θα ξεβολέψει όχι μόνο το πολιτικό σύστημα αλλά και την κοινωνία. Η κυριαρχία του λαϊκισμού είναι πρωτοφανής. Γι’αυτό ευδοκιμεί η λογική του «αποδιοπομπαίου τράγου». Για τα προβλήματα μας φταίνε οι άλλοι. Γι’αυτό και η επίλυση τους προϋποθέτει την «κήρυξη πολέμου» εναντίον τους. Αυτό βέβαια το εννοούν μόνο σε λεκτικό επίπεδο. Ο νυν πρωθυπουργός αποτελεί ένα καλό παράδειγμα Πριν αναλάβει την κυβερνητική εξουσία μιλούσε κατά του μνημονίου, ενώ μετά μετετράπη σε αξιόπιστο διαχειριστή του. «Ουδείς αναμάρτητος».

Όλα αυτά τα αντιφατικά δεδομένα διαμορφώνουν μια μονοδιάστατη πολιτική πραγματικότητα, της οποίας η διαφοροποίηση ανάλογα με το πλαίσιο αναφοράς της (Δήμος, Περιφέρεια, Ευρώπη) καθίσταται ανέφικτη. Από το άλλο μέρος στο επίπεδο της κοινωνίας διαπιστώνεται μια αποστασιοποίηση μεν από το πολιτικό σύστημα και γενικότερα από θεσμούς, οι οποίοι ελέγχονται από αυτό, όπως είναι ο συνδικαλιστικός χώρος, όμως ακόμη δεν έχουν δρομολογηθεί διαδικασίες διαλόγου και πολιτικής ωρίμανσης, ώστε να υπάρξει πολιτική έκφραση με εναλλακτικά και πολυδιάστατα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Οι όποιες κινήσεις γίνονται προς το παρόν, εξαντλούν το βεληνεκές τους στην έκφραση του αδιεξόδου, στο οποίο βρίσκεται η ελληνική κοινωνία και στην κοινοποίηση των «καλών τους προθέσεων». Μόνο που αυτό δεν αρκεί και οι εξελίξεις τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε πλανητικό επίπεδο τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα. Όποιος προλάβει και αντέξει αυτή τη δυναμική έχει καλώς. Ειδάλλως αρκείται «στο φως που έχει ο λαός στην ψυχή» ή στο δίλλημα «Ελλάδα ή Μέρκελ» και προσδοκά το θαύμα της ιδεοληπτικής λειτουργίας. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση το θαύμα θα αποκτήσει σάρκα και οστά σε μεταφυσικό επίπεδο. Αρκεί να το πιστεύει κάποιος και να ελπίζει για τις επερχόμενες γενιές.