Μόνος με τον Άμλετ - Η μοναξιά του ηθοποιού ως συλλογική εμπειρία

Ελισσαίος Βγενόπουλος 12 Σεπ 2025

Ένας και μόνος ηθοποιός μπορεί να γίνει «όλοι» όταν μετατρέψει το σώμα και τη φωνή του σε αγωγούς πολλαπλών ταυτοτήτων, τότε η μοναξιά του σκηνικού εαυτού γεννά συλλογικό θέαμα.

Η τραγωδία του Σαίξπηρ έχει καταστεί, ανά τους αιώνες, όχι απλώς θεατρικό έργο αλλά πολιτισμικός καθρέφτης: εκεί όπου η αμφιβολία, η μελαγχολία και η ευθύνη της ύπαρξης αντανακλώνται στον κάθε θεατή. Η νέα εκδοχή του Αιμίλιου Χειλάκη, «Μόνος με τον Άμλετ», επανέρχεται ύστερα από μια δεκαετία σχεδόν, για να ξαναθέσει το ίδιο ερώτημα με άλλα μέσα: μπορεί ένας και μόνος ηθοποιός να γίνει όλοι; Και αν ναι, ποιο είναι το θεατρικό τίμημα και ποιο το κέρδος μιας τέτοιας επιλογής;

Η παράσταση στηρίζεται στη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις πιο απαιτητικές και γλωσσικά πυκνές αποδόσεις του Σαίξπηρ στη γλώσσα μας. Η διασκευή και η σκηνοθεσία, υπογεγραμμένες από τον Χειλάκη και τον Μανώλη Δούνια, επιχειρούν να διατηρήσουν τον κορμό του έργου ανέπαφο, απογυμνώνοντάς τον όμως από περιττά σκηνικά στοιχεία. Το βάρος μεταφέρεται στο σώμα και στη φωνή του ερμηνευτή, που λειτουργεί ως αγωγός όλων των προσώπων της τραγωδίας.

Ο Χειλάκης, με τη βοήθεια ελάχιστων σημείων μεταμφίεσης, ένα κραγιόν, μια αλλαγή στάσης, ένα μικρό αντικείμενο, μεταμορφώνεται διαδοχικά σε Άμλετ, Οφηλία, Γερτρούδη, Κλαύδιο, Πολώνιο. Κάθε ρόλος δεν παρουσιάζεται ως πλήρως ανεξάρτητη οντότητα, αλλά ως πτυχή ενός ενιαίου προσώπου που κατοικεί στη σκηνή. Έτσι, το θέαμα δεν είναι μια άσκηση τεχνικής αλλά μια εσωτερική κατάδυση: ο ηθοποιός μοιάζει με μελαγχολικό θεατρίνο που κουβαλά πάνω του την ευθύνη όλων, μια ευθύνη που ορίζεται όχι μόνο ως καλλιτεχνική αλλά και ως υπαρξιακή.

Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, ερμηνευμένη ζωντανά από τον ίδιο, δεν λειτουργεί ως συνοδευτικό υπόβαθρο αλλά ως δεύτερος δρων. Άλλοτε εισβάλλει δραστικά και εντείνει τη δραματικότητα, άλλοτε υποχωρεί και αφήνει χώρο στις παύσεις, μετατρέποντας τη σιωπή σε ισάξιο δραματουργικό εργαλείο. Η σχέση μουσικής και λόγου καθιστά την παράσταση μια ιδιότυπη συμφωνία όπου η φωνή, το σώμα και ο ήχος συγκροτούν ένα ενιαίο σύστημα.

Η πλοκή αναγνωρίζεται κυρίως μέσα από την εναλλαγή των ρόλων και την ποιότητα του λόγου. Ο ανυποψίαστος θεατής μπορεί να ακολουθήσει τη δραματική ροή, αλλά ο εξοικειωμένος θα συλλάβει και τις υπόγειες αποχρώσεις της μετάφρασης του Χειμωνά και της δραματουργικής πρόθεσης του Δούνια. Στην εκδοχή του Αιμίλιου Χειλάκη, ο περίφημος μονόλογος «να ζει κανείς ή να μη ζει» δεν τοποθετείται στο μέσον της δράσης, όπως στο πρωτότυπο, αλλά μεταφέρεται στο φινάλε, σε συνάρτηση με τα λόγια του Οράτιου. Με αυτήν τη δραματουργική μετατόπιση, η υπαρξιακή αγωνία του Άμλετ γίνεται το τελικό αποτύπωμα της παράστασης, όχι ως ατομικός στοχασμός αλλά ως συλλογικό ερώτημα. Το δίλημμα δεν αφορά πια τη βιολογική ύπαρξη, αλλά τη στάση μας μέσα στον κόσμο: θα υπομείνουμε σιωπηλά τις πληγές που μας επιβάλλει η μοίρα ή θα αντισταθούμε; Ο Χειλάκης επανανοηματοδοτεί τον μονόλογο ως κάλεσμα σε ευθύνη και δράση.

Η πρόκληση για τον ηθοποιό είναι διπλή: αφενός να διαφοροποιήσει επαρκώς τις φωνές και τις κινήσεις ώστε να είναι σαφής η εναλλαγή των προσώπων, αφετέρου να πείσει ότι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες μπορούν να κατοικήσουν στο ίδιο σώμα. Ο Χειλάκης ανταποκρίνεται με ακρίβεια, αποφεύγοντας την παγίδα της μίμησης ή της υπερβολής. Οι χαρακτήρες του είναι αναγνωρίσιμοι αλλά ποτέ καρικατούρες, παραμένουν πάντα υποσύνολα ενός μεγαλύτερου εαυτού που συνομιλεί με την τραγωδία. Η συμβολή του Δούνια στη σκηνοθετική καθοδήγηση γίνεται αισθητή ακριβώς σε αυτή την πειθαρχία. Οι μεταβάσεις είναι κοφτές, οι σκηνές μελετημένες, η δραματική οικονομία αυστηρή. Δεν υπάρχουν περιττά στοιχεία, δεν υπάρχει χώρος για χαλάρωση. Η παράσταση είναι ένα συνεχές σκηνικό ρίσκο που απαιτεί απόλυτη συγκέντρωση τόσο από τον ερμηνευτή όσο και από το κοινό.

Τελικά, το «Μόνος με τον Άμλετ» δεν είναι απλώς μια ακόμη διασκευή του Σαίξπηρ. Είναι μια δοκιμή για το ίδιο το θέατρο: μπορεί ένας ηθοποιός να είναι όλοι; Η απάντηση που δίνει ο Χειλάκης είναι πως ναι, αρκεί να αποδεχτούμε ότι η σκηνή δεν είναι τόπος πολλών σωμάτων αλλά ένας καθρέφτης που αντανακλά το συλλογικό μέσα από το ατομικό. Η μοναξιά του ηθοποιού γίνεται ο χώρος όπου όλοι οι ρόλοι συναντιούνται.

Σε μια εποχή όπου η θεατρική παραγωγή συχνά ποντάρει στο εντυπωσιακό σκηνικό ή στην πολυπρόσωπη διανομή, ο Χειλάκης επιστρέφει στην πιο αυστηρή μορφή του θεάτρου: έναν άνθρωπο, ένα κείμενο, μια σκηνή. Η συνεργασία με τον Καμαρωτό και τον Δούνια τον στηρίζει ώστε να αντέξει το βάρος του εγχειρήματος. Το αποτέλεσμα είναι μια παράσταση που δεν αναπαράγει τον Σαίξπηρ αλλά τον ξαναθέτει ως ζήτημα. Ο Άμλετ εδώ δεν είναι μόνος, είναι όλοι, και ταυτόχρονα είναι ο καθένας μας, όταν βρεθεί απέναντι στην ευθύνη της ύπαρξης και της τέχνης.