Πολιτικός οπορτουνισμός και η βαριά σκιά του κομματικού κράτους

Μάχη Γεωργακοπούλου 18 Σεπ 2025

Στη μακρά πολιτική του διαδρομή, το ΠΑΣΟΚ γνώρισε πολλά «πισώπλατα μαχαιρώματα».

Κι όμως, τα επιτεύγματα του - από την εμπέδωση του κοινωνικού κράτους και την καθιέρωση δικαιωμάτων μέχρι τον εκσυγχρονισμό των θεσμών και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας– παραμένουν αξεπέραστα. Κανένας άλλος πολιτικός φορέας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν κατάφερε να πλησιάσει σε εύρος και βάθος κοινωνικής αλλαγής όσα επέτυχε το ΠΑΣΟΚ τις περιόδους της ακμής του.

Κανένα άλλο κόμμα στη μεταπολίτευση δεν άφησε τόσο βαθύ αποτύπωμα στην κοινωνία.

Ωστόσο, η παρακαταθήκη αυτή συχνά επισκιάζεται από φαινόμενα που δεν τιμούν ούτε το ίδιο το πολιτικό σύστημα ούτε τη δημοκρατική παράδοση της χώρας μας. Οπορτουνισμός, αμοραλισμός, πολιτικός κυνισμός: λέξεις που συνοδεύουν πλέον την πολιτική ζωή και αντί να λειτουργούν ως καμπανάκι κινδύνου τείνουν να επικρατούν ως κανονικότητα.

Το κομματικό κράτος εξακολουθεί να σκεπάζει με μαύρα σύννεφα το μέλλον. Οι διορισμοί με γνώμονα την κομματική ταυτοτητα, οι μετακινήσεις προσώπων με μοναδικό κριτήριο την πρόσβαση στην εξουσία και η περιφρόνηση της αξιοκρατίας απομακρύνουν κάθε δημοκράτη πολίτη από την δημόσια σφαίρα. Όταν ο πολίτης βλέπει τη δημόσια διοίκηση να λειτουργεί ως λάφυρο, τότε η πίστη στους θεσμούς διαβρώνεται και ενισχύεται η αποχή από την πολιτική.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε δείκτες εμπιστοσύνης προς τα πολιτικά κόμματα και το Κοινοβούλιο. Η Eurobarometer καταγράφει σταθερά ότι μόλις το 15–20% των Ελλήνων δηλώνει εμπιστοσύνη στους θεσμούς αυτούς, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. ξεπερνά το 40%.

Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό παρακμής είναι οι συνεχείς «μεταγραφές» πολιτικών στελεχών από κόμμα σε κόμμα, συχνά με μοναδικό γνώμονα την προσωπική επιβίωση ή την αύξηση εκλογικών πιθανοτήτων. Ο πολίτης παρακολουθεί στελέχη να αλλάζουν παρατάξεις χωρίς ιδεολογικό έρεισμα αλλά με ψυχρό υπολογισμό και αποσύνδεση από βασικές αξίες.

Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η «μεταναστευτική» ροή βουλευτών από το ένα κόμμα στο άλλο έχει χαρακτηριστεί ως transformismo, φαινόμενο που υπονόμευσε επί δεκαετίες τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος. Στην Ελλάδα, αντίστοιχα, η διαρκής κινητικότητα στελεχών συντηρεί την αίσθηση ότι η πολιτική είναι περισσότερο χώρος προσωπικής καριέρας και λιγότερο πεδίο προσφοράς.

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το φαινόμενο κορυφαίων πολιτικών –ακόμα και πρώην πρωθυπουργών– που ενώ εκλέχθηκαν στην υψηλότερη θεσμική θέση της χώρας με τη στήριξη ενός κόμματος, στη συνέχεια το εγκατέλειψαν για να δημιουργήσουν νέο αποδεικνύοντας ότι οι προσωπικές στρατηγικές υπερίσχυσαν της συλλογικής μνήμης και ταυτότητας.

Σε ποια άλλη ώριμη δημοκρατία συναντώνται τόσο συχνά αυτά τα φαινόμενα; Στην Ισπανία, η διάσπαση του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSOE) ουδέποτε έφτασε σε σημείο εγκατάλειψης από πρώην πρωθυπουργούς. Στη Γαλλία, οι πρώην πρόεδροι σπάνια εγκαταλείπουν το κόμμα τους, ακόμα κι αν ιδρύουν κινήσεις ή τάσεις. Στη Γερμανία, η κομματική πειθαρχία και η πίστη σε συλλογικές διαδικασίες καθιστούν τέτοια συμπεριφορά αδιανόητη.

Αυτή η κρίση εχει άμεσες συνέπειες στη λειτουργία της δημοκρατίας και στην ικανότητα της χώρας μας να σχεδιάζει μακροπρόθεσμα. Όσο οι πολιτικοί δρουν με γνώμονα το προσωπικό συμφέρον, τόσο η Ελλάδα θα δυσκολεύεται να οικοδομήσει μια στρατηγική ανάπτυξης και θεσμικής ανθεκτικότητας.

Η ανανέωση του πολιτικού μας συστήματος δεν θα έρθει από αυτόματους πιλότους ούτε μόνο από τεχνοκρατικές μεταρρυθμίσεις Χρειάζεται αλλαγή πολιτικής κουλτούρας όπως:

-Αξιοκρατία στη δημόσια διοίκηση, με σαφείς μηχανισμούς αξιολόγησης.

-Θεσμικά αντίβαρα που θα περιορίζουν τον κομματισμό.

-Κώδικες πολιτικής ηθικής με δεσμευτικό χαρακτήρα.

-Ενίσχυση εσωκομματικής δημοκρατίας ώστε οι αποφάσεις να μην εξαρτώνται από τους εκάστοτε αρχηγούς αλλά τα συλλογικά όργανα.

Το ΠΑΣΟΚ, παρά τις πληγές και τα λάθη του, αποτελεί τον πιο ισχυρό φορέα υπενθύμισης ότι η πολιτική μπορεί να αλλάξει ριζικά τη χώρα προς το καλύτερο. Το ζητούμενο σήμερα είναι αν οι νέες γενιές πολιτικών θα επιλέξουν να συγκρουστούν με τις κακές πρακτικές και συνθέσουν το νέο σύγχρονο όραμα που θα απεγκλωβίσει την Χώρα από την τυφλή κομματοκρατία.

Η μεγάλη πρόκληση είναι να μετατραπεί η ιστορική παρακαταθήκη σε πρόταση για το αύριο. Η κοινωνία δεν χρειάζεται άλλο κυνισμό, ούτε άλλη κοντόφθαλμη μεταγραφική πρακτική. Υπάρχουν ανεξάντλητες δυνάμεις στην ευρύτερη κοινωνία. Χρειάζεται ένα κόμμα που θα επαναφέρει στο επίκεντρο το συλλογικό όραμα και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Το ΠΑΣΟΚ, με όλα του τα τραύματα, έχει αποδείξει ότι μπορεί να αλλάξει τη χώρα προς το καλύτερο. Και ίσως γι’ αυτό να είναι σήμερα πιο αναγκαίο από ποτέ: ως αντίβαρο στον οπορτουνισμό, ως δύναμη ανανέωσης, ως εγγύηση ότι η δημοκρατία δεν θα χαθεί μέσα στον κυνισμό και την αδιαφορία.

Διότι η δημοκρατία συνήθως δεν πεθαίνει με έναν εκκωφαντικό κρότο. Πεθαίνει αργά, σιωπηλά, μέσα από τον κυνισμό, τον οπορτουνισμό και την αδιαφορία. Και το ερώτημα είναι αν εμείς, οι πολίτες, θα το επιτρέψουμε.

«Δεν πρόκειται μόνο για κοινοβουλευτικά «παζάρια», αλλά για στρατηγική αφομοίωσης που επιτρέπει στο σύστημα να επιβιώνει χωρίς βαθιές μεταρρυθμίσεις», σημειώνει ο Antonio Gramsci στα Τετράδια της Φυλακής.

Χαρακτηριστική του φράση είναι ότι το trasformismo οδηγεί σε μια «παθητική επανάσταση» (rivoluzione passiva), όπου δεν αλλάζουν οι σχέσεις εξουσίας αλλά οι αντίπαλες φωνές «αφομοιώνονται» και εξουδετερώνονται.

Με άλλα λόγια, για τον Γκράμσι το trasformismo ήταν σύμπτωμα πολιτικής παρακμής αντί για ουσιαστική αλλαγή, η κοινωνία εγκλωβίζεται σε ένα αέναο παιχνίδι ισορροπιών και προσωπικών συναλλαγών.