Το στοίχημα της FED και η ελληνική οικονομία

Φάνης Βαρτζόπουλος 02 Φεβ 2016

Στις 16 Δεκεμβρίου 2015 η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ έλαβε την ιστορική απόφαση να αυξήσει το βασικό της επιτόκιο κατά 25 μονάδες βάσης, για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν μία δεκαετία. Το επιτόκιο χρηματοδότησης παρέμενε αμετάβλητο από το 2008, οπότε και μειώθηκε σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, για να αντιμετωπιστεί η ύφεση που προκάλεσε η παγκόσμια κρίση. Αν και η ελληνική καθημερινότητα φαντάζει με μια πρώτη ματιά αποξενωμένη από αυτό το γεγονός, μια απλή ανάλυση μπορεί να καταδείξει ότι πολλές πτυχές της οικονομίας επηρεάζονται στην πραγματικότητα από την εξέλιξη αυτή.

Γιατί όμως η FED έλαβε αυτή την απόφαση; Σε παλαιότερες εποχές η άνοδος των επιτοκίων επιστρατευόταν ως ένα χρηματοοικονομικό εργαλείο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Το πιο σημαντικό ίσως κίνητρο για μια τέτοια κίνηση αποτελεί η υπόθεση ότι μέσω της έμμεσης αύξησης του κόστους δανεισμού η κεντρική τράπεζα επιτυγχάνει τη μείωση της κατανάλωσης και της ζήτησης, οδηγώντας σε πτώση τις τιμές και σε αποφυγή υπερθέρμανσης της οικονομίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, ο πληθωρισμός, ανάλογα με το δείκτη που χρησιμοποιούν διάφορες πηγές, κινείται γύρω από το 1%, γεγονός που τον καθιστά σημαντικά χαμηλότερο από τον επίσημο στόχο, τον οποίο η FED έχει θέσει στο 2%. Στα πρακτικά της, τα μέλη στο σύνολό τους έδωσαν έμφαση στη σημαντική βελτίωση των συνθηκών εργασίας στις ΗΠΑ και κυρίως στη μείωση της ανεργίας, η οποία αποτελεί άλλωστε τον δεύτερο δηλωμένο στόχο της πολιτικής της, μαζί με τον έλεγχο του επιπέδου των τιμών.

Για τις ΗΠΑ η αύξηση των επιτοκίων σηματοδοτεί με άλλα λόγια το οριστικό τέλος της κρίσης, ενώ λειτουργεί ως ένδειξη πίστης στη δύναμη της οικονομίας. Πάντα, ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος να οδηγηθεί η οικονομία σε ύφεση, αν αποδειχτεί ότι η μεταβολή αυτή ήταν πρόωρη, αφήνοντας τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά εκτεθειμένα σε ένα αυξημένο κόστος δανεισμού το οποίο δεν θα μπορούν να απορροφήσουν. Μια τέτοια εξέλιξη θα επηρέαζε αρνητικά ολόκληρο τον πλανήτη, αφού η παγκόσμια ζήτηση θα μειωνόταν σημαντικά και θα επικρατούσε κλίμα εκτεταμένης αβεβαιότητας. Ακόμα όμως και στο θετικό και ευκταίο σενάριο της ήπιας προσαρμογής της αμερικανικής αγοράς στα νέα δεδομένα, η Ελλάδα θα επηρεαστεί τόσο άμεσα όσο και έμμεσα.

Μια άμεση επίπτωση από τη σταδιακή αύξηση των επιτοκίων θα είναι η ενδυνάμωση του δολαρίου, σε σχέση τόσο με το ευρώ όσο και με άλλα νομίσματα παγκοσμίως. Αυτό αυτομάτως θα καταστήσει τις επενδύσεις σε αμερικανικά κεφάλαια πιο ελκυστικές, άρα θα οδηγήσει σε φυγή κεφαλαίων από αναδυόμενες αλλά και αναπτυγμένες χώρες προς την αμερικανική αγορά. Για το δεύτερο εξάμηνο του προηγούμενου έτους το ΔΝΤ εκτίμησε χαρακτηριστικά ότι η ροή κεφαλαίων προς τα αναπτυσσόμενα έθνη ήταν 8 φορές μικρότερη σε σχέση με τον μέσο όρο των προηγούμενων τεσσάρων ετών. Με την ελληνική οικονομία να υποβαθμίζεται από τον οίκο FTSE σε «προηγμένη αναπτυσσόμενη αγορά», αρχής γενομένης από τον Μάρτιο του 2016 αναμένεται να δούμε επιπλέον πίεση στον γενικό δείκτη, ο οποίος, εν μέρει και λόγω της προαναφερθείσας φυγής κεφαλαίων, έχει απολέσει το 25% της αξίας του από τον Ιούνιο. Κατά συνέπεια, η αξία και η απόδοση των εισηγμένων εταιρειών θα μειωθούν σημαντικά, προκαλώντας αμφιβολίες για τη δυνατότητα συμβολής τους στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας. Γίνεται παράλληλα προφανές ότι οι όποιες επενδύσεις σε ελληνικό έδαφος θα αντιμετωπίσουν επιπρόσθετες δυσκολίες, καθώς πολλοί επενδυτές, διαβλέποντας τη σμίκρυνση του χάσματος στις αποδόσεις τους συγκριτικά με τις πιο «ασφαλείς» αμερικανικές επενδύσεις, θα έχουν μεγάλες επιφυλάξεις, αξιολογώντας πάντα και το ρίσκο της ελληνικής πραγματικότητας.

Στην πραγματική οικονομία, ωστόσο, η ενδυνάμωση του δολαρίου σε σχέση με το ευρώ θα καταστήσει τα ελληνικά προϊόντα και τον τουρισμό πιο ελκυστικά για τους επισκέπτες. Αυτό δίνει μια σημαντική ευκαιρία σε αυτό τον τομέα της οικονομίας, καθώς, αν και τρίτες παγκοσμίως σε τουριστική δαπάνη, οι ΗΠΑ αποτελούν, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, μόλις την πέμπτη κατά σειρά χώρα προέλευσης επισκεπτών, πίσω από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία και τη Ρωσία. Παράλληλα, σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις, όπως της επενδυτικής τράπεζας Morgan Stanley, η άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε περαιτέρω πτώση την τιμή του πετρελαίου. Αυτό συμβαίνει εν πολλοίς καθώς καθίσταται ακριβότερη για κατόχους άλλων νομισμάτων η αγορά σχετιζόμενων με το πετρέλαιο προϊόντων, τα οποία ως επί το πλείστον διακινούνται με δολάρια. Η χαμηλότερη τιμή του πετρελαίου, πέρα από τον θετικό αντίκτυπο για τα νοικοκυριά, θα δώσει και μια ανάσα σε αυτές τις ασθμαίνουσες ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες χρησιμοποιούν το πετρέλαιο σε κάποιο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας.

Ως μέλος της Ευρωζώνης, η Ελλάδα επηρεάζεται φυσικά και από τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ΕΚΤ συνεδρίασε στις αρχές του Δεκέμβρη σε κλίμα έντονων πιέσεων από τις αγορές για μια ηχηρή κίνηση στην κατεύθυνση της αποφυγής του αποπληθωρισμού και της τόνωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η απόφαση για μείωση του επιτοκίου καταθέσεων των τραπεζών στους λογαριασμούς τους στην ΕΚΤ σε περαιτέρω αρνητικά επίπεδα μαζί με μια επέκταση του προγράμματος αγοράς ομολόγων δεν εντυπωσίασαν τους αναλυτές και οδήγησαν σε άνοδο του ευρώ, καθώς η αγορά είχε προεξοφλήσει μια πιο δυναμική κίνηση. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, η απόφαση αυτή της ΕΚΤ βοήθησε τη FED να προχωρήσει με το σχέδιό της, καθότι άμβλυνε τις ανησυχίες για υπερβολική ενίσχυση του δολαρίου, η οποία θα έπληττε τους Αμερικανούς εξαγωγείς. Και είναι βεβαίως λογικό να υποθέσει κανείς ότι οι κυβερνήτες της ΕΚΤ έχουν κάθε συμφέρον να μην επιβραδύνουν την αμερικανική ανάπτυξη, έχοντας υπ’ όψιν τη σημασία του διατλαντικού εμπορίου.

Με αυτή την κίνηση η FED έδωσε μια ευκαιρία στην ευρωπαϊκή οικονομία να καταστεί βραχυπρόθεσμα πιο ανταγωνιστική. Η ΕΚΤ θα κρατήσει πολιτική χαμηλών επιτοκίων για σημαντικό χρονικό διάστημα, μέχρις ότου εκλείψει οριστικά ο κίνδυνος της πτώσης των τιμών σε μη αποδεκτά επίπεδα. Για όσους πολίτες έχουν δάνεια με επιτόκιο το οποίο αναπροσαρμόζεται ανάλογα με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ και το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor, οι δόσεις για τους προσεχείς μήνες αναμένεται να μείνουν σταθερές, αν όχι να μειωθούν περαιτέρω. Το ίδιο ωστόσο θα συμβεί και στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, τα οποία έχουν κατακρημνιστεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Δυστυχώς για την Ελλάδα, η οικονομία και το κράτος δεν θα είναι σε θέση να επωφεληθούν από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, καθώς η ΕΚΤ έχει συνδέσει μια τέτοια ενέργεια με το πέρας της αξιολόγησης από την τρόικα. Παράλληλα, τα μικρότερα επιτόκια αυξάνουν την καθαρή παρούσα αξία του ελληνικού χρέους, καθιστώντας πιο πολύπλοκη την αποτελεσματικότητα οιασδήποτε μελλοντικής προσπάθειας ελάφρυνσής του.

Από τα προαναφερθέντα μπορεί να εξαχθεί, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές εξελίξεις επηρεάζουν, και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό, τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Είναι σαφώς δύσκολο να προσδώσει κανείς τη δέουσα σημασία μέσα στη ζάλη των απαιτήσεων των δανειστών και των καθημερινών δυσκολιών. Δεν παύει να είναι όμως σε μεγάλο βαθμό αυτή η έλλειψη επαφής με τον έξω κόσμο που οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Και αν κανείς προσπαθήσει να αντιληφθεί την αγωνία αυτών που ονομάζουμε «μεγάλοι παίχτες» για την πορεία των οικονομιών τους, θα κατανοήσει εύκολα τη δυσκαμψία με την οποία αντιμετωπίζουν τα διάφορα ελληνικά αιτήματα για αβρόχοις ποσί μείωση του χρέους ή για διατήρηση ενός απαρχαιωμένου συνταξιοδοτικού συστήματος. Πρέπει όμως παράλληλα να τονιστεί ότι αυτή η περίοδος «αναμόχλευσης των επιτοκίων» αποδυναμώνει σημαντικά την εγκυρότητα μιας ελληνικής πεποίθησης για «κύμα επενδύσεων». Οι επενδυτές παγκοσμίως θα επιδιώξουν τη σχετική ασφάλεια των αναπτυγμένων αγορών, ενώ οι αναπτυσσόμενες οικονομίες θα συγκρατήσουν τα αποθεματικά τους, για να υποστηρίξουν τα αποδυναμωμένα νομίσματά τους και τις υφεσιακές πιέσεις οι οποίες θα τους ασκηθούν από τη μεταφορά κεφαλαίων. Η ελληνική κυβέρνηση, λοιπόν, οφείλει να βάλει οριστική ταφόπλακα στα ούτως ή άλλως φουσκωμένα όνειρα για από μηχανής σωτήρες και να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη, η οποία θα προέλθει αφενός από ενδογενείς πόρους και αφετέρου από τη βοήθεια των εταίρων, η οποία αποτελεί και το μόνο ρεαλιστικό μας στήριγμα.