Εντολή για συνέχεια

Φίλιππος Σαββίδης 22 Σεπ 2013

Αν δεν συμβεί κάτι συνταρακτικό το αποτέλεσμα των σημερινών Γερμανικών εκλογών είναι γνωστό: νικητής θα είναι η είναι η κεντροδεξιά συμμαχία και καγκελάριος θα παραμείνει, εκτός απροόπτου, η Άγκελα Μέρκελ. Άγνωστη παραμένει η ευρύτητα της νίκης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και αναπάντητο το ερώτημα τι είδους κυβέρνηση θα προκύψει την επόμενη μέρα. Θα συνεχίσει ο σημερινός συνασπισμός Κεντροδεξιάς-Φιλελευθέρων ή θα προκύψει μια μεγάλη συνεργασία Κεντροδεξιάς-Κεντροαριστεράς; Θα καταφέρει το νεοσύστατο αντιευρωπαϊκό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» να μπει στη Βουλή ή όχι και πώς θα επηρεάσει αυτό τη μορφή της νέας Γερμανικής κυβέρνησης; Ποια η σημασία, εν τέλει, του αποτελέσματος των Γερμανικών εκλογών για το μέλλον της Ευρώπης;

Ο σχηματισμός ενός «μεγάλου συνασπισμού» είναι ένα πιθανό σενάριο παρόλο που και τα δύο μεγάλα κόμματα απορρίπτουν αυτή την προοπτική. Ωστόσο, όποια κυβέρνηση και να προκύψει, η ευρωπαϊκή πολιτική της Γερμανίας δεν αναμένεται ότι θα αλλάξει δραματικά. Το κλίμα ανάμεσα στους Γερμανούς ψηφοφόρους δεν είναι «αλλαγή» αλλά «συνέχεια». Συνέχιση της αυστηρής στάσης της Γερμανίας προς τους εταίρους και της οικονομικής πειθαρχίας και σταθερότητας στη χώρα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι, από τη μια, η Μέρκελ υιοθέτησε την προεκλογική στρατηγική «όχι πειράματα» που εφάρμοσε ο Αντενάουερ στις εκλογές του 1957 ενώ, από την άλλη, ο Σταϊνμπρουκ και η Κεντροαριστερά αδυνατούν να πείσουν ότι φέρνουν κάτι διαφορετικό και ότι χρειάζεται αλλαγή καγκελαρίου.

Μετά τις εκλογές, λοιπόν, η Γερμανία δε φαίνεται ότι θα μαλακώσει ιδιαίτερα τη στάση της σε σχέση με τις πολιτικές αντιμετώπισης της ευρωπαϊκής κρίσης. Δεν πρέπει να αποκλείεται να συμβεί το αντίθετο. Δηλαδή, το Βερολίνο να γίνει ακόμα πιο σκληρό στις απαιτήσεις του για αυστηρή εφαρμογή των πολιτικών δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η Γερμανική πολιτική ελίτ αλλά και η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων θεωρούν ότι η “sparpolitik” (πολιτική λιτότητας) είναι υπεύθυνη για την καλή οικονομική κατάσταση της Γερμανίας και ως εκ τούτου είναι παράδειγμα προς μίμηση από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό σημαίνει ότι χώρες σε κρίση, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ισπανία και η Πορτογαλία, δεν έχουν περιθώρια χαλάρωσης στην εφαρμογή των προγραμμάτων οικονομικής εξυγίανσης που έχουν υπογράψει. Η Γερμανία θα επιμείνει μέχρι τέλους στην απαρέγκλιτη εφαρμογή των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων ως προϋπόθεση για να συνεχίσει να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των προβληματικών χωρών. Επομένως, η άποψη ότι μετά τις Γερμανικές εκλογές τα πράγματα θα είναι ευκολότερα ή λιγότερο πιεστικά είναι εκτός πραγματικότητας.

Παράλληλα, η Γερμανία δεν αναμένεται ότι θα αναλάβει ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες προώθησης της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης της Ευρώπης. Οι εκλογές δε θα φέρουν στο Βερολίνο κανένα Βίλλυ Μπραντ και κανένα Χέλμουτ Κολ. Η κρίση στην Ευρώπη, λοιπόν, δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι και πολιτική. Ο ένας βραχίονας (Γαλλία) του παραδοσιακού Γαλλο-Γερμανικού άξονα, που λειτουργούσε ως εμβρυουλκός της ενοποιητικής διαδικασίας της Ένωσης, έχει ατονήσει. Η Γαλλία βρίσκεται σε πολιτική κατατονία και έχει αφήσει στη Γερμανία την πρωτοκαθεδρία. Από την άλλη, η Ιταλία αδυνατεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στα ευρωπαϊκά δρώμενα λόγω των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ενώ ο ευρωσκεπτικισμός της Βρετανίας και η αντίθεσή της σε περαιτέρω ενοποίηση συνεχίζεται.

Με δεδομένα, λοιπόν, τα πιο πάνω η επανεθνικοποίηση των πολιτικών, δηλαδή η χαλάρωση των ενοποιητικών δομών και η επιστροφή σε εθνικές πολιτικές, δυστυχώς θα συνεχιστεί και η πρωτοβουλία των κινήσεων θα αφεθεί στο Βερολίνο. Ως εκ τούτου, για παράδειγμα, η «τραπεζική ένωση» που πρόσφατα εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα προχωρήσει αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς ενώ, όπως κατέδειξε η ευρωπαϊκή ανεπάρκεια και έλλειψη στρατηγικής στο θέμα της συριακής κρίσης, η διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής είναι ακόμα πολύ μακριά. Ουσιαστικά το αποτέλεσμα των Γερμανικών εκλογών θα επιβεβαιώσει τη στασιμότητα και την απορρύθμιση του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος. Μένει να δούμε εάν οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα καταφέρουν να ανασυνταχθούν και να παρουσιάσουν ένα πειστικό και αποτελεσματικό σχέδιο ενόψει των ευρωεκλογών του 2014.