Η γερμανική «σταυροφορία» και το κυπριακό μοντέλο

Γιώργος Καλπαδάκης 23 Μαρ 2013

Το επιχειρηματικό μοντέλο της Κύπρου «δεν είναι πλέον λειτουργικό», επισημαίνει τις τελευταίες ημέρες ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, καλώντας όσους καταθέτουν τα χρήματά τους σε φορο-παραδείσους για να πληρώσουν λιγότερους φόρους «να αναλάβουν τις ευθύνες τους». Ακόμα πιο σαφής, σε εκδήλωση που έγινε στη Βιέννη για το μέλλον της Ευρώπης, ήταν ο Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ: «Δεν πρέπει οι Ρώσοι ολιγάρχες να τη γλιτώσουν με τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων».

.

Είναι βέβαια γνωστό ότι το κοινοτικό ΑΕΠ που παράγεται στην Κύπρο δεν ξεπερνά το 0,2%, ενώ το ποσό των 5,8 δις ευρώ που χρειάζεται η Μεγαλόνησος προκειμένου να ανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζές της και να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες δεν αντιστοιχεί παρά μόλις στο 0,06% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Με τις επικείμενες γερμανικές εκλογές να υπαγορεύουν ολοένα περισσότερο τη συμπεριφορά της ισχυρότερης χώρας της Ευρωζώνης, ωστόσο, το Βερολίνο σωστά εκτιμά ότι οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα εξοργίζονταν από μια διάσωση του υπερδιογκωμένου χρηματοπιστωτικού τομέα της Κύπρου – το ΑΕΠ της οποίας αντιστοιχεί μόλις στο 12-14% των συνολικών τραπεζικών της καταθέσεων – πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που περισσότερο από το ένα τρίτο αποτελείται από ρωσικά κεφάλαια αμφιβόλου προελεύσεως.

.

Τα γερμανικά ΜΜΕ έχουν επιδοθεί τους τελευταίους μήνες σε μια ακόμα εκστρατεία δυσφήμισης του Νότου, φροντίζοντας αυτή τη φορά να εντάξουν το «κυπριακό μοντέλο» στην υποτιθέμενη «σταυροφορία» την οποία διεξάγει η γερμανική κυβέρνηση κατά των φορολογικών παραδείσων. Τη στιγμή όμως που στην κυπριακή υπόθεση η Γερμανία αξιοποιεί επικοινωνιακά το εύηχο αντισυστημικό επιχείρημα για την ανάγκη να καταπολεμηθεί το μοντέλο αυτό, στην ανατολική πλευρά της Βαλτικής η φίλια δύναμη του Βερολίνου, Λετονία, αναμορφώνει ανεμπόδιστα το φορολογικό της καθεστώς προς όφελος των εταιρειών χαρτοφυλακίου, υποδεχόμενη τις διαφεύγουσες ρωσικές καταθέσεις από την Κύπρο και διεκδικώντας τον τίτλο του ανερχόμενου φοροπαραδείσου εντός της ΕΕ. Τα γερμανικά ΜΜΕ επίσης αποσιωπούν ότι τα περίπου 30 δις ευρώ που χάνει η Γερμανία ετησίως λόγω της φοροδιαφυγής μέσω υπεράκτιων εταιρειών καταλήγουν κατά κύριο λόγο στο Λιχτενστάιν, το Λουξεμβούργο και την Ελβετία, επικράτειες τραπεζικής εχεμύθειας οι οποίες απολαμβάνουν επί μακρόν μια ιδιότυπη ασυλία από τις επικοινωνιακές εκστρατείες του ευρωπαϊκού Βορρά, από κοινού με το Σίτι του Λονδίνου, τη Μάλτα, την Αυστρία, το Βέλγιο και την Ολλανδία.

.

Αντίστοιχη σιωπή περιβάλλει και τη στρατηγική της γερμανικής κυβέρνησης που συνίσταται στον επαναπατρισμό «ζεστού χρήματος» με τις λιγότερες δυνατές ζημιές για το ίδιο το υπεράκτιο σύστημα θεσμοθετημένης φοροδιαφυγής, του οποίου το μέγεθος υπολογίζεται σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις ότι υπερβαίνει τα 24,7 τρις ευρώ παγκοσμίως. Είναι ενδεικτικό ότι ο κ. Σόιμπλε εξοργίστηκε τον Νοέμβριο με την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου της χώρας του να καταψηφίσει τη σύναψη της περιβόητης γερμανοελβετικής φορολογικής συμφωνίας – στα πρότυπα της οποίας σχεδιάζεται και η αντίστοιχη της Αθήνας με τη Βέρνη – η οποία εκτός των άλλων θα «ξέπλενε» το φοροδιαφεύγον μαύρο χρήμα με αντίτιμο έναν εφάπαξ και κατ’ αποκοπή φόρο περιουσίας.

.

Στην περίπτωση της Κύπρου, η κυνικότητα του νέου γερμανικού τεχνάσματος αλλά και των ευρωπαϊκών κηρυγμάτων κατά των φορολογικών παραδείσων, δεν αποτυπώνεται μόνο στις κραυγαλέες αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την πολιτική των δυτικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ούτε στο γεγονός ότι η απόφαση για τη συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ το 2003 είχε ληφθεί ομόφωνα, εν πλήρει γνώσει από τους εταίρους του εταιρικού φορολογικού της καθεστώτος. Διαγράφεται ευκρινώς στη μορφή που έχει προσλάβει το τιμωρητικό μένος κατά της Κύπρου, το οποίο δεν διοχετεύεται σε κοινοτικές, θεσμικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες «απο-οφσοροποίησης» των ευρωπαϊκών οικονομιών, με παράλληλη μέριμνα να αντισταθμιστούν οι ζημίες που θα προκληθούν σε οικονομίες που έχουν βασιστεί υπέρμετρα στην προσέλκυση ξένων καταθέσεων. Ο νεοφώτιστος ζήλος των «σταυροφόρων» δεν αφορά εν τέλει το «κυπριακό μοντέλο» και τη φορολογική δικαιοσύνη αλλά την «κυπριακή περίπτωση». Περιορίζεται σε επιτιμητικές δηλώσεις και σπασμωδικές πρωτοβουλίες που οξύνουν περαιτέρω τις εθνικιστικές έριδες και σπέρνουν τον πανικό – όπως ήταν η απαράδεκτη πρόταση για την φοροεπιβάρυνση των μικροκαταθετών – οδηγώντας νομοτελειακά στη μαζική απόσυρση καταθέσεων από τις κυπριακές τράπεζες. Το ισοδύναμο δηλαδή μιας επιχείρησης-«σκούπα» που δεν κατατείνει παρά στη μετεγκατάσταση των «ανεπιθύμητων» (καταθετών) σε άλλες περιοχές. Αβίαστα εγείρεται το ερώτημα, λοιπόν: τι ακριβώς σχεδιάζεται στην εκκενωθείσα περιοχή;

.

Ο πρόδηλα προσχηματικός χαρακτήρας της γερμανικής «σταυροφορίας» κατά του κυπριακού μοντέλου αποκτά νόημα υπό το φως των επιδιώξεων να μετατραπεί και η Κύπρος σε μια ειδική οικονομική ζώνη λιτότητας, με αποδυναμωμένες κι ελεγχόμενες κυβερνήσεις, «απελευθερωμένες» εργασιακές σχέσεις και πλούσιες δυνατότητες απόσπασης των πλουτοπαραγωγικών της πηγών έναντι χαμηλού αντιτίμου.

.

Την ίδια στιγμή, θα αποτελούσε σφάλμα για όσους αντιδιαστέλλουν την συμμόρφωση των ελληνικών κυβερνήσεων προς τους «μονοδρόμους» της τρόικας από το αρχικό «όχι» των Κυπρίων να συναινέσουν σε αυτούς, να παραγνωρίσουν τις αντιαναπτυξιακές βάσεις του οικονομικού μοντέλου που επέλεξε να ακολουθήσει η Λευκωσία από τη δεκαετία του 1990. Ενός μοντέλου θεσμοθετημένης φορολογικής αδιαφάνειας, που έβαλε την Κύπρο μαζί με άλλες επικράτειες εχεμύθειας στο επίκεντρο της κρίσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως επίσης θα πρέπει να εξετασθούν και οι άγνωστες ατραποί στις οποίες θα οδηγήσει την Κύπρο η άκριτη πρόσδεση στο άρμα της Μόσχας, η οποία μόλις προανήγγειλε τη λήψη μέτρων για την περαιτέρω «φιλελευθεροποίηση» της οικονομίας που θα συμπεριλαμβάνουν και την ανάμιξη των Ρώσων επιχειρηματιών στην εκμετάλλευση κρατικών επιχειρήσεων του εξωτερικού.

.

Σε κάθε περίπτωση, μολονότι η έκβαση των σκληρών παρασκηνιακών συγκρούσεων για το μέλλον της κυπριακής οικονομίας παραμένει άγνωστη και είναι δύσκολο να αξιολογηθεί ποιο από τα προβαλλόμενα σενάρια θα είναι το λιγότερο επώδυνο για την κοινωνία, η υπόθεση ήδη προσφέρεται για την εξαγωγή τουλάχιστον ενός τελεσίδικου συμπεράσματος: τα περιθώρια διαπραγμάτευσης διευρύνονται και οι όροι του παιχνιδιού αλλάζουν αν πιστέψουμε ότι οι καλύτερες αποφάσεις λαμβάνονται δημοκρατικά.