Σκόνταψα σε μια παλιά φράση του Σταύρου Ξαρχάκου, τις προάλλες. Την είχε διατυπώσει το 1984, στην αποχαιρετιστήρια συναυλία για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, στο Ολυμπιακό στάδιο. Ο Μπιθικώτσης, είχε πει, είναι «ο τραγουδιστής του νεοελληνικού διαφωτισμού», ορίζοντας με αυτόν τον όρο την δύσκολη περίοδο που αρχίζει στα τελευταία χρόνια του εμφυλίου.
Με παραξένεψε η διατύπωση. Τα χρόνια της δεκαετίας του 50 και του 60 τα έχουμε στο νου μας ως «πέτρινα», μια περίοδο «καχεκτικής» δημοκρατίας, που διαιώνιζε αδικαιολόγητα τα φοβερά δεινά του εμφυλίου, με μοιραία κατάληξη την δικτατορία και το έγκλημά της στην Κύπρο. Ή ως περίοδο ενός «οικονομικού θαύματος», που διήρκεσε πάνω από δύο δεκαετίες, όπου η ελληνική οικονομία έβγαινε από τα ερείπια του πολέμου με έναν ρυθμό ανάπτυξης που, κάποιες χρονιές, ήταν ο υψηλότερος στον κόσμο. Και που στην διάρκειά του άλλαξε ολόκληρη η ελληνική κοινωνική διάταξη. Αλλά μπορεί να ήταν, επίσης, και μια περίοδος «νεοελληνικού διαφωτισμού»;
Ίσως έχει δίκιο ο μαέστρος. Παράλληλα με το πολιτικό δράμα και το οικονομικό θαύμα τα χρόνια εκείνα τα διέτρεχε μια πνευματική εγρήγορση- η οποία άρδευε, κατά κάποιο τρόπο, και τον λόγο της πολιτικής. Ίσως όχι της συγκαιρινής της, σίγουρα της κατοπινής, των χρόνων της πρώτης μεταπολίτευσης. Στο θέατρο, στα γράμματα, στο σινεμά που μόλις γεννιόταν, ως και την οικονομική και πολιτική σκέψη, υπήρχαν ομάδες που ρούφαγαν σαν σφουγγάρι τις νέες ιδέες που κυκλοφορούσαν στον κόσμο, έξω από την ελληνική περίφραξη, και προσπαθούσαν να τις μεταβολίσουν στην εθνική εμπειρία. Κυκλοφορούσε ένας μεγάλος αριθμός περιοδικών που φιλοξενούσαν τις νέες ιδέες και συδαύλιζαν έναν διάλογο ανάμεσά τους, συχνά γλιστρώντας μέσα από τις χαραμάδες της λογοκρισίας.
Κι όλα αυτά βρήκαν έκφραση και κανάλι επικοινωνίας με το μέγα πλήθος μέσα από το τραγούδι, προπάντων. Ήταν εκείνη η επανάσταση, που ξεκινά από την διάλεξη του Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο το 1949 και ολοκληρώνεται με τον Επιτάφιο του Μίκη το 1963, ελευθερώνοντας έπειτα όλες τις δυνάμεις της μεγάλης μουσικής άνοιξης του 60 μέχρις εκείνη την σκηνή στην Αχαρνών, αρχές δεκαετίας του 70, όπου οι ρεμπέτες συναντούσαν το ροκ του Σαββόπουλου. Ο Ξαρχάκος λέει πως, έτσι, «το τραγούδι βρήκε μια μαγική και κοινωνική μοίρα». Έγινε το όχημα ενός «νεοελληνικού διαφωτισμού». Και, παρεμπιπτόντως, η φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, για τον οποίο μόλις κυκλοφόρησε μια ωραία βιογραφία, γραμμένη από την κόρη του, ήταν, κατά τον Ξαρχάκο, «η αναγκαία γέφυρα ανάμεσα στο τραγούδι και το λαό».
Έτυχε να διαβάζω το βιβλίο αυτές τις μέρες, που εξελίσσεται η παρέλαση των πολιτικών αρχηγών στην ΔΕΘ. Τους παρακολουθώ κάθε χρόνο, ψάχνοντας κάθε φορά μια καινούργια ιδέα, κάτι που να μαρτυράει έμπνευση, να προδίδει κάποια πνευματική προετοιμασία και να αποβλέπει σε κάτι περισσότερο από ένα πρόσκαιρο κυματισμό στην επιφάνεια του πελάγους των social media ή μια μικρή ανάταση της καμπύλης των δημοσκοπήσεων. Εις μάτην. Απ’ όσα ακούμε έχουμε πάντα την αίσθηση πως κάτι λείπει. Οι εξαγγελίες και τα «μέτρα», ακόμη κι όταν βαφτίζονται μεταρρυθμίσεις, είναι προορισμένες να ξεχαστούν γρήγορα. Ίσως επειδή δεν υποστηρίζονται και από κάποιο ρεύμα ιδεών. Σαν η μηχανική της πολιτικής, για να είναι επιτυχημένη, να προϋποθέτει όχι απλώς την ιδεολογική της αποστείρωση, αλλά και μια πνευματική απίσχναση.
Κανείς δεν πετά στα σύννεφα. Και θα ήταν αφελές να μπερδεύει κανείς τις εποχές, τις συνθήκες, απείρως πολυπλοκότερες, τα μέσα της πολιτικής και τους καταναγκασμούς της επικοινωνίας, ή τις κοινωνικές προσδοκίες στις οποίες καλούνται οι πολιτικοί να ανταποκριθούν σε μια τόσο διαφορετική εποχή. Κι ακόμη πιο αφελές θα ήταν να νοσταλγεί κανείς τις εποχές μεγάλων δραμάτων ή των μεγάλων αφηγήσεων που έχουν δύσει. Θα ήταν, επίσης, άδικο να υποτιμηθεί, μ’ έναν εύκολο, ισοπεδωτικό αφορισμό, ο πολιτικός λόγος στο σύνολό του.
Μα η αλήθεια είναι ότι ο λόγος αυτός, ακόμη και όταν, στις καλύτερες στιγμές του, στις επεξεργασίες του πρωθυπουργικού επιτελείου, για παράδειγμα, για θέματα τεχνητής νοημοσύνης ή τις ενδιαφέρουσες προτάσεις του Νίκου Ανδρουλάκη για την μεταρρύθμιση του κράτους, στοχεύει ψηλότερα, μοιάζει να μην βρίσκει ακροατήριο. Ίσως επειδή το δράμα της χρεοκοπίας δεν γέννησε, τηρουμένων των αναλογιών, μια φιλοδοξία αναστοχασμού, έστω κι αν δεν θα μπορούσε να είναι ανάλογη αυτού που είχε γεννήσει το δράμα του 40 και που ο Ξαρχάκος ονόμασε «διαφωτισμό».
Πηγή: www.kreport.gr