Η σύγχρονη πραγματικότητα τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο δείχνει, ότι η διαχείριση της δυναμικής της εξέλιξης δεν έχει βιώσιμη προοπτική στα διάφορα πεδία δραστηριοποίησης των κοινωνιών και ιδιαιτέρως των ανεπτυγμένων και ισχυρών γεωπολιτικά, οι οποίες οριοθετούν σε πολύ μεγάλο βαθμό την κατεύθυνση της πορείας των κοινωνιών της παγκόσμιας κοινότητας προς το μέλλον.
Η προσέγγιση και ανάλυση των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών και των επιπτώσεων της ακολουθούμενης κατεύθυνσης της δυναμικής της εξέλιξης αποκαλύπτουν την μη βιώσιμη προοπτική της.
Για παράδειγμα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (European Insurance and Occupational Pensions Authority, EIOPA) με έδρα την Φρανκφούρτη «ένας στους πέντε ευρωπαίους κινδυνεύει να ζήσει σε συνθήκες φτώχειας στα γηρατειά».
Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός γερνάει πολύ γρήγορα και στα επόμενα 40 χρόνια θα αντιστοιχούν 1,5 εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο, δηλαδή οι μισοί από όσους υπάρχουν σήμερα. Οι προτεινόμενες λύσεις (π.χ. στην Γαλλία και στην Γερμανία) ουσιαστικά οδηγούν στην εξατομίκευση του προβλήματος και την «χρέωση» του στους πολίτες.
Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα η γήρανση του πληθυσμού σε συνδυασμό με την μείωση των γεννήσεων δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ευρύτερες ανισορροπίες. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) η Ελλάδα έως το 2035 θα χρειασθεί 2 εκατομμύρια εργαζόμενους.
Λόγω των μεγάλης έκτασης συνταξιοδοτήσεων και των αναγκών για νέες ειδικότητες σε συνδυασμό με το δημογραφικό διαμορφώνεται ένα εκρηκτικό μίγμα, που θα έχει παρενέργειες και στον οικονομικό τομέα, εάν δεν ληφθούν λειτουργικά μέτρα στο πλαίσιο μακροπρόθεσμου σχεδιασμού με ολιστική οπτική. Πρέπει δε να αναφερθεί, ότι από τα 2 εκατομμύρια οι 646.000 θέσεις εργασίας είναι υψηλού επιπέδου ειδίκευσης. Εάν συνεχισθεί αυτή η πορεία, θα πληθαίνουν και θα διευρύνονται οι ανισορροπίες.
Επίσης εξαιρετικά επικίνδυνη είναι η μέχρι τώρα διαχείριση του δημογραφικού προβλήματος και η μη αντιμετώπιση των πολυδιάστατων γενεσιουργών αιτίων, τα οποία δεν εξαντλούνται στην οικονομική παράμετρο, αλλά σχετίζονται και με άλλες ανισορροπίες, που παράγει το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας.
Τα τελευταία 13 χρόνια (από το 2011 έως το 2024) ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά μισό εκατομμύριο. Το 2023 οι γεννήσεις ήταν 72,3 χιλιάδες, δηλαδή οι μισές περίπου από τις γεννήσεις, που καταγράφηκαν ετησίως κατά μέσο όρο από το 1951 έως το 1970. Το 23% των κατοίκων είναι άνω των 65 ετών.
Πολύ αρνητική παράμετρος για την διόγκωση του δημογραφικού προβλήματος εκτός από την μείωση των γεννήσεων είναι και η φυγή των νέων, η οποία σχετίζεται όχι μόνο με την οικονομική κρίση αλλά και με την εύρεση εργασίας ανάλογης του επιπέδου σπουδών, τις προοπτικές ανέλιξης με αντίστοιχες απολαβές και καλές εργασιακές συνθήκες. Αρνητικά λειτουργεί επίσης και η έλλειψη αξιοκρατίας σε συνδυασμό με την μη έκφραση του ανθρώπινου και του κοινωνικού συμφέροντος από το πολιτικό σύστημα. Η ανθρώπινη οντότητα έχει πλήρως εργαλειοποιηθεί με στόχο την λειτουργικότητα και οικονομική απόδοση των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων.
Η μείωση δε των γεννήσεων σχετίζεται και με τις αξίες, που διαπερνούν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την μονοδιάστατη καταναλωτική οπτική της κοινωνίας του θεάματος (νόημα στην ζωή προσδίδει το θέαμα και η εντύπωση, που προκαλεί) και του υλικού ευδαιμονισμού.
Μη βιώσιμη διαχείριση της δυναμικής της εξέλιξης καταγράφεται και σε άλλους τομείς. Για παράδειγμα ο στόχος της συγκράτησης της θερμοκρασιακής ανόδου στους 1,5 βαθμούς Κελσίου για την προστασία του κλίματος σύμφωνα με την απόφαση της παγκόσμιας κοινότητας στην Διάσκεψη για το Κλίμα, που οργάνωσε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών το 2015 στο Παρίσι, δεν προωθείται, αν και η κλιματική αλλαγή γίνεται όλο και πιο ορατή με τις καταστροφικές πλημμύρες και τις ακραία υψηλές θερμοκρασίες ακόμη και στην Αρκτική.
Σύμφωνα με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) και την Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ) στην Αθήνα διαπιστώνεται συστηματική ανοδική τάση στην θερμοκρασία, η οποία αποδίδεται στην αστικοποίηση και στην κλιματική αλλαγή.
Σύμφωνα με μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Climate Change η υπερθέρμανση του πλανήτη θα σταθεροποιηθεί στους 1,7 έως 1,8 βαθμούς κελσίου, αν όλα τα κράτη υλοποιήσουν τις μακροπρόθεσμες κλιματικές τους δεσμεύσεις. Αυτό σημαίνει, ότι ακόμη και αν οι κυβερνήσεις γενικά και χωρίς χρονικές δεσμεύσεις κινούνται με σημείο αναφοράς τις αποφάσεις, που έχουν ληφθεί, η θερμοκρασιακή άνοδος δεν θα συγκρατηθεί στους 1,5 βαθμούς Κελσίου. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολιτική, που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση με την μη άρση των γενεσιουργών αιτίων αλλά την προώθηση της εξόρυξης ορυκτών καυσίμων στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης, αν και «ομνύει» στην προστασία του κλίματος.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η διαχείριση της προστασίας του περιβάλλοντος, ιδιαιτέρως σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασιακής ανόδου και ακραίων καιρικών φαινομένων. Για παράδειγμα το 2025 μέχρι τις 19 Αυγούστου είχαν καεί στην Ελλάδα 454.000 στρέμματα. Το 2007 κάηκαν πάνω από 2,7 εκατομμύρια, το 2023 1,7 εκατομμύρια και το 2021 1,3 εκατομμύρια. Σε όλη την Ευρώπη μέχρι τις 19.8.2025, δηλαδή μόνο τους πρώτους 7,5 μήνες του 2025, κάηκαν 9.000.000 στρέμματα.
Οι επιπτώσεις είναι πολυδιάστατες. Εκτός από την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και τις παρενέργειες στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων πλήττονται και τομείς δραστηριοποίησης στον πρωτογενή τομέα, όπως είναι η κτηνοτροφία και η γεωργία, με επιπτώσεις και στον επισιτιστικό τομέα. Και όμως η πολιτική διαχείριση αυτής της επικίνδυνης ανισορροπίας εξαντλείται στην διαχείριση των επιπτώσεων, χωρίς να ασχολείται με την άρση των γενεσιουργών αιτίων.
Ποιος είναι ο πολιτικός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση τους; Το ερώτημα βέβαια έχει περισσότερο θεωρητική διάσταση, διότι για να απαντηθεί πρέπει να γίνει άμεσα πολιτική επανεκκίνηση και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο με τα σημερινά δεδομένα.
Είναι εμφανές, ότι η εμπειρική προσέγγιση της πραγματικότητας αναδεικνύει την αδυναμία βιώσιμης διαχείρισης της δυναμικής της εξέλιξης. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο, ενώ ακόμη δεν καταγράφεται ο αναγκαίος προβληματισμός, ώστε να δρομολογηθεί διάλογος για την ανίχνευση των προϋποθέσεων, που πρέπει να πληρούνται για την αναγκαία ζωτικής σημασίας πολιτική και κοινωνική επανεκκίνηση.
Βασική προϋπόθεση είναι η ολιστική μακροπρόθεσμη πολιτική οπτική στον σχεδιασμό και στην διαχείριση της δυναμικής της εξέλιξης, ώστε να αποφεύγονται αρνητικές παρενέργειες λόγω ανισορροπιών, οι οποίες προκύπτουν, επειδή δεν συνυπολογίζονται όλες οι διαστάσεις της αναπτυσσόμενης δυναμικής.
Με αυτή την οπτική διευκολύνεται η άμεση αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων των διαφόρων προβλημάτων, που παράγει η μη συμπόρευση της πορείας με την βιωσιμότητα. Επίσης βασική προϋπόθεση είναι ο προσανατολισμός στο ανθρώπινο και στο κοινωνικό συμφέρον, ώστε να διασφαλίζεται η προώθηση και πραγμάτωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και η ευημερία των κοινωνιών.
Ταυτοχρόνως πρέπει να γίνεται λειτουργική διαχείριση του χρόνου. Αυτό είναι εφικτό, εάν η λήψη αποφάσεων και η πραγμάτωση τους στηρίζονται σε εμπροσθοβαρή οπτική, ώστε να προλαμβάνονται αστοχίες και πρόκληση ανισορροπιών λόγω μη έγκαιρης υλοποίησης αποφάσεων και μέτρων, που έχουν ληφθεί στο επίπεδο του σχεδιασμού.
Βασική προϋπόθεση επίσης για την βιώσιμη διαχείριση της δυναμικής της εξέλιξης είναι η λειτουργία των πολιτών ως ατομικών και συλλογικών υποκειμένων, ώστε να αναλαμβάνεται η κοινωνική ευθύνη για την ακολουθούμενη πορεία και να εκφράζεται στην λήψη πολιτικών αποφάσεων στο πλαίσιο της δημοκρατίας η κοινωνική πλειοψηφία και όχι η μειοψηφία με εργαλείο το εκλογικό σύστημα.
Τέλος στην σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης και της αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης των κοινωνιών, που παράγουν πλανητικής εμβέλειας ανισορροπίες και απειλές για την βιωσιμότητα (π.χ. κλιματική αλλαγή, ρύπανση του περιβάλλοντος κ.λ.π.), είναι αναγκαία η οικοδόμηση ενός συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης, το οποίο θα διασφαλίζει την ευημερία της παγκόσμιας κοινότητας χωρίς ανισότητες τόσο στο εσωτερικό των κοινωνιών όσο και μεταξύ τους.
Ανάλογα απαραίτητη είναι και η ανάπτυξη υπερεθνικής δυναμικής στο κοινωνικό πεδίο με την δημιουργία και ενεργοποίηση κινημάτων με εργαλείο την δικτύωση της κοινωνίας πολιτών σε πλανητικό επίπεδο.
Για την συνειδητοποίηση δε αυτών των ζωτικής σημασίας παραμέτρων και την πραγμάτωση τους στην σύγχρονη σύνθετη πραγματικότητα είναι πολύ σημαντική προϋπόθεση η απλοποίηση της πολυπλοκότητας στο επικοινωνιακό πεδίο με την συμβολή της επιστημονικής κοινότητας, ώστε οι πολίτες να λαμβάνουν αποφάσεις γνωρίζοντας τις επιπτώσεις τους στην προοπτική του χρόνου.
Είναι εφικτές αυτές οι δομικών διαστάσεων αλλαγές στο σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο; Το ερώτημα είναι θεωρητικό, διότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές «οδοί διαφυγής», οι οποίες εγγυώνται την βιωσιμότητα της δυναμικής της εξέλι