Πολιτική βία, αυταρχισμός και διεθνείς συνέπειες
Η δολοφονία του Κέρκ στις 10 Σεπτεμβρίου 2025 συγκλόνισε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο επικεφαλής της ακραίας συντηρητικής, με σαφή τοποθέτηση στο ακροδεξιό μπλοκ, οργάνωσης Turning Point USA, στενός σύμμαχος του Ντόναλτ Τράμπ, έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια δημόσιας ομιλίας του, θύμα μιας πράξης πολιτικής βίας που ο ίδιος δια της ανοχής αποδεχόταν, αποτυπώνει με τον πιο τραγικό τρόπο το τοξικό κλίμα της εποχής. Το γεγονός δεν μπορεί να ιδωθεί ως μεμονωμένο. Αντίθετα, αποτελεί σύμπτωμα μιας βαθιάς ασθένειας που χρόνια τώρα διαβρώνει την αμερικανική δημοκρατία: της ακραίας πόλωσης και της συστηματικής απαξίωσης των θεσμών, στοιχεία που όχι μόνο δεν αμβλύνονται, αλλά ενισχύονται στην εποχή της επανεκλογής Τράμπ.
Η εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 υπήρξε σημείο καμπής. Για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία, το σύμβολο της αμερικανικής δημοκρατίας βρέθηκε στο έλεος ενός πλήθους που ενθαρρύνθηκε από την ίδια τη ρητορική του τότε προέδρου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η βίαιη αυτή κουλτούρα δεν έχει εκλείψει. Αντιθέτως, με την επιστροφή του Τράμπ στον Λευκό Οίκο, επανέρχεται στο προσκήνιο πιο θεσμοθετημένη, πιο νομιμοποιημένη. Ο ίδιος ο πρόεδρος, αντί να καλέσει σε ψυχραιμία και ενότητα μετά τη δολοφονία Κερκ, επέλεξε να μιλήσει για «ριζοσπαστική αριστερή τρομοκρατία» και να στοχοποιήσει πανεπιστημιακούς και διανοούμενους ως δήθεν ηθικούς αυτουργούς. Όταν ο λόγος του ανώτατου άρχοντα υιοθετεί τη λογική του εσωτερικού εχθρού, τότε η βία δεν καταδικάζεται, αλλά κανονικοποιείται.
Η εικόνα αυτή συνδέεται άμεσα με τις διεθνείς επιλογές της Ουάσιγκτον. Ο Τράμπ είχε προεκλογικά υποσχεθεί ότι θα «τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε 24 ώρες». Η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Η πρόσφατη συνάντησή του με τον Πούτιν στην Αλάσκα κατέληξε σε δηλώσεις περί «υπομονής που εξαντλείται» και σε σενάρια ειρήνης που, στην ουσία, ισοδυναμούν με παραχωρήσεις σε βάρος της Ουκρανίας. Μείωση της στρατιωτικής βοήθειας, αποδοχή της ρωσικής κατοχής σε εδάφη και ασαφείς δεσμεύσεις για το μέλλον του ΝΑΤΟ. Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι παρακολουθούν με καχυποψία, φοβούμενοι ότι η Ουάσιγκτον επιλέγει τον εύκολο δρόμο της «ειρήνης επί χάρτου», αδιαφορώντας για τις συνέπειες στη διεθνή τάξη. Μια τέτοια στροφή δεν είναι απλώς λάθος στρατηγικό. Είναι και βαθειά πολιτικό και ηθικό έγκλημα, γιατί νομιμοποιεί τον αναθεωρητισμό, στέλνοντας το μήνυμα ότι η επιθετικότητα ανταμείβεται.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η στάση του απέναντι σε αυταρχικούς ηγέτες. Από την Τουρκία του Ερντογάν μέχρι την Ουγγαρία του Όρμπαν και τη Ρωσία του Πούτιν, ο Αμερικανός πρόεδρος δείχνει μεγαλύτερη άνεση με όσους καταπατούν ελευθερίες, παρά με τους παραδοσιακούς συμμάχους της Δύσης. Η Αμερική, που για δεκαετίες παρουσιαζόταν ως ο «φάρος της δημοκρατίας», μοιάζει σήμερα να εγκαταλείπει αυτό τον ρόλο. Όταν ο «ηγέτης του ελεύθερου κόσμου» συνομιλεί χωρίς όρους με καθεστώτα που φυλακίζουν αντιφρονούντες και φιμώνουν τον Τύπο, η ίδια η έννοια της δημοκρατίας αποδυναμώνεται.
Η απαράδεκτη δολοφονία του Τσάρλυ Κερκ, όσο κι αν φαντάζει ειρωνική ως πλήγμα για τον ίδιο τον σκληρό και ακραίο συντηρητικό χώρο, δείχνει το μέγεθος της απειλής. Σε ένα περιβάλλον όπου ο πολιτικός αντίπαλος παρουσιάζεται ως υπαρξιακός εχθρός, η βία παύει να θεωρείται εξαίρεση και μετατρέπεται σε «νομιμοποιημένο εργαλείο». Η ιστορία βρίθει παραλληλισμών: στη Γερμανία της Βαϊμάρης, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις κατέληξαν σε ένοπλες συγκρούσεις δρόμου, ανοίγοντας τον δρόμο στον ναζισμό. Στην Ελλάδα, η άνοδος και εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής κατέδειξε πώς η δηλητηριώδης ρητορική μπορεί να μετατραπεί σε μαχαίρι που αφαιρεί ζωές. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτέλεσε τραγική επιβεβαίωση. Η δίκη και καταδίκη της οργάνωσης έδειξαν ότι οι δημοκρατίες έχουν τα εργαλεία να αμυνθούν, αρκεί να τολμήσουν να τα χρησιμοποιήσουν.
Το ερώτημα είναι αν η αμερικανική δημοκρατία θα βρει το θάρρος να πράξει το ίδιο. Η επανεκλογή Τράμπ δεν είναι απλώς μια πολιτική εναλλαγή. Είναι ένα τεστ αντοχής για τους θεσμούς. Αν οι ΗΠΑ συνεχίσουν να πορεύονται με εσωτερική πόλωση, με διχαστικό λόγο και με διεθνείς συμβιβασμούς που ενισχύουν τον αυταρχισμό, τότε κινδυνεύουν να χάσουν κάτι πολυτιμότερο από γεωπολιτικά πλεονεκτήματα: την ίδια τους την υπόσταση ως δημοκρατικό πολίτευμα.
Για την Ευρώπη –και την Ελλάδα ειδικότερα– η εξέλιξη αυτή δεν είναι αδιάφορη. Ζούμε σε μια εποχή όπου η διεθνής ασφάλεια εξαρτάται και από την αμερικανική αξιοπιστία. Αν η Ουάσιγκτον πάψει να αποτελεί έναν από τους εγγυητές της διεθνούς τάξης, τότε οι πιέσεις προς την Ευρώπη θα ενταθούν, είτε προέρχονται από τον ρωσικό αναθεωρητισμό, είτε από την κινεζική επέκταση, είτε από την αστάθεια στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα γνωρίζει πόσο εύκολα ο λόγος του μίσους μπορεί να τροφοδοτήσει την πολιτική βία.
Η ιστορία προσφέρει σαφή διδάγματα. Οι δημοκρατίες δεν καταρρέουν από μια μέρα στην άλλη. Αποδυναμώνονται σταδιακά, μέσα από την απαξίωση των θεσμών, την ανοχή στη βία και τον κυνισμό απέναντι στις διεθνείς υποχρεώσεις τους. Η Αμερική βρίσκεται σήμερα σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι. Η δολοφονία του Κερκ δεν είναι παρά το πιο οδυνηρό σύμπτωμα. Το ζητούμενο είναι αν οι Αμερικανοί πολίτες, οι θεσμοί θα βρουν τη δύναμη να απορρίψουν την τοξικότητα που κληροδότησε και τώρα ενισχύει η εποχή Τράμπ. Γιατί αν μια από τις μεγαλύτερες δημοκρατίες του κόσμου υποχωρήσει, το ντόμινο θα είναι παγκόσμιο.