Αυτές τις μέρες «δοξάστηκε» σε υπερθετικό βαθμό από το επικοινωνιακό σύστημα με τη ρηχότητα που το διακρίνει το πρότυπο μιας κουλτούρας εξωτερικής πολιτικής που καταδικάζει τελικά τη χώρα να βιώνει μια συνεχή αντιπαράθεση «μη ειρήνης, μη πολέμου» με μεταξύ άλλων υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Ποιά είναι τα κύρια παθογενή στοιχεία της κουλτούρας αυτής ;
Πρώτον, η λογική της μη επίλυσης των προβλημάτων, ιδιαίτερα των Ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Το σύστημα εξωτερικής πολιτικής κατά βάθος είναι non-problem-solving system. Καθώς η κυριαρχούσα εκτίμηση είναι ότι οποιαδήποτε λύση είναι ζημιογόνα για την Ελλάδα. Επικρατεί, με άλλα λόγια, η προσέγγιση του μηδενικού και όχι του θετικού αθροίσματος (win-win solutions). Επομένως είναι περίπου αναπόφευκτο όταν σε μια σύσκεψη παρουσιασθεί μια πρόταση για τη λύση ενός προβλήματος να προβληθούν αμέσως δέκα τουλάχιστον λόγοι για την επικινδυνότητα της εν λόγω πρότασης. Η πρόταση δεν αντιμετωπίζεται δηλαδή ως ευκαιρία αλλά ως απειλή για τη χώρα που θα πρέπει να εγκαταλειφθεί.Και συνήθως εγκαταλείπεται. Είναι η κουλτούρα που αλλιώς είναι γνωστή και ως «το δόγμα της αδράνειας».
Δεύτερον, η λογική της ασυνέχειας στη διαμόρφωση πολιτικής. Απουσιάζει δηλαδή η διάσταση της συνέχειας (continuity) σε οποιαδήποτε καινοτόμο πρωτοβουλία θα μπορούσε να οδηγήσει σε λύση. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική η μη συνέχεια της προσπάθειας της κυβέρνησης Κ. Σημίτη για την επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία και η εγκατάλειψη του πακέτου Ελσίνκι (1999). Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Σημίτης:
«Μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, την Κυριακή της 7ης Μαρτίου 2004, προσκάλεσα τον κ. Καραμανλή στο Μαξίμου για να τον ενημερώσω για θέματα που θεωρούσα ότι θα πρέπει να γνωρίζει ο νέος πρωθυπουργός. Ο κ. Καραμανλής ήθε στο Μαξίμου συνοδευόμενος από τον σύμβουλό του κ. Μολυβιάτη. Αφού αναφέρθηκα στα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα, θέλησα να θίξω το θέμα των σχέσεων με την Τουρκία. Ο κ. Καραμανλής με διέκοψε αμέσως αναφέροντας ότι στα θέματα αυτά έχει διαφορετικές απόψεις και δεν χρειάζεται πληροφόρηση. Προσέθεσε ότι ο κ. Μολυβιάτης είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιος για την αντιμετώπισή τους. Ο κ. Μολυβιάτης πήρε αμέσως μετά τον λόγο και δήλωσε ότι η νέα κυβέρνηση θα εφαρμόσει τη δική της πολιτική, που είναι διαφορετική από εκείνη της κυβέρνησής μου».
Εγκαταλείφθηκε επομένως μια προσπάθεια για την οποία ήταν «ζήτημα χρόνου ίσως λίγων μηνών η ευδόκιμη κατάληξη» (Σημίτης), δηλαδή η επίλυση των Ελληνοτουρκικών. Και έτσι φθάσαμε τα πενήντα χρόνια χωρίς να λύσουμε κανένα πρόβλημα και η ατζέντα να διευρύνεται εις βάρος μας.
Το τρίτο χαρακτηριστικό στοιχείο έχει σχέση με την κυριαρχία των προσώπων (ζώντων ή τεθνεότων) έναντι των θεσμών στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής. Η διαδικασία αποτελεί ουσιαστικά μέσο έκφρασης προσωπικών επιλογών που λειτουργεί χωρίς κανόνες και επαρκή θεσμική εμπλαισίωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις η κυριαρχία των προσώπων μπορεί να έχει (πρόσκαιρες) ευεργετικές συνέπειες (όπως στην περίπτωση Γεραπετρίτη – Φιντάν όπου έχει διαμορφωθεί ένας πολύτιμος βαθμός εμπιστοσύνης). Το τελευταίο διάστημα έχει γίνει βέβαια κάποια πρόοδος στη θεσμοποίηση κανόνων. Παρά ταύτα, η Ελλάδα απέχει σημαντικά ακόμη από το πρότυπο χώρας στην οποία κυριαρχεί ο σεβασμός θεσμών και κανόνων. Όθεν και τα αυξημένα κρούσματα διαφθοράς. Η απουσία κανόνων στη διαμόρφωση πολιτικής συνοδεύεται συνήθως από τη γραφειοκρατία σε επίπεδο εκτέλεσης της πολιτικής.
Ο μέγιστος διπλωματης της μεταπολίτευσης πρέσβης Β. Θεοδωρόπουλος συνήθιζε να( μου) λέγει ότι στην εξωτερική πολιτική έχουμε πολλά δόγματα. Πολλά ανοιχτά μυαλά δεν έχουμε...
Πηγή: www.tanea.gr