Τάσος Γιαννίτσης: «Ελλάδα 1953 -2024: Χρόνος και Πολιτική Οικονομία»- Ένα βιβλίο, καθρέφτης της σύγχρονης ιστορίας μας

30 Σεπ 2025

Ο Τάσος Γιαννίτσης με το νέο του βιβλίο, «Ελλάδα 1953- 2024 – Χρόνος και Πολιτική Οικονομία», μας προτρέπει να ξαναδούμε την σύγχρονη ιστορία μας, από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου πολέμου έως σήμερα, με περισσότερο στοχασμό, και να συνειδητοποιήσουμε τις εξελίξεις, τις καθυστερήσεις και τα ελλείματα, όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στην πολιτική και κυρίως στις νοοτροπίες. Ή όπως τόνισε ο ίδιος κατά την παρουσίαση του βιβλίου του, «τις διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν την πραγματικότητα, οι οποίες, ακόμα και αν εκφράζουν ασυνέχειες, σχετίζονται με την επίδραση του παρελθόντος στο εκάστοτε σήμερα ή το μέλλον».

Η παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση «Ελλάδα 1953- 2024 – Χρόνος και Πολιτική Οικονομία», πραγματοποιήθηκε  στο Μέγαρο Μουσικής, με την παρουσία πολιτικών, πανεπιστημιακών, αλλά και της πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, η οποία ήταν και μία από τους ομιλητές. Ηταν ακόμη παρόντες ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Πικραμμένος, η Δάφνη Σημίτη, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, η Άννα Διαμαντοπούλου, ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ, Κώστας Τσουκαλάς, ο Νίκος Χριστοδουλάκης, αλλά και αρκετοί πανεπιστημιακοί.

Στη συζήτηση που συντόνισε ο Κώστας Κωστής, ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ και διευθυντής Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, πήραν μέρος ο Σταύρος Θωμαδάκης, ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, και ο Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στην παρέμβαση της η πρώην  Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου επισήμανε ότι «υπάρχει κάτι ποιητικό στον χαρακτήρα του Τάσου Γιαννίτση και στον τρόπο που αντιμετωπίζει την εξέλιξη της χώρας από το 1953 ως σήμερα, την πρόοδο και τις χαμένες ευκαιρίες. Μια νηφάλια απόγνωση, μια αίσθηση ματαιότητας, αλλά και μια άσβεστη ελπίδα που τον κρατάει δημιουργικό». Ανέφερε, επίσης, ότι «στη χώρα έχει καλλιεργηθεί, από δεκαετίες, ένα πνεύμα εξωραϊσμού της πραγματικότητας. Η Μεταπολίτευση υπήρξε σημείο αιχμής για την εξέλιξή μας, δεν λειτούργησε όμως και ως σημείο ειλικρινούς στοχασμού και κριτικής θεώρησης· σαν η ανάγκη αυτογνωσίας να μη μας απασχολεί έντονα, εμάς τους Έλληνες. Ακολουθήσαμε, διαχρονικά, τον δρόμο της εύκολης ανάπτυξης, χωρίς τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές που θα εξασφάλιζαν το μέλλον μας.

Σημείωσε, επίσης, ότι ο Tάσος Γιαννίτσης «αναδεικνύει τις ολιγωρίες, τις καθυστερήσεις και την άρνηση να χαραχθεί μια ρεαλιστική γραμμή χωρίς ψευδαισθήσεις για το αύριο», ενώ επεσήμανε ότι «αν και η κρίση του 2009 ήταν οικονομική στην καρδιά της, η αφετηρία της ήταν αξιακή, γνωστική και πολιτισμική».

Η πρώην Πρόεδρος έκανε λόγο για χρόνια προβλήματα που υπονομεύουν την ανάπτυξη, όπως η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή, η διαφθορά και η αναποτελεσματικότητα του πολιτικού συστήματος. Ειδική αναφορά έκανε στο κράτος δικαίου: «Η δικαιοσύνη είναι η κατ’ εξοχήν πολιτική έννοια. Απονέμεται στα δικαστήρια και μόνον εκεί, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Κάθε άλλη μέθοδος προσβάλλει το κράτος δικαίου και οδηγεί σε υποβάθμιση του πολιτισμού μας».

Η κ. Σακελλαροπούλου στάθηκε επίσης στον κίνδυνο λαϊκισμού γύρω από τη δικαστική λειτουργία, καταδικάζοντας την κριτική αποφάσεων πριν ακόμη δημοσιευθούν: «Η ελευθερία της έκφρασης χάνει τη σημασία της και καταλήγει σε ανούσιες επικρίσεις και λοιδορίες».

Αναφερόμενη σε βαθύτερες αιτίες της κρίσης, τόνισε ότι «η συλλογική κουλτούρα της Μεταπολίτευσης ανέχθηκε την υπονόμευση του δημόσιου συμφέροντος και του δημόσιου χώρου». Παράλληλα, προειδοποίησε για τους κινδύνους της παραπληροφόρησης μέσω τρολ και fake news, ιδιαίτερα στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης.

«Συζητάμε για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ενώ θα έπρεπε να εστιάσουμε στην αναθεώρηση των νοοτροπιών», κατέληξε.

Ο Τάσος Γιαννίτσης, στη δικη του παρέμβαση, ανέφερε, μεταξύ άλλων:

     «Οι επιμέρους φάσεις των εβδομήντα χρόνων είχαν ένα κοινό παρονομαστή: στηρίχθηκαν σε κινητήριες δυνάμεις, που όταν, για διάφορους λόγους, σταμάτησαν να λειτουργούν, προκάλεσαν καθίζηση της οικονομίας: το 1974, το 1985, το 1989, το 1993, το 2009. Το μεγάλο κενό αφορούσε μια αποτελεσματική και ανθεκτική πολιτική catch-up, δηλαδή σταδιακής κάλυψης των αναπτυξιακών κενών με άλλες χώρες και σύγκλισης προς κοινωνίες που τα είχαν καταφέρει καλύτερα. Δεν δόθηκε σημασία, ότι ανάπτυξη, σύγκρουση για το νεωτερικό, και προσέγγιση της χώρας προς τις «επάνω» κοινωνίες είναι μια αέναη διαπάλη παλιού και νέου, όπου κάθε χαλαρότητα, διάλειμμα, παραίτηση ή αντίσταση στο ευρύτερο γίγνεσθαι οδηγεί στην εμπλοκή, και η εμπλοκή σε δυσκολότερες συνθήκες.

Στη μεγάλη αυτή διαδρομή, υπήρξαν στιγμές, κυρίως, αλλά όχι μόνο, στις δύο πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, στις οποίες ο συνδυασμός εθνικών και διεθνών ανατροπών ωθούσε την ιστορία προς κατευθύνσεις, που ούτε ήξερε κανείς από πριν πού οδηγούσαν, ούτε τι δυσκολίες θα έφερναν, ούτε με ποιες πολιτικές και εργαλεία θα αντιμετωπίζονταν, γιατί απλούστατα ήταν πρωτόγνωρες και απαιτούσαν θεωρήσεις που μόνο αργότερα μπορούσε κανείς να δει πιο καθαρά. Το δίλημμα που έχει να απαντήσει κανείς, είναι πόσο εφικτό ήταν, και με τι πολιτικές συνέπειες, να πει κανείς σε μια κοινωνία που για δεκαετίες είχε πιεστεί ασφυκτικά, ότι οι θετικές οικονομικές και κοινωνικές ρυθμίσεις που είχαν μεσολαβήσει είτε το 1974-1980, είτε, ιδίως, μετά το 1981, έπρεπε να παγώσουν ή να ακυρωθούν, γιατί από διεθνοπολιτική και οικονομική άποψη, το σκηνικό είχε ανατραπεί; Σε ποιο βαθμό και για ποιους λόγους θα μπορούσε μια ιστορική φάση και οι πρωταγωνιστές της πολιτικής να ξεφύγουν από τους καταναγκασμούς που τους κληρονόμησε το παρελθόν;

Στις περισσότερες περιόδους που εξετάζονται, κάθε κύκλος κρατικής παρέμβασης είχε ως αποτέλεσμα μια παροδική αντιμετώπιση των αποσταθεροποιητικών τάσεων και την επανεμφάνιση αδυναμιών (αδύναμη παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα, εξειδίκευση σε δραστηριότητες χαμηλής-μέσης παραγωγικότητας, π.χ. τουρισμός, εμπόριο, τρόφιμα, εστίαση, ακίνητη περιουσία, που και πάλι αντιμετωπίζονταν με μακροοικονομικές παρεμβάσεις (δημοσιονομική λιτότητα, συμπίεση μισθών, φορολογικά μέτρα, κ.ά.).

Έτσι, η οικονομία, σε όλη τη μακρά περίοδο 1974-2022 ακολούθησε μια παλίνδρομη κίνηση με μορφή ελλειπτικής τροχιάς -μιας κίνησης stop and go, που αρχικά οδηγούσε τη χώρα προς τα εμπρός, όμως ταυτόχρονα την οδηγούσε και σε προβληματικές συνθήκες, από τις οποίες νομίζαμε ότι είχαμε ξεφύγει. Η ελληνική οικονομία βρέθηκε σε πολλές στιγμές (1985-87, 1990, 1993-1994 και, βεβαίως, μετά το 2010) στην ανάγκη να «σπάσει» τον κύκλο αυτό με προγράμματα λιτότητας και περιοριστικών μακροοικονομικών πολιτικών. Κάθε φορά, μετά τα πρώτα θετικά αποτελέσματα των πολιτικών αυτών, ακολουθούσε ξανά μια νέα περίοδος διολίσθησης προς τα ίδια προβληματικά χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν.
 

Σε όλη την περίοδο 1974-2009, σημειώθηκε μια επικέντρωση της πολιτικής σε πολιτικές που επηρέαζαν την κατανομή του εισοδήματος με κριτήριο τις ισορροπίες δύναμης στην κοινωνία. Ειδικότερα, η πολιτική κατ΄ επανάληψη παρενέβη μέσω φορολογικών και άλλων μέτρων στη διανομή του εισοδήματος. Θα έλεγε κανείς, ότι αυτό ήταν αναγκαίο λόγω της ανάγκης συγκρότησης Κοινωνικού Κράτους μετά το 1981, που μέχρι τη δεκαετία του 1980 ήταν αναιμικό. Το πρόβλημα είναι ότι, με εξαιρέσεις, σε πολλές περιπτώσεις, οι παρεμβάσεις αυτές δεν έχουν ως στόχο την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, αλλά μιας πελατειακής εξυπηρέτησης, που δεν συνδέεται με κανένα κοινωνικό κριτήριο. Κομματικά ή προσωπικά πολιτικά οφέλη κυριαρχούν σε βάρος των συλλογικών αναγκών.

 Επικράτησαν πολιτικές των «εύκολων επιλογών» (δάνεια, οικοδομή, ακίνητα, συνεχείς νομιμοποιήσεις παραβάσεων) ως κεντρικό χαρακτηριστικό όλων των πολιτικών που ακολουθήθηκαν, με αποτέλεσμα την κατάρρευση το 2009 και την υποχώρηση της σχετικής θέσης της χώρας στην προτελευταία θέση της Ε.Ε..


Ίσως, η πιο σημαντική συνέπεια όλων αυτών των χαρακτηριστικών ήταν η απώλεια της εμπιστοσύνης ως προς την ικανότητα της πολιτικής και των ελίτ της χώρας να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα του αύριο. Πριν λίγες δεκαετίες, κυριαρχούσε η βεβαιότητα, ότι είτε η ελεύθερη Αγορά, είτε το Κράτος ήταν οι ιδανικοί φορείς/μοχλοί για να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά, τουλάχιστον, προβλήματα. Η βεβαιότητα αυτή έχει υποστεί κρίσιμα ρήγματα και από τις δύο πλευρές.

Το καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου αφορά τις «κινητήριες δυνάμεις της εξέλιξης σήμερα και σκέψεις για το αύριο». Όλες οι διαπιστώσεις για το παρελθόν έχουν σημασία προκειμένου να ξεπεράσουμε λάθη και αδυναμίες του παρελθόντος και να επικεντρωθούμε στην αντιμετώπιση των σημερινών ή και αυριανών απειλών μας. Θεωρώ, ότι σήμερα τα μεγάλα μας ρίσκα είναι πολλά, είναι παράλληλα, θέτουν πρωτόγνωρες απαιτήσεις και ότι στις επόμενες δύο τρεις δεκαετίες η εξέλιξη κάθε χώρας θα προσδιοριστεί από το είδος του Κράτους και διακυβέρνησης που θα έχει.

Βλέπω την πιεστική ανάγκη τεσσάρων, τουλάχιστον, μεγάλων αλλαγών:
• Την ισχυροποίηση του παραγωγικού μας συστήματος,
• Μεγάλες αλλαγές στο υπόδειγμα διακυβέρνησης,
• Την ανάγκη μιας αναπτυξιακής-βιομηχανικής πολιτικής σε σημερινή βάση, και
• Την προστασία της δημοκρατίας και των ευάλωτων στρωμάτων.

Σε τέτοιες συνθήκες, το κράτος και το πολιτικό σύστημα πρέπει να κάνουν αυτό που δεν έκαναν για δεκαετίες: να ασκήσουν ολοκληρωμένη πολιτική σε ένα ευρύ πεδίο θεμάτων, με κριτήριο τους πιο σημαντικούς μεσο-μακροπρόθεσμους συλλογικούς-κοινωνικούς στόχους και όχι τα βραχυπρόθεσμα, κοινωνικά ασήμαντα, κομματικά-πολιτικά οφέλη. Προφανώς όχι σε κάποια ιδεατή μορφή, αλλά, πάντως με ουσιαστικά αποτελέσματα. Τέτοιες αλλαγές θα συνιστούσαν, όμως, μια πολύ σημαντική τομή σε βαθιά εμπεδωμένες ισορροπίες συμφερόντων, αντιλήψεις, ιδεολογικά στερεότυπα και ανατροπές κουλτούρας, που έχουν γίνει αναπόσπαστο τμήμα της ομαλής λειτουργίας της και για το λόγο αυτό παραμερίζονται συστηματικά.

Είναι ρεαλιστικό να θεωρεί κανείς, ότι μπορούν να γίνουν όλα αυτά ή έστω τμήμα τους, ή μήπως αυτά είναι μια «άσκηση επί χάρτου»; Ίσως. Το πρόβλημα είναι, ότι οι συνέπειες μιας πολιτικής αδιαφορίας ή αδυναμίας στην αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων μας έχει αρνητικές επιδράσεις, που κάθε άλλο παρά ασκήσεις επί χάρτου είναι.

Η απάντησή μου στο ερώτημα είναι ότι πλέον δεν έχουμε την πολυτέλεια να έχει το τρίγωνο «ακινησία-αδιαφορία-διαφθορά» τόσο βάρος στη λειτουργία της χώρας. Ή. Μάλλον, την έχουμε, αλλά με τις αναπόφευκτες επιπτώσεις. Με την οικονομική κρίση, τη δημογραφική κρίση και πολλά άλλα, βλέπουμε πόσο ξαφνιαζόμαστε και γινόμαστε αρνητικοί, όταν κάποια στιγμή αποκαλύπτονται τα μεγάλα μας προβλήματα. Μέχρι τη στιγμή της αποκάλυψης σημαντικών προβλημάτων κανείς δεν ενδιαφέρεται να γίνει κάτι ουσιαστικό, και από τη στιγμή εκείνη, εξ αντικειμένου, κάθε πολιτική παρέμβαση γίνεται πολλαπλάσια δύσκολη. Και στις δύο περιπτώσεις προκύπτει αδιέξοδο.
Για να ολοκληρώσω, προσπάθησα να συνθέσω ένα αφήγημα που να εξηγεί μια μακρά πορεία της κοινωνίας μας, των ανθρώπων που την έζησαν -όλων μας-, τις προσδοκίες τους, τις σκέψεις, τους στόχους και τους τρόπους που λειτούργησαν οι ηγεσίες, οι ισχυροί και οι απλοί πολίτες ή κοινωνικά σύνολα. Δεν έχω καμμιά αμφιβολία, ότι μέσα σε όλα αυτά είναι πολύ πιθανό ή και βέβαιο, ότι λειτουργούν υποκειμενικά στοιχεία. Όμως, υποκειμενικά στοιχεία λειτουργούν σε όλους και σε κάθε περίπτωση.
Τελικώς, όλα αυτά ίσως σας φαίνονται ως ένας σωρός «ατάκτως ερριμμένων» σκέψεων και συνειρμών. Είναι. Προσπάθησα, όμως, να επιτύχω μια ισορροπία, η οποία θα δείχνει ότι ένα σύνθετο βιβλίο δεν είναι αποκλειστικά προϊόν σκέψης και επιστημονικής θεώρησης, αλλά περιλαμβάνει και αναρίθμητες στιγμές διαφορετικής φύσης. Από πολλές πλευρές, η πραγματικότητα δεν είναι ίδια, ούτε διαβάζεται με τον ίδιο τρόπο από όλους. Το σύνολο όμως αυτών των υποκειμενικών στοιχείων, σκέψεων και αισθημάτων μέσα μας είναι που μας κάνει να διαφέρει η έκφρασή μας από ό,τι θα μας έδινε μια μηχανή αναζήτησης της τεχνητής νοημοσύνης.