Ρώμη, 2017

Κώστας Μποτόπουλος 30 Μαρ 2017

Στο μέτρο που είναι σώφρον να συνάγει κανείς συμπεράσματα από μια επετειακή Διακήρυξη, και μάλιστα σε εποχές που τα λόγια χάνουν όλο και περισσότερο τη σημασία τους, τα συμπεράσματα από τη Διακήρυξη της Ρώμης της 25ης Μαρτίου θα μπορούσαν να είναι τα ακόλουθα:

  • Το κείμενο αρχίζει με την «περηφάνια» για τα επιτεύγματα της Ένωσης –και δεν έχει άδικο. Οι δυσκολίες της συγκυρίας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας κάνουν να ξεχνούμε, ή να υποτιμούμε, όχι μόνο το δρόμο που διανύθηκε αλλά το τι και πώς χτίστηκε: θεσμοί εντελώς πρωτότυποι και, κόντρα σχεδόν στη λογική (ιδίως στη λογική της διαρκούς διεύρυνσης), λειτουργικοί΄ ενότητα, μέσα από τα συντρίμμια των πολέμων και, παραπάνω από κάθε προσδοκία, διαρκής. «Από όνειρο λίγων σε ελπίδα πολλών», όπως λέει το κείμενο, μόνο που δυσκολεύεται –δεν κάνει καν προσπάθεια- να δώσει νέο περιεχόμενο στην ελπίδα. Ίσως αυτό να είναι το κακό με τα όνειρα: όταν γίνουν πραγματικότητα, δεν αφήνουν περιθώριο για ελπίδα.
  • Μετά τα επιτεύγματα, οι προκλήσεις. «Χωρίς προηγούμενο» κατά τους ηγέτες της Ευρώπης –άρα δοκιμάζουν και με τρόπο πρωτόγνωρο τα επιτεύγματα. Στην πρώτη γραμμή, οι σχετικές με την ασφάλεια προκλήσεις-προβλήματα: περιφερειακές συγκρούσεις, τρομοκρατία (η τρομοκρατία κεντρικό πρόβλημα της Ευρώπης: οι ισλαμιστές έχουν ήδη κερδίσει τον πρώτο γύρο), μεταναστευτικές πιέσεις. Μετά μια εντελώς νέα οικονομική πρόκληση, που μας έρχεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ύφος και στον ατζέντα του νέου Αμερικανού Προέδρου: ο προστατευτισμός –νοούμενος, φαντάζομαι, ως απειλή για τα ανοιχτά σύνορα του εμπορίου αλλά και των ιδεών. Τελευταίες και καταϊδρωμένες οι ανισότητες, και μάλιστα πρώτα οι οικονομικές και μετά οι κοινωνικές, για τις οποίες πάλεψε και θριαμβολόγησε ο ημέτερος Πρωθυπουργός
  • Ως μέθοδο –εδώ χύθηκε πολύ μελάνι αλλά και άφθονη άγνοια- η Διακήρυξη προβάλλει την ενίσχυση και ενδυνάμωση της «ενότητας» και της «αλληλεγγύης», αλλά με δυνατότητα δράσης «με διαφορετικούς ρυθμούς και διαφορετική ένταση, προχωρώντας στην ίδια κατεύθυνση, όπως το κάναμε στο παρελθόν». Πάντα υπό την επιφύλαξη ότι οι ηγέτες ή οι σύμβουλοί τους ζύγισαν τα λόγια τους όσο τα κοσκινίζουμε εμείς, αυτά σημαίνουν: πρώτον, ότι οι «διαφορετικές ταχύτητες» δεν είναι επιταγή αλλά λύση ανάγκης: «εφόσον χρειαστεί» (μάλλον όμως υπονοείται ότι φτάσαμε ήδη στην κατάσταση ανάγκης)΄ δεύτερον ότι, εάν τεθούν σε εφαρμογή, στόχο έχουν να λειτουργήσουν προωθητικά, για να πείσουν, ή ακόμα και να σύρουν, τους λιγότερο πρόθυμους, και όχι διαφοροποιητικά, για να δημιουργήσουν ένα παράλληλο και ισχυρότερο κύκλωμα εξουσίας΄και τρίτον, ότι δεν πρόκειται να γίνει χρήση, κατά προτεραιότητα τουλάχιστον, των νέων θεσμικών διόδων της Συνθήκης της Λισαβόνας, ιδίως της «μόνιμης ενισχυμένης συνεργασίας», εφόσον η πορεία θα έχει πυξίδα την ευρωπαϊκή πολιτική παράδοση: «όπως το κάναμε ως τώρα», δηλαδή άτυπα και με μικρά βήματα.
  • Οι στόχοι ακολουθούν και αντανακλούν τις προκλήσεις. Πρώτη η ασφάλεια –με κορυφαία ανάμεσα σε όλες τις δράσεις μια μεταναστευτική πολιτική «αποτελεσματική, υπεύθυνη και εγγεγραμμένη στο μακρύ χρόνο», δηλαδή με όλα τα στοιχεία που δεν έχει ως τώρα. Για να κριθεί ευμενώς από την Ιστορία, η Διακήρυξη της Ρώμης θα πρέπει τουλάχιστον να δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα για μια εντελώς διαφορετική μεταναστευτική πολιτική –αυτό κι αν είναι παράτολμο στοίχημα. Ακολουθεί η ευημερία σε συνδυασμό με την αειφόρο ανάπτυξη –η Ευρώπη φαίνεται να διαλέγει, και δεν είναι παράλογο, πρώτα ανάπτυξη, μετά περιβάλλον, ή, με άλλα λόγια, την προστασία του περιβάλλοντος στην υπηρεσία της οικονομίας και όχι ως φραγμό της. Έπεται η «κοινωνική Ευρώπη», με γενικότητες περί προστασίας και προόδου αλλά με δύο κρίσιμα πίσω από τις γραμμές στοιχεία: η κοινωνική πρόοδος και σύγκλιση πάνε χέρι-χέρι με την Κοινή Αγορά –πάει η «αριστερή» οπτική μιας «Ευρώπης των εργαζομένων»΄ και πουθενά, σ’ ένα μακρύ κατάλογο που περιλαμβάνει όλα τα κλασικά –κοινωνικά συστήματα, κοινωνικούς εταίρους, ισότητα φύλων, πάλη εναντίον της ανεργίας, των διακρίσεων, του κοινωνικού αποκλεισμού, της φτώχειας και τελευταίο και καταϊδρωμένο τον πολιτισμό-, πουθενά λέξη για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις –πάει, κι ας απείλησε ακόμα και με αποχή, το όνειρο του Πρωθυπουργού μας να αφήσει τη σφραγίδα του στην πορεία της Ευρώπης.
  • Το ότι η «δυνατή Ευρώπη στη διεθνή σκηνή» έρχεται ως τελευταίος στόχος, και μάλιστα με μόνη ουσιαστική πρόταση μια «πιο ανταγωνιστική και κοινή αμυντική βιομηχανία» μιλάει από μόνο του. Όπως και το ότι, μετά από όλα αυτά, έρχεται η πρώτη μνεία ότι «θα ακούσουμε τους πολίτες». Το «κοινό μας μέλλον», φράση με την οποία τελειώνει η Διακήρυξη, μάλλον θα είναι «κοινό» α-αλ Όργουελ: πιο κοινό για κάποιους (την πολιτική τάξη) από ό,τι για κάποιους άλλους (τους λαούς).

 

Τρεις μέρες μετά άρχισε η επίσημη διαδικασία του Μπρέξιτ. Και η Ευρώπη ξαναπροσγειώθηκε, τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να καταλάβει τη διαφορά, από τις υψιπετείς διακηρύξεις στην επώδυνη πράξη.