Το βιβλίο του αείμνηστου Αλέξη Δημαρά με τον τίτλο: «Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε», είναι γνωστό σε όσους εμπλέκονται με την εκπαίδευση – και όχι μόνο- και θα τολμούσα να πω ότι αυτός ο τίτλος έγινε προφητικό σλόγκαν, αποδίδοντας διαχρονικά- από τότε που γράφτηκε μέχρι σήμερα τουλάχιστον- τις αποτυχημένες προσπάθειες για βαθιές μεταρρυθμίσεις στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν το άρθρο του Δημαρά, που δημοσιεύτηκε το 2010 – προς το τέλος της ζωής του – σε ένα ένθετο αφιέρωμα της εφημερίδας «Τα Νέα» στο Νέο Σχολείο με τίτλο «Επιτέλους».
.
Στο μικρό, αλλά πολύ πυκνό, αυτό κείμενο ο Δημαράς θεωρεί το Νέο Σχολείο ως τόπο εφαρμογής των αρχών του κινήματος της «Νέας Αγωγής». Θα παραθέσω αυτούσια δύο αποσπάσματα με τις απόψεις του, θεωρώντας ότι αυτές λαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή κατάσταση και δείχνουν ότι ο Δημαράς θεώρησε πως «Επιτέλους» μια σημαντική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση βρίσκει τόπο. Γράφει λοιπόν: «Σήμερα που στην κοινωνία μας η μόνη συμφωνία για τα εκπαιδευτικά θέματα είναι στη δυσφορία, και που περισσεύουν οι επιπόλαιες, ατομικές, αστόχαστες τοποθετήσεις, η πρόταση για το σύγχρονο «Νέο Σχολείο» εμφανίζεται ορθολογικά συγκροτημένη. Και έχει φανερή συνάφεια με το προγονικό του στον σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό. Όπως τότε, έτσι και τώρα, το σχολείο, απευθύνεται χωρίς περιορισμούς σε όλους, και πέρα από τα εφόδια για τον επαγγελματικό βίο στοχεύει στη διαμόρφωση ενός πολίτη υπερήφανου για τον κόσμο στον οποίο ζει, με επίγνωση των προβλημάτων της κοινωνίας στην οποία ανήκει, και με διάθεση να συμβάλει στην αντιμετώπισή τους. Η κρίση που περνάει η Χώρα χρειάζεται να αποτελέσει αφορμή και για να ξεκινήσει από το σχολείο μια εθνική ανάταση. Η πρόταση διατυπώθηκε. Τελικά, πάντως, επειδή σχολείο (νέο ή παλιό) δεν υπάρχει χωρίς δασκάλους, όλα κρίνονται από την έκταση και την ένταση της δικής τους συμμετοχής στην προσπάθεια.»
.
Η πρόταση του Νέου Σχολείου διατυπώθηκε από την Υπουργό Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου, αλλά βασίστηκε και θεμελιώθηκε σε επιστημονικά και κοινωνικά δεδομένα εθνικά και διεθνή. Η πρόταση αυτή έχει λάβει υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Νοέμβριος 2009), έχει ενσωματώσει τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Βελτίωση των Ικανοτήτων για τον 21οΑιώνα (Ιούλιος 2008), αλλά και τις μελέτες αξιολόγησης που έγιναν σε ένα βαθμό από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
.
Αυτή η πρόταση αποτελεί ένα συνολικό σχέδιο και όραμα για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ξεκινάει από το νηπιαγωγείο και επανακαθορίζει το ρόλο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης με Νέα Προγράμματα Σπουδών, τα οποία για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις προοδευτικές προσεγγίσεις των Αναλυτικών προγραμμάτων Σπουδών απαντούν σε τρία θεμελιώδη πολιτικά ερωτήματα:
.
.
- Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της μελλοντικής κοινωνίας που θέλουμε να έχουμε;
.
- Ποιος θέλουμε να είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης στους σχεδιασμούς μας για την επίτευξη του οράματός μας για την κοινωνία;
.
- Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που θέλουμε να έχει ο μορφωμένος άνθρωπος στον κόσμο που επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε;
.
.
Εισάγει το θεσμό του Ενιαίου Αναμορφωμένου Εκπαιδευτικού Προγράμματος στα δημοτικά με διεύρυνση υποχρεωτικού ωραρίου, με αγγλικά, τέχνες και πληροφορική από την Α΄δημοτικού, με ομίλους μαθητών για κοινωνικές δράσεις. Προβλέπει την ολοκλήρωση των βασικών γνώσεων και δεξιοτήτων (με πιστοποίηση από το σχολείο για τα Αγγλικά και την Πληροφορική) με το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
.
Επιχειρεί βαθιές τομές στην επαγγελματική εκπαίδευση με το Τεχνολογικό Λύκειο, σπάει κατεστημένα με το Νέο Λύκειο και ολοκληρώνεται με ένα σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που απελευθερώνει το Λύκειο από από τα «εξεταστικά του δεσμά» και δίνει πολλαπλές και εναλλακτικές επιλογές στο μαθητή.
.
Επαναφέρει τα πρότυπα- πειραματικά σχολεία με έμφαση στην πνευματική άμμιλα και την αριστεία, προσπαθώντας αυτά να αποτελέσουν τα φωτεινά παραδείγματα του δημόσιου σχολείου. Ταυτόχρονα αλλάζει το σχολικό χάρτη της χώρας, προσπαθώντας να ενώσει δυνάμεις, και να αναδείξει με ορθολογικό τρόπο το ανθρώπινο δυναμικό, να αξιοποιήσει υπάρχουσες υποδομές, αλλά και να «ανοίξει» το σχολείο στον κόσμο και στη γνώση με τη δημιουργία του ψηφιακού σχολείου και τις κοινωνικές δράσεις.
.
Προχωρεί στην αναδιάρθρωση των Δομών Υποστήριξης του Παιδαγωγικού, Εκπαιδευτικού, Πολιτιστικού, Ψηφιακού και Εκδοτικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Παιδείας με την ίδρυση δύο βασικών πυλώνων επιστημονικής υποστήριξης του Υπουργείου: α) του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, και β) του Ινστιτούτου Ψηφιακής Πολιτικής και Εκδόσεων για την Εκπαίδευση.
.
Στο σχέδιο του Νέου Σχολείου ενσωματώνονται επίσης βαθιές διοικητικές αλλαγές που ξεκινούν από το οργανόγραμμα του Υπουργείου και φτάνουν στις περιφερειακές δομές, αποκεντρώνουν το εκπαιδευτικό σύστημα δίνοντας ρόλο στις περιφερειακές διευθύνσεις κυρίως όμως στο διευθυντή του σχολείου και στη σχολική μονάδα, εκεί που χτυπάει η καρδιά της εκπαίδευσης. Με το νόμο 3848/2010 αναβαθμίζει το ρόλο του εκπαιδευτικού και βάζει αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια για διορισμούς (ΑΣΕΠ), μεταθέσεις και αποσπάσεις.
.
Για την υποστήριξη και την επαγγελματική ανάπτυξη τω εκπαιδευτικών το σχέδιο του Νέου Σχολείου ξεκίνησε το Μείζον Πρόγραμμα Επιμόρφωσης όλων των εκπαιδευτικών καθώς και το Πρόγραμμα της Αυτοαξιολόγησης της Σχολικής Μονάδας για τη συλλογική δράση και την κοινωνική λογοδοσία.
.
Οι παραπάνω αλλαγές αναγνώριζαν τρεις παραδοχές:
.
.
- Στο χώρο της παιδείας, δεν υπάρχει «fast track» πολιτική, δεν υπάρχουν γρήγορες πολιτικές οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν σήμερα και να δούμε αύριο το πρωί τα αποτελέσματα.
.
- Η όποια αλλαγή στην παιδεία έχει βαθμιαία αποτελέσματα τα οποία μπορούν να επηρεάσουν καταλυτικά το μέλλον τουλάχιστον μιας γενιάς.
.
- Ο πρωταγωνιστής στην υλοποίηση των πολιτικών στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι ο εκπαιδευτικός, αλλά το κέντρο του εκπαιδευτικού συστήματος, είναι ο μαθητής.
.
.
Στο σχεδιασμό της μεταρρύθμισης αλλά και στην υλοποίησή του – ως Πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής- ο Αλέξης Δημαράς έδωσε τα φώτα του. Δυστυχώς ακολούθησε η γνωστή εξέλιξη (νομοτελειακή θα λέγαμε στη σύγχρονη ιστορία της εκπαίδευσης), με την αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας, αποδομήθηκε, ξηλώθηκε σιγά – σιγά η πολιτική πρόταση για το Νέο Σχολείο. Έτσι επιβεβαιώθηκε ο τίτλος του βιβλίου του, και ξαναβρισκόμαστε και πάλι στην ίδια κατάσταση όπου «η μόνη συμφωνία για τα εκπαιδευτικά θέματα είναι στη δυσφορία». Για πόσα χρόνια ακόμα θα βολευόμαστε σ’ αυτή τη «συμφωνία»; Ποιοι τελικά είμαστε υπεύθυνοι να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση, να καταλήξουμε στους λόγους για τους οποίους και αυτή η μεταρρύθμιση δεν έγινε, και πολύ περισσότερο να καταδείξουμε την αναγκαιότητα της υλοποίησής της, με όποιες προτάσεις και αλλαγές; Η πολιτική ηγεσία ρίχνει την ευθύνη στους εκπαιδευτικούς, οι εκπαιδευτικοί στην πολιτεία, ενώ γονείς και μαθητές παρακολουθούν με απόγνωση και προσπαθούν να βρουν ατομικές λύσεις (ιδιαίτερα μαθήματα, φροντιστήρια, κλπ.).
.
Η εμπειρία μου από την εικοσαετή διδασκαλία στην τάξη, αλλά και μέσα από άλλες θέσεις δείχνει ότι οι αλλαγές, οι επιλογές, οι αποφάσεις, οι καθημερινές πολιτικές και τα μέτρα που είναι αναγκαίο να ληφθούν πρέπει να τύχουν της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης. Η παιδεία, και εδώ μιλάμε για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση που καθορίζει τη δια βίου σχέση του παιδιού με τη μάθηση, χρειάζεται άμεσα αναβάθμιση. Χρειάζεται να ανοίξει ένας διάλογος σε ένα πεδίο που δεν είναι ναρκοθετημένο συντεχνιακά, συνδικαλιστικά, κοματικά. Δεν είναι εύκολο και δεν έχουμε αυτή την κουλτούρα. Υπάρχουν όμως στο δημόσιο σχολείο ήδη χιλιάδες εκπαιδευτικοί που υλοποιούν στις τάξεις τους, αυτή τη δύσκολη εποχή, ποικίλα καινοτόμα προγράμματα και αναδεικνύουν τον κοινωνικό ρόλο του εκπαιδευτικού και του σχολείου.
.
Προτείνω λοιπόν στη Μεταρρύθμιση να αποτελέσει αυτό το πεδίο που θα ανοίξει αυτό το διάλογο, που θα δώσει βήμα και λόγο σε πολλούς «σιωπούντες», μάχιμους εκπαιδευτικούς, στελέχη της εκπαίδευσης, γονείς και μαθητές, αλλά και ευρύτερα ώστε να αναδείξει την αναγκαιότητητα για την αποτελεσματική υλοποίηση του ΝΕΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ, για τη διαμόρφωση της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας του 21ου αιώνα.