Οι Ρεπουμπλικανοί & το τέρας του πολιτισμικού λαϊκισμού

Γιάννης Παλαιολόγος 11 Μαρ 2012

Πριν από δύο περίπου εβδομάδες, καθώς οι Ρεπουμπλικανοί του Μίσιγκαν ετοιμάζονταν να ψηφίσουν στις προκριματικές εκλογές του κόμματος για το προεδρικό χρίσμα, ο Ρικ Σαντόρουμ, ένθερμος Καθολικός, θυμήθηκε την ομιλία ενός άλλου Καθολικού υποψηφίου για την προεδρία, του Τζον Φ. Κένεντι, με θέμα το διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας. Στην ομιλία εκείνη, ο Κένεντι, με σκοπό να εξευμενίσει την προτεσταντική πλειοψηφία, που φοβόταν ότι ένας Καθολικός στο Λευκό Οίκο θα έβαζε τις επιταγές του Πάπα πάνω από το εθνικό συμφέρον, δήλωσε υπέρμαχος του «απόλυτου» διαχωρισμού και τόνισε ότι οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις τον αφορούν ως άτομο, όχι ως δημόσιο λειτουργό.

.

Η θέση αυτή του υποψηφίου Κένεντι προκάλεσε τάση για εμετό στον κ. Σαντόρουμ, όπως εξομολογήθηκε στην εκπομπή του Τζορτζ Στεφανόπουλου. Κατά τον πρώην γερουσιαστή από την Πενσιλβέινια, ο διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας, παρότι κατοχυρώνεται σαφώς στην πρώτη τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος, δεν θα έπρεπε να απόλυτος – δεν θα έπρεπε να αποτρέπονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις από το να καθορίζουν πολιτικές αποφάσεις. Δεν είναι αυτή η Αμερική στην οποία πιστεύει.

.

Η Αμερική στην οποία πιστεύει ο κ. Σαντόρουμ είναι ένα ιδιαίτερο, σκοτεινό μέρος. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων εξωτικών χαρακτηριστικών, την αποχή από την κρατική εκπαίδευση (ο ίδιος εκπαίδευσε τα επτά παιδιά του στο σπίτι, όπως κάνουν πολλοί θρησκόληπτοι Χριστιανοί στις ΗΠΑ) και την καχυποψία προς την αντισύλληψη («επιτρέπει να διαπράττονται πράγματα στο πεδίο του σεξ που πηγαίνουν κόντρα στο πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα») και το πανεπιστήμιο (όπου γίνεται «πλύση εγκεφάλου» από προοδευτικούς καθηγητές). Χαρακτηρίζεται από την εχθρικότητα προς τους ομοφυλόφιλους (τους έχει παρομοιάσει με κτηνοβάτες) και την απόλυτη εναντίωση στις αμβλώσεις, ακόμα και σε περιπτώσεις βιασμού ή αιμομιξίας. Αυτό προκύπτει από την αξία που η θρησκευτική του πίστη υποτίθεται ότι εναποθέτει στην ανθρώπινη ζωή. Παρόλα αυτά, ο κ. Σαντόρουμ πιστεύει στη θανατική ποινή, αλλά και στα βασανιστήρια του Γκουαντάναμο, κι ας τα απαγορεύει ευθέως το καθολικό δόγμα, όπως έχει αναδείξει συστηματικά στο blog του ο (επίσης Καθολικός) σχολιαστής Άντριου Σάλιβαν.

.

Πέρα από τις ακραίες πεποιθήσεις του, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κ. Σαντόρουμ δεν είναι κάποιος γίγαντας της αμερικανικής πολιτικής. Εξελέγη δύο φορές γερουσιαστής στην Πενσιλβέινια και ηττήθηκε στην προσπάθειά του να επανεκλεγεί εκ νέου, το 2006, με την ταπεινωτική διαφορά των 18 μονάδων. Έκτοτε, δεν έχει εκλεγεί σε κανένα αξίωμα.

.

Κι όμως, αυτός ο πολιτικός δευτέρας διαλογής, αξιοσημείωτος μόνο για την ακραία φύση των απόψεών του, διεκδικεί σήμερα με αξιώσεις το ρεπουμπλικανικό χρίσμα για την προεδρία. Σε αυτό βοηθά το γεγονός ότι το φαβορί, ο Μιτ Ρόμνεϊ, έχει επιδείξει συμπτώματα προχωρημένου πολιτικού αυτισμού. Αλλά το φαινόμενο Σαντόρουμ οφείλεται κυρίως σε κάτι άλλο: στο τέρας του πολιτισμικού λαϊκισμού που δημιούργησε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, ξεκινώντας ήδη από την εποχή του Ρίτσαρντ Νίξον, το οποίο σήμερα έχει στραφεί πια κατά του δημιουργού του και απειλεί να τον καταστρέψει.

.

 

.

Η συνταγή

.

Ο θρίαμβος του Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1980 έναντι του Τζίμι Κάρτερ, που εισήγαγε την περίοδο της συντηρητικής ηγεμονίας στην αμερικανική πολιτική, στηρίχθηκε σε τρεις πυλώνες: την σκληροπυρηνική εξωτερική πολιτική, την απελευθέρωση της οικονομίας από το κράτος και τον εγκλωβισμό της κοινωνίας στις επιταγές της χριστιανικής Δεξιάς.  Έκτοτε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα σημείωσε αναρίθμητες πολιτικές νίκες επί των Δημοκρατικών, με όπλο τον μέσο Αμερικανό, που, όπως επέμεναν, θέλει μία Αμερική δυνατή στον κόσμο (καθώς είναι η μόνη δύναμη αρετής), χαμηλούς φόρους και επιστροφή στις «παραδοσιακές αξίες». Αυτό το μυθικό ον, σύμφωνα με τη ρεπουμπλικανική αφήγηση, ήταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τις προτεραιότητες του Δημοκρατικού κόμματος. Το κόμμα αυτό, και οι συνεργάτες του στα ΜΜΕ και τα πανεπιστήμια, προωθεί παγίως (κατά το ρεπουμπλικανικό-συντηρητικό δόγμα) πολιτικές κατευνασμού έναντι των εξωτερικών εχθρών, αυξάνει τη φορολογία στο εσωτερικό για να χρηματοδοτήσει ένα σπάταλο κράτος πρόνοιας και προωθεί μία ελευθεριάζουσα κοινωνική πολιτική, όπου όλα επιτρέπονται και η ηθική είναι κάτι το σχετικό.

.

Η συνταγή ήταν εξαιρετικά πετυχημένη. Επέτρεπε για πολλά χρόνια στους Ρεπουμπλικανούς να εφαρμόζουν μία άκρως αντι-κοινωνική οικονομική πολιτική, που ενίσχυε δραματικά τους οικονομικά ισχυρούς έναντι των μεσαίων και των κατώτερων στρωμάτων, με την ανοιχτή στήριξη των στρωμάτων αυτών. Ο Τζορτζ Ουώκερ Μπους, ο αριστοκράτης με το Texas twang, ο γιος του προέδρου που το έπαιζε άνθρωπος του λαού, ήταν από τους πιο πετυχημένους μαθητές της συγκεκριμένης σχολής. Με οδηγό του τον Ιησού (τον οποίο είχε χαρακτηρίσει αγαπημένο του φιλόσοφο) και τον Καρλ Ρόουβ, ενέπλεξε τις ΗΠΑ σε δύο πολεμικές συρράξεις, στις οποίες πολέμησαν κυρίως οι πιο φτωχοί Αμερικανοί, ενώ παράλληλα προώθησε άνευ προηγουμένου φοροαπαλλαγές για τους πλουσίους.

.

 

.

Η Πέιλιν ως προάγγελος

.

Σε όλη αυτήν την περίοδο, η συνταγή λειτουργούσε επειδή το κατεστημένο του κόμματος ήλεγχε απολύτως την κατάσταση. Ο πολιτισμικός λαϊκισμός που εξαπέλυε προεκλογικά έναντι των Δημοκρατικών, χαρακτηρίζοντάς τους περίπου εξωγήινους και σίγουρα ανεπαρκώς Αμερικανούς, ήταν ένα εργαλείο – τίποτα περισσότερο. Οι υποψήφιοι που τον υιοθετούσαν ήταν, σχεδόν πάντα, οικονομικά και μορφωτικά εξίσου ξένοι με τον μυθικό μέσο Αμερικάνο όσο οι προοδευτικοί αντίπαλοί τους. Εν μέρει ως αποτέλεσμα, οι πιο ακραίες θέσεις που εξέφραζαν προεκλογικά αμβλύνονταν στη συνέχεια, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν στους απαραίτητους συμβιβασμούς με τους Δημοκρατικούς χωρίς τους οποίους το σύστημα διακυβέρνησης της χώρας θα παρέλυε.

.

Όλα αυτά άλλαξαν με την οικονομική κρίση και την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία. Ένας δυσοίωνος προάγγελος της νέας κατάστασης ήταν η υποψηφιότητα της Σάρα Πέιλιν για την αντιπροεδρία το 2008 στο πλευρό του Τζον Μακέιν. Η κ. Πέιλιν ήταν η πρώτη υποψήφιος τέτοιου βεληνεκούς που ενσάρκωνε το πνεύμα, αντί απλά να παπαγαλίζει το γράμμα, του πολιτισμικού λαϊκισμού. Ήταν μία γυναίκα βαθιά θρησκευόμενη και ακραία συντηρητική, με μέτρια μόρφωση και εξώφθαλμα ανεπαρκείς γνώσεις για μία θέση τέτοιας ευθύνης. Ήταν όμως αυθεντικά μία «απλή Αμερικανίδα», με τεράστια αποθέματα αντιπάθειας απέναντι στις «ελίτ», και πολλοί συντηρητικοί ψηφοφόροι την λάτρεψαν γι’ αυτό – λατρεία που απλά διογκωνόταν κάθε φορά που κάποιος γνωστός δημοσιογράφος ή φιλελεύθερος ακαδημαϊκός τη λοιδωρούσε για κάποια από τις πολλές της γκάφες. Προς το τέλος της εκστρατείας, η κυβερνήτης της Αλάσκα είχε αποξενωθεί τελείως από τους επιτελείς του κ. Μακέιν και το κατεστημένο του κόμματος, αλλά είχε αποκτήσει το δικό της, φανατικό ακροατήριο.

.

 

.

Το Tea Party και το όριο χρέους

.

Η κ. Πέιλιν στη συνέχεια αναδείχθηκε σε πρωταγωνίστρια του κινήματος του Tea Party, που εμφανίστηκε στους πρώτους μήνες της προεδρίας Ομπάμα, προϊόν, σύμφωνα με τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτό, της αυθόρμητης λαϊκής οργής για τα ελλείμματα και το διογκούμενο χρέος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Παρότι το κίνημα στηρίζεται και χρηματοδοτείται από πανίσχυρους παράγοντες του αμερικανικού συντηρητισμού, σαν τον Καρλ Ρόουβ και τους αδελφούς Κοχ, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι εκφράζει γνήσιους προβληματισμούς ενός μέρους του αμερικανικού εκλογικού σώματος.

.

Το ερώτημα είναι: Ποιου μέρους; Και η απάντηση είναι σαφής. Πρόκειται για τα παιδιά του δεξιού πολιτισμικού λαϊκισμού. Είναι θυμωμένοι για τα ελλείμματα και το χρέος, ναι, αλλά γιατί δεν τους πείραξε η σπατάλη και η διόγκωσή τους επί Τζορτζ Ου. Μπους; Και γιατί είναι σχεδόν αποκλειστικά λευκοί και ζητούν «να πάρουν πίσω τη χώρα τους»; Από ποιον; Μήπως από τον μαύρο ένοικο του Οβάλ Γραφείου; Ωστόσο, υπήρχαν από την αρχή σημάδια ότι δεν ήταν αποκλειστικά κομάντος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Υπήρχε π.χ. και το μένος τους για τις διασώσεις των τραπεζών. Πώς το έκριναν αυτό, άραγε, οι Ρεπουμπλικανοί της Wall Street, που ανέκαθεν βρίσκονταν στην καρδιά του κατεστημένου του κόμματος; 

.

Το Tea Party γρήγορα έγινε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Στις ενδιάμεσες  εκλογές του 2010, έδωσε στους Ρεπουμπλικανούς, που υιοθέτησαν την αγανάκτησή του για τις φερόμενες ως αλόγιστες κρατικές δαπάνες και σοσιαλιστικές τάσεις του προέδρου Ομπάμα, ξανά τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Στους επόμενους μήνες όμως, οι νέοι βουλευτές που εξελέγησαν υπό την αιγίδα του, απέδειξαν ότι δεν είχαν έλθει στη Ουάσινγκτον για να παίξουν το παραδοσιακό πολιτικό παιχνίδι.

.

Ήδη στο πρώτο μισό του 2011 είχαν δείξει τις διαθέσεις τους, αρνούμενοι να ευθυγραμμιστούν σε θέματα δαπανών με τη γραμμή της ηγεσίας και αναγκάζοντας τον πρόεδρο της Βουλής Τζον Μπέινερ να υιοθετήσει τις πιο σκληρές θέσεις τους. Εκεί όμως που έδειξαν ότι αποτελούν μία ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη δύναμη ήταν στις διαπραγματεύσεις του καλοκαιριού για την αύξηση του νομοθετικού ορίου για το αμερικανικό δημόσιο χρέος. Μέλη της νέας φουρνιάς τορπίλισαν επανειλημμένως μία ευρεία δημοσιονομική συμφωνία μεταξύ του κ. Μπέινερ και του κ. Ομπάμα, και έφεραν τις ΗΠΑ μία ανάσα από μία εντελώς αχρείαστη στάση πληρωμών. Καθώς η Standard & Poor’s, στις αρχές Αυγούστου, υποβάθμιζε την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας, το κατεστημένο των Ρεπουμπλικανών στη Wall Street και στη Ουάσινγκτον συνειδητοποιούσε ότι ήταν πλέον όμηροι φανατικών, που ήταν διατεθειμένοι να τινάξουν τα πάντα στον αέρα παρά να συμβιβαστούν σε θέματα αρχής.

.

 

.

Κομματάρχες σε νευρική κρίση

.

Τότε ήταν που η κούρσα για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα άρχισε να θερμαίνεται. Ο Μιτ Ρόμνεϊ, πρώην κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, πολυεκατομμυριούχος πρώην επικεφαλής εταιρείας ιδιωτικών κεφαλαίων και Μορμόνος, είχε ήδη το προβάδισμα. Σημαντικά στελέχη του κόμματος και συντηρητικοί σχολιαστές ήδη μιλούσαν γι’ αυτόν ως τον πιο δυνατό υποψήφιο για τη μάχη κατά του κ. Ομπάμα, λόγω της επιτυχημένης σταδιοδρομίας του στον ιδιωτικό τομέα και της εκλογής του, ως συντηρητικού, σε μία φιλελεύθερη πολιτεία. Αλλά στις δημοσκοπήσεις δεν μπορούσε να ξεπεράσει το οροπέδιο του 25%, ενώ μία σειρά από διάττοντες αστέρες, από τη Μισέλ Μπάκμαν ως τον Χέρμαν Κέιν, κατακτούσαν πρόσκαιρα την πρώτη θέση, γιατί εξέφραζαν πιο πειστικά τις ακραίες απόψεις και, κυρίως, την οργή που χαρακτηρίζει τον δεξιό πολιτισμικό λαϊκισμό.

.

Σήμερα, μετά από περισσότερες από 20 εκλογικές αναμετρήσεις, η κατάσταση παραμένει η ίδια. Ο κ. Ρόμνεϊ προηγείται σε ψήφους, αντιπροσώπους και οικονομικούς πόρους. Το κατεστημένο του κόμματος έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι αυτός θα είναι ο υποψήφιος. Ωστόσο οι ψηφοφόροι, λόγω των ιδεολογικών του κυβισθήσεων, της τεχνοκρατικής ανεπάρκειας οργής που τον χαρακτηρίζει και τον καταστροφικό τρόπο με τον οποίο έχει διαχειριστεί το ζήτημα του υπέρογκου πλούτου του (φράσεις όπως «μου αρέσει να απολύω κόσμο» και «δεν ανησυχώ ιδιαίτερα για τους πολύ φτωχούς» θα μείνουν στην ιστορία ως κλασικά παραδείγματα προς αποφυγήν για εύπορους πολιτικούς υποψήφιους), δεν έχουν πειστεί.

.

Έτσι, ο κ. Σαντόρουμ, που ενώ η Αμερική προσπαθεί να εξέλθει από την χειρότερη ύφεση των τελευταίων 80 ετών μιλά για τους κινδύνους της αντισύλληψης, παραμένει ανταγωνιστικός. Και οι Ρεπουμπλικανοί ατενίζουν τις εκλογές του Νοεμβρίου, που μέχρι πριν λίγους μήνες θεωρούσαν περίπου κερδισμένες, με αυξανόμενη απαισιοδοξία. 

.

 

.