Κι όμως, λεφτά υπάρχουν

Αγγελική Σπανού 27 Μαρ 2012

Φόρους πληρώνουν μισθωτοί και συνταξιούχοι. Οι πιο πλούσιοι Έλληνες, με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματα, είναι υψηλόμισθοι υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα. Δεν είναι βιομήχανοι, επιχειρηματίες, έμποροι, λαθρέμποροι ή ελεύθεροι επαγγελματίες.

Και εδώ βρίσκεται η ρίζα του ελληνικού οικονομικού προβλήματος: Οι «έχοντες» είναι ανύπαρκτοι για το κράτος. Κατοικούν σε υπερπολυτελή σπίτια τα οποία ανήκουν σε κάποια off shore, ταξιδεύουν με υπερπολυτελή σκάφη τα οποία εμφανίζονται ως επαγγελματικά και –αν χρειαστεί- παίρνουν φωτιά, κινούνται με μαύρο χρήμα χωρίς να τους (ανα)γνωρίζει ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός.

Δεν χρειάζεται να προστρέξει κανείς στον επικεφαλής της task force της Κομισιόν κ. Χορστ Ράιχενμπαχ, ο οποίος εκτίμησε το ύψος της ετήσιας φοροδιαφυγής στα 60 δις ευρώ, για να αντιληφθεί πώς παίζεται το παιχνίδι. Ο ίδιος ο Ευ. Βενιζέλος, με την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών, είχε ανακοινώσει από το βήμα της Βουλής ότι 3.718 Έλληνες φορολογούμενοι έβγαλαν 5,4 δισεκατομμύρια ευρώ στο εξωτερικό το 2009, ενώ δήλωναν εισοδήματα πείνας. Από αυτούς, οι 542 δήλωναν εισόδημα κάτω των 1.000 ευρώ, οι 1.143 κάτω των 10.000 ευρώ και οι υπόλοιποι 2.033 δήλωναν ετήσιο εισόδημα κάτω των 20.000 ευρώ.

Τα στοιχεία που κατά καιρούς δίνει στη δημοσιότητα η γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων του ΥΠΟΙΚΟ προκαλούν σοκ: Grosso modo, επτά στους δέκα ελεύθερους επαγγελματίες δηλώνουν εισόδημα χαμηλότερο των 10.000 ευρώ, δηλαδή πένονται. Στο σύνολο των φορολογούμενων μόνο 52 δηλώνουν εισόδημα πάνω από 900.000 ευρώ, από τους οποίους μάλιστα οι 15 είναι μισθωτοί..

Στην Ελλάδα, λοιπόν, δεν υπάρχουν εκατομμυριούχοι! Όχι, αν λάβει κανείς υπόψιν τις φορολογικές δηλώσεις. Ναι, αν ανατρέξει στις καταθέσεις εσωτερικού και εξωτερικού, οι οποίες είναι γνωστές στις αρχές, αφού όλες οι κινήσεις καταγράφονται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Γιατί, λοιπόν, δεν γίνεται η διασταύρωση των χρημάτων που βρίσκονται σε λογαριασμούς και εκείνων που εμφανίζονται στη φορολογική δήλωση; Γιατί κόβεται η σύνταξη της γιαγιάς και το επίδομα του ανέργου, αντί να κληθούν στο ταμείο οι πάμπλουτοι συμπολίτες μας που, ενίοτε, παίρνουν και επιστροφή φόρου;

Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι το μείζον εθνικό ζήτημα, είναι το απόλυτο διακύβευμα για τη σωτηρία της ελληνικής κοινωνίας, είναι μονόδρομος για να επιζήσει η χώρα στην ευρωζώνη χωρίς να εξοντωθεί η νέα γενιά, χωρίς να χάσουν την αξιοπρέπειά τους οι παπούδες, χωρίς να συνθλιβεί η μεσαία τάξη.

Παρόλα αυτά, το ζήτημα απασχολεί ελάχιστα –σε σχέση με τη σημασία του- το δημόσιο διάλογο, δεν είναι το κεντρικό θέμα της πολιτικής αντιπαράθεσης και δεν αναστενάζουν κάθε μέρα στα παράθυρα οι επαγγελματίες προστάτες του λαού αποκαλύπτοντας τις μεθόδους συγκάλυψης της παραοικονομίας. Τι ακριβώς συμβαίνει;

Το είπε απλά και κυνικά ο εκπρόσωπος των Γερμανών εφοριακών που επρόκειτο να έρθουν εδώ, αλλά τελικά ούτε θέλουν ούτε τους θέλουμε: Δεν υπάρχει πολιτική βούληση. Αν υπήρχε, δεν θα γινόταν τηλεοπτική περιφορά συλληφθέντων για μη καταβολή του ΦΠΑ, αλλά είσπραξη πραγματικών προστίμων από πραγματικούς μεγαλοφοροφυγάδες που εξακολουθούν να πλουτίζουν στην πλάτη μιας χώρας που γονάτισε.

Η πολυδιαφημισμένη συμφωνία με την Ελβετία, για τη φορολόγηση καταθέσεων που δεν δικαιολογούνται, δεν έχει προχωρήσει με ευθύνη της ελληνικής πλευράς. Η κυβέρνηση δεν δίνει εξήγηση, η αντιπολίτευση δεν ζητά εξήγηση.

Αλλά υπάρχει εξήγηση: Αν αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι, μετά δύσκολα μπορεί να το μαζέψει κανείς. Μαζί με τα ξερά, θα καούν και μερικά χλωρά: Φίλοι, συγγενείς, σπόνσορες, συνεργάτες, χρηματοδότες, ίσως και οι ίδιοι. Αν τραβηχτεί η κουρτίνα, δεν θα αποκαλυφθούν μόνο τα ένοχα μυστικά των άλλων, αλλά και κάποια οικεία. Και τελικά θα διαλυθεί το σύστημα. Γιατί αν δεν υπάρχει η δυνατότητα συναλλαγής ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και τους οικονομικά ισχυρούς, δεν θα έχουν λόγο ύπαρξης οι μηχανισμοί (βλ. ΣΔΟΕ), θα καταρρεύσει η πελατειακή λειτουργία διοίκησης και κομμάτων, δεν θα κατασκευάζονται πολιτικοί αστέρες άνωθεν και δεν θα διαιωνίζεται ο εναγκαλισμός των πολιτικών και των χορηγών τους. Ποιος θα ήθελε ένα τέτοιο τέλος;