Η σύγκρουση των ελίτ και η άνοδος της βάσης

Γιώργος Σιακαντάρης 01 Οκτ 2025

Πολλές είναι οι αναλύσεις – και ευλόγως- που εστιάζουν στα αίτια της ανάδειξης μιας τέτοιας περσόνας όπως ο Ντόναλντ Τραμπ στο ανώτατο αξίωμα των ΗΠΑ και μάλιστα δυο φορές. Και πολλά δείχνουν πως αν είχε το δικαίωμα τρίτης επανεκλογής, θα μπορούσε να επανεκλεγεί. Όπως υποστηρίζει ο Ντάνι Ρόντρικ , ο  Τραμπ στην πρώτη του θητεία ήταν «ένας πλούσιος επιχειρηματίας και μια διασημότητα, η οποία περιβαλλόταν από ένα μείγμα καθημερινών  Ρεπουμπλικάνων πολιτικών, από χρηματοδότες της Wall Street και από θιασώτες του οικονομικού εθνικισμού. Αλλά αυτή τη φορά, σε αυτές τις ομάδες προστέθηκαν μέλη της τεχνοδεξιάς, εκπροσωπούμενοι με τον πιο κραυγαλέο τρόπο από τον Έλον Μασκ, τον πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο».[1]Συνεχίζοντας παρακάτω τονίζει πως «με τους ελίτ υποστηρικτές του Τραμπ να δίνουν προτεραιότητα στις δικές τους κλειστές ατζέντες έναντι των δημοκρατικών αρχών, ο κίνδυνος διολίσθησης προς τον αυταρχισμό θα πρέπει να είναι προφανής. Ευτυχώς, ωστόσο, το ακόμη πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι αυτές οι ανταγωνιστικές ατζέντες σύντομα θα έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους και θα προκαλέσουν τη ρήξη της συμμαχίας του Τραμπ».[2] Ήδη ο Τραμπ συγκρούστηκε με τον Μασκ και έπεται συνέχεια.

Μεγάλο όμως από την άλλη είναι και το ερώτημα πώς ένας μουσουλμάνος το θρήσκευμα, ινδό- νοτιοαφρικανικής καταγωγής, απλός πολιτειακός βουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως ο Ζοράν Μαμντάνι, κατόρθωσε να αναδειχθεί υποψήφιος Δήμαρχος της Νέας Υόρκης, σε βάρος μάλιστα ενός προβεβλημένου στελέχους των Δημοκρατικών και πρώην Δημάρχου της Νέας Υόρκης, του Άντριου Κουόμο, βεβαρυμμένου όμως με πολλές κατηγορίες διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων, αλλά και σχέσεων με τον μεγάλο πλούτο. Ο Κουόμο σε μια τηλεοπτική συζήτηση των δυο δεν μπορούσε ή έκανε πως δεν μπορεί να προφέρει τ’ όνομα του Μαμντάνι. Ο Ζοράν Μαμντάνι του απάντησε πως στο εξής θα πρέπει να το μάθει πολύ καλά. Είχε δίκιο. Ο Δημοκρατικός υποψήφιος για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης δεν ανήκει στα ανώτερα στρώματα των ΗΠΑ, αν και δεν συμπεριλαμβάνεται και στους «μη ευνοημένους». Είναι γεννημένος στην Ουγκάντα, γιός της σκηνοθέτριας Μίρα Ναϊρ και ενός πολύ καλού και γνωστού καθηγητή Πολιτικών Επιστημών, του Μαχμούντ Μαμντάνι με πάρα πολλά και καλά βιβλία στο ενεργητικό του για το σύγχρονο αλλά και το παλαιότερο ισλάμ. Μεταφρασμένα και στα ελληνικά. Διαπαιδαγωγημένος με αριστερές αρχές και ανησυχίες για το Παλαιστινιακό, οι προτάσεις του συνθέτουν το λεγόμενο affordability, ένα «πρόγραμμα υποστήριξης της εργατικής τάξης», δηλαδή πολιτικές εκτός της λογικής των αγορών που αφορούν δωρεάν δημοτικά λεωφορεία, δωρεάν βρεφονηπιακούς/παιδικούς σταθμούς για όλους, πάγωμα ενοικίων για τις μεγάλες περιοχές, όπου ισχύει έλεγχος ενοικίων (2 εκατομμύρια ενοικιαστές), ίδρυση δημοτικών παντοπωλείων με φτηνά τρόφιμα στις φτωχογειτονιές χωρίς μαγαζιά τροφίμων και 200 χιλιάδες νέες κοινωνικές κατοικίες, φροντίδα των παιδιών, προοδευτική φορολογία, προστασία της εργασίας από τις αυθαίρετες εργοδοσίες και σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού από 18,5 σε 30 δολάρια την ώρα. Όλα αυτά ενθουσιάζουν αυτούς που ο Τζον Ρολς ονομάζει «μη ευνοημένους» της κοινωνίας. Σε μια εποχή που οι «συνήθεις» Δημοκρατικοί, αμήχανα, επιμένουν να συναγωνίζονται για το ποιος είναι πιο κεντρώος, ο Μαμντάνι πρότεινε ένα πρόγραμμα ελάφρυνσης των βαρών της αγοράς. Είναι κοστολογημένο το πρόγραμμά του; Ακούω κάποιες αγωνίες νεοφιλελεύθερων να ρωτούν. Απάντηση. Σημασία έχουν τα έσοδα και όχι τα έξοδα. Όσοι κερδίζουν πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια το χρόνο, θα πληρώσουν επιπρόσθετα 20.000 δολάρια σε πολιτειακούς φόρους και οι επιχειρήσεις θα δουν αύξηση της πολιτειακής φορολογίας κερδών από το 9% στο 11.3%, όσο είναι και σ’ άλλες αμερικανικές Πολιτείες όπως το New Jersey. Μετά απ’ όλα αυτά το FOX τον κατηγόρησε για κομμουνιστή. Το δίλημμα, είπαν στο FOX, που θέτει ο Μαμντάνι είναι  «σοσιαλισμός ή καπιταλισμός». Το μοναδικό δίλημμα όμως που αυτός θέτει είναι τεχνοκαπιταλισμός ή δημοκρατικός καπιταλισμός.

Ο δημοκρατικός καπιταλισμός απειλείται

Από τη μια είναι εμφανές πως οι πολιτικές εστίασης της βραχμανικής Αριστεράς στο Κέντρο, στα μορφωμένα και στα σχετικώς εύπορα μεσαία στρώματα και στις «μεταρρυθμίσεις από τα πάνω» έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητές τους, αν υπήρχαν ποτέ αυτές. Από την άλλη όμως μπορούν μόνο οι πολιτικές του Μαμντάνι, της Κορτέζ και του Σάντερς[3] να δίνουν διέξοδο στην παγκόσμια Αριστερά; Ναι, υπό πολλές προϋποθέσεις. Και αυτές αφορούν τη συμπλήρωσή τους με πολιτικές για τα απειλούμενα μεσαία στρώματα. Και εδώ υπάρχουν αντιθέσεις μεταξύ αυτών των δυο. Οι παλαιοί μεσαίοι βλέπουν ως απειλή και όχι ως συμμάχους τους «μη ευνοημένους» και οι Δημοκρατικοί, αλλά και οι σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη, δεν έκαναν τίποτα για να μειώσουν αυτό τον φόβο.

Αν και το έχουμε ξεχάσει, δημοκρατική ευρωπαϊκή Αριστερά και αμερικανικός φιλελευθερισμός σήμαινε, δίνω απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει ο καπιταλισμός. Τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και της χρυσής τριακονταπενταετίας η σοσιαλδημοκρατία, έθεσε ως κεντρικό στόχο της τον εκδημοκρατισμό του καπιταλισμού, όπως επανειλημμένως έχει γράψει ο Νίκος Μουζέλης, αλλά και ο Νίκος Πουλαντζάς, από διαφορετική οπτική γωνία. Αυτή δεν διεκδίκησε καμία νεφελοκοκκυγία στα σύννεφα του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» ως κάτι διαφορετικού από τον καπιταλισμό συστήματος. Ο Αλέξης Τσίπρας που μίλησε για «δημοκρατικό καπιταλισμό», δεν είπε κάτι άλλο απ’ αυτό που αποτέλεσε το DNA της σοσιαλδημοκρατίας.  Αυτός, ως κάτι, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, ξένο προς τη σοσιαλδημοκρατία, έδειξε στην ελληνική σοσιαλδημοκρατία φωτογραφίες από το πώς είχαν επιπλώσει το σπίτι τους οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες και οι αμερικανοί φιλελεύθεροι. Σημασία δεν έχει εδώ ποιος ήταν ή ποιος θα είναι ο Τσίπρας, αλλά αν είπε το σωστό. Και είπε το σωστό. Αυτό που δεν τολμούν να πουν, για να μη τους κατηγορήσουν για λιγότερο «επαναστάτες», μερικοί δικοί μας «σοσιαλδημοκράτες». Όσοι αγνοούν τις κοινωνικές σχέσεις και ισορροπίες, κρύβονται πίσω από κοινοτοπίες περί «σοσιαλισμού και δημοκρατίας» ως νέο «σύστημα», το οποίο με πολιτικές αποφάσεις αντικαθιστά τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός βεβαίως και δεν είναι αιώνιος, ούτε προαιώνιος, ούτε η μόνη δυνατή κοινωνική οργάνωση, αλλά η αυθαίρετη κατάργησή του είχε τις γνωστές συνέπειες. Ο δημοκρατικός καπιταλισμός μετά το 1945 ήταν η μόνη λύση. Αυτός ο καπιταλισμός της εποχής των εθνών κρατών επέτρεπε το τριμερές συμβόλαιο συμβιβασμών της εργατικής τάξης και των συνδικάτων της, του κράτους και της εθνικής εργοδοσίας. Σήμερα αυτό το συμβόλαιο είναι όνειρο θερινής νυκτός, σαν αυτές που ζούμε τα τελευταία χρόνια με τους μεγάλους και διαρκείς καύσωνες. Ζούμε στην εποχή του γυμνού από δικαιώματα εργαζόμενων στο τεχνοκαπιταλισμό.

Ποιος είναι σήμερα ο καπιταλισμός;

Σήμερα ο καπιταλισμός είναι πολύ διαφορετικός. Σύμφωνα με μελέτη των Carl Benedict Frey και Michael A. Osborn το 47% της συνολικής απασχόλησης στις ΗΠΑ θα έχει αυτοματοποιηθεί έως το 2034.[4] Ενώ και κατά τον Αντρέας Ρέκβιτς «η μεγάλη αλλαγή την οποία έχουν υποστεί οι δυτικές κοινωνίες δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς τη βαθιά κατανόηση του μετασχηματισμού των μορφών του εμπορεύματος της εργασίας, της κατανάλωσης αλλά και του καπιταλισμού συνολικά».[5] Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα ακόμα και «οι πρώην κατεστημένοι αισθάνονται ότι ωθούνται στο περιθώριο, και μια πιθανή αντίδραση σε αυτό είναι η πολιτική και πολιτισμική μνησικακία».[6] Ο David Autor επίσης έγραψε πως «οι αλλαγές στην τεχνολογία πράγματι μεταβάλλουν τόσο τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας όσο και τις αμοιβές τους. Μια αξιοπαρατήρητη μεταβολή στις τελευταίες δεκαετίες ήταν η «πόλωση» της αγοράς εργασίας, όπου οι μισθολογικές αυξήσεις είναι αντιστρόφως ανάλογες μεταξύ αυτών που βρίσκονται  στην κορυφή και αυτών που στέκονται στη βάση της κατανομής εισοδήματος και δεξιοτήτων…».[7] Συνέπεια  αυτών είναι οι πολιτικές εξελίξεις που περιγράφει η Κορίν Πελουσόν. «Η απουσία πολιτικού οράματος και η απόσυρση του πολιτικού, το οποίο έχει καταστεί όργανο μιας οικονομίας που δεν συνίσταται πλέον στη διαχείριση των δημόσιων αγαθών, αλλά περιορίζεται στη νόρμα της μέγιστης αποδοτικότητας, υπονομεύουν την αξιοπιστία των σύγχρονων φιλελεύθερων κυβερνήσεων».[8]

Να λοιπόν και ο κυνικός καπιταλισμός. Ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός όσον αφορά τις δημοκρατικές διαδικασίες (γνωστή η εκ μέρους του Φρίντριχ Χάγιεκ περιφρόνηση της δημοκρατίας για χάρη της «ελευθερίας»),τηρούσε αν μη τι άλλο τα προσχήματα. Τώρα ο Τραμπ μάς λέει κατάμουτρα πως αξίζει να κυβερνά μόνο όποιος είναι πλούσιος. Σήμερα οι πλούσιοι δεν αρκούνται να κυβερνούν οι άλλοι γι’ αυτούς. Η σχετική ισορροπία της σχέσης χρήματος/καπιταλισμού και δημοκρατίας έχει ανατραπεί σε βάρος της δημοκρατίας. Βεβαίως καπιταλισμός πάντα σήμαινε κυριαρχία του χρήματος, αλλά αυτό που συμβαίνει τώρα σπάει όλες τις μπαριέρες που έβαζε σ’ αυτόν η δημοκρατία. Ο μόνος κερδισμένος και στις δυο αυτές εξελίξεις είναι ο καπιταλισμός καζίνο των μεγάλων τεχνολογικών και χρηματιστηριακών εταιρειών. Από το 1989 έως σήμερα κυρίαρχο ιδεολόγημα ήταν πως οι πολιτικοί πρέπει να κυβερνούν σαν επιχειρηματίες, τώρα κυρίαρχο δόγμα γίνεται πως απλά οι επιχειρηματίες πρέπει να κυβερνούν οι ίδιοι, με τη βοήθεια δικαστών και μερικών πολιτικών. Ο τραμπικός αντιδημοκρατισμός δεν αναπτύσσεται εν κενώ ή μάλλον αναπτύσσεται στα κενά που δημιουργούν οι «μεταμορφώσεις των καπιταλισμών». Καμία ανάλυση των αντιφιλελεύθερων τάσεων στις σύγχρονες δημοκρατίες δεν μπορεί να αγνοεί τη λειτουργία των σημερινών «καπιταλισμών».

Ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων Jan Zielonka έγραψε πως «πολλοί προτείνουν τις δικές τους λίστες με άτομα ή παράγοντες τους οποίους θεωρούν υπεύθυνους για την άνοδο των λαϊκιστών στην εξουσία. Κάποιοι κοιτούν τον καπιταλισμό, άλλοι τον νεοφιλελευθερισμό, τη μετανάστευση ή την παγκοσμιοποίηση. Άλλοι εστιάζουν στην ενοχή της Κίνας, της Ρωσίας, των Ηνωμένων Πολιτειών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχει επίσης ένας κατάλογος φιλελεύθερων κεντροαριστερών και κεντροδεξιών πολιτικών που κατηγορούνται για την άνοδο του λαϊκίστικου κύματος. Για κάποιους, το λάθος ξεκινά με τη Μάργκαρετ Θάτσερ, για άλλους με τον Τόνι Μπλερ. Κάποιοι επικρίνουν τον Γκέρχαρντ Σρέντερ ή την Άνγκελα Μέρκελ, ενώ άλλοι δείχνουν προς τη μεριά του Νικολά Σαρκοζί ή του Εμανουέλ Μακρόν.…Μια πρόσφατη έρευνα της Ipsos Knowledge Panel αποκάλυψε ότι σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες εκφράζουν τη δυσαρέσκεια τους για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δημοκρατία στη χώρα τους….Πολλές μελέτες επιβεβαιώνουν την επισφαλή κατάσταση της δημοκρατίας και αναδεικνύουν το πώς οι λαϊκιστές εκμεταλλεύονται αυτή την επισφάλεια».[9] Διατηρώντας τη διαφωνία μου για το κατά πόσο όλος ο λαϊκισμός είναι μόνο μια ανελεύθερη απάντηση στον αντιδημοκρατικό φιλελευθερισμό, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με την άποψη που θέλει το πρόβλημα να εντοπίζεται στις ανελεύθερες και αντιφιλελεύθερες τάσεις που αναπτύσσονται στα πλαίσιο του όλου τεχνοκαπιταλισμού και όχι μόνο στις «ανελεύθερες δημοκρατίες» τύπου Όρμπαν και Κατσίνσκι παλαιότερα. Αν και στην Πολωνία καλομελέτα και έρχεται πάλι ο Κατσίνσκι. Γιατί συμβαίνει αυτό; Εδώ οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας μια πολύ κρίσιμη μεταβολή του καπιταλισμού. Ο ρυθμός στον οποίο κινείτο ο δημοκρατικός καπιταλισμός στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ήταν πολύ αργός. Αυτό άλλαξε με το διαδίκτυο. Για έναν κόσμο που λειτουργεί με την ταχύτητα του Διαδικτύου, οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι χάσιμο χρόνου. Οι ακροδεξιοί λαϊκιστές στην προσπάθειά τους να «διορθώσουν» τη δημοκρατία, να την κάνουν πιο «γρήγορη» και πιο «αποτελεσματική», προτείνουν την κατάργηση τού οτιδήποτε εμποδίζει αυτή την ταχύτητα. Το κράτος δικαίου, οι έλεγχοι των ισορροπιών, τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και τα δικαιώματα των μειονοτήτων την εμποδίζουν. Τους υποστηρίζουν οι techno boss. Ο γνωστός θεωρητικός των Νέων Μέσων και επικριτής του τεχνοκαπιταλισμού Ντάγκλας Ράσκοφ σε συνέντευξή του στο ΤΟ ΒΗΜΑ και στον Κωνσταντίνο Τσαλακό, υποστηρίζει πως ο λόγος που οι λεγόμενοι techno boss «θέλουν να φτιάξουν αυτές τις εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης τόσο γρήγορα ή ο λόγος που έβαλαν πλάτη στον Τραμπ και υποστήριξαν την απορρύθμιση των δεδομένων και της πυρηνικής ενέργειας είναι ότι θέλουν να διατηρήσουν τα μονοπώλιά τους. Εάν υπήρχε μια πιο αργή και διαμοιρασμένη ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, τότε όλοι θα τη χρησιμοποιούσαμε για να σχεδιάσουμε νέα κοινωνικά συστήματα. Για αυτό θέλουν να πηγαίνουν γρήγορα. Διότι δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα».[10] Η «ανελεύθερη δημοκρατία» επιτρέπει την ταχεία λήψη αποφάσεων χωρίς δημόσια διαβούλευση ή κοινοβουλευτική συζήτηση. Ο Μαμντάνι ζητά να επιστρέψουμε στην «αργή δημοκρατία» του δημοκρατικού καπιταλισμού, γιατί θέλει ν’ αλλάξουν πολλά, αν όχι όλα.

Από το 2021 και μετά, κατά τον Zielonka πάλι, που οι ερευνητές ρωτούν τους πολίτες πώς θα ένιωθαν για τη μείωση του αριθμού των εθνικών βουλευτών και την αντικατάστασή τους με Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) εξοπλισμένη με πρόσβαση σε δεδομένα πολιτών. Παραδόξως (;) οι μισοί από τους ερωτηθέντες, ιδιαίτερα τα νεότερα άτομα, εκφράζουν τον ενθουσιασμό τους για μια τέτοια εξέλιξη. Το ερώτημα είναι, αν αυτό αντανακλά υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης στην Τεχνητή Νοημοσύνη ή απλώς απόρριψη της πολιτικής τάξης. Ωστόσο, υπογραμμίζει ο ίδιος, υπάρχει ανάγκη δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που θα πηγαίνουν πέρα από τις κλασικές παραδοσιακές ατζέντες εκλογών, κοινοβουλίων, συνταγμάτων και κομμάτων. Πέρα από «μεταρρυθμίσεις», όπως τις θέλει η σημερινή νεοδεξιά σκέψη, από τους πάνω σε βάρος των κάτω, θα έγραφα. Και συνέχιζε ο Jan Zielonka, «είναι καιρός να ανακαλύψουμε νέες μορφές ηλεκτρονικής δημοκρατίας που θα ενδυναμώνουν τους απλούς πολίτες. Θα πρέπει να στραφούμε στην πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, υποχρεώνοντας τα κράτη να μοιράζονται τους πόρους και τη λήψη των αποφάσεων σε τοπικό και διακρατικό επίπεδο. Τα άτυπα δίκτυα θα πρέπει επίσης να αξιοποιηθούν για τον ανακαταμερισμό των δημόσιων αγαθών. Τα πειράματα εγκυμονούν κινδύνους, αλλά αν τηρούμε τις φιλελεύθερες αξίες, ενώ καινοτομούμε, μπορεί να εξέλθουμε από τον λαϊκίστικο λαβύρινθο».[11]

Αρκούν οι φιλελεύθερες αξίες ή χρειάζονται και αριστερές;  

Αρκεί όμως «να τηρούμε τις φιλελεύθερες αξίες» για να αντιμετωπίσουμε τον δεξιό μη συμπεριληπτικό λαϊκισμό; Οι φιλελεύθερες αξίες δεν αρκούν, αν δεν έχουν και κοινωνικό περιεχόμενο. Αν δεν είναι «και αριστερές» δηλαδή. Αλλά τι σημαίνει «και αριστερές»; Μια Αριστερά που μιλά μόνο για τη φτώχεια, είναι μια φτωχή Αριστερά (βλέπε Κόρμπιν). Δεν είναι λύση μια Αριστερά που εστιάζει μόνο σ’ αυτούς που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τους ρυθμούς των αγορών. Από την άλλη, ως γνωστόν, δεν είναι λύση μια κατά Πικετί βραχμανική Αριστερά που ενδιαφέρεται μόνο για τους «άξιους» και την «αξιοκρατία». Αχ, πόσο δύσκολο να πείσεις σημερινούς αριστερούς για το πόσο δεξιά είναι η έννοια της «αξιοκρατίας»; Χρειάζεται μια Αριστερά που θα εκπροσωπεί τη συμμαχία των μεσαίων στρωμάτων με τα λιγότερο ευνοημένα στρώματα στη βάση πολιτικών που θα εστιάζουν στα κέντρα των κοινωνιών.[12] Εκεί δηλαδή που το ενδιαφέρον για την παραγωγή συναντάται με το Κράτος Πρόνοιας και την αναδιανεμητική δικαιοσύνη. Επίσης μια Αριστερά η οποία θα κατανοεί πως το εθνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η δημοκρατία, είναι ανεπαρκές στο παγκόσμιο ψηφιακό τοπίο των διασυνδεδεμένων επικοινωνιών και συναλλαγών.

Η απάντηση στο τεχνοκρατικό και το αυταρχικό κόμμα Τραμπ θα δοθεί μέσα από την υπέρβαση όλων όσων μέχρι σήμερα ονομάζαμε Αριστερά, γιατί έχουν αλλάξει και όλα όσα μέχρι σήμερα ονομάζαμε καπιταλισμό. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο Μαμντάνι δείχνει το δρόμο, όχι όμως και το τέρμα του. Αυτό μόνο ένας συλλογικός αριστερός και σοσιαλδημοκράτης διανοούμενος και τα κοινωνικά κινήματα μπορούν να το δείξουν.  

 

[1] Dani Rodric, Trump’s elite backers—economic nationalists, Wall Street, and the techno-right—may soon fracture over conflicting agendas. https://www.socialeurope.eu/the-coming-showdown-in-trumpworld. Ανακτήθηκε 10 Μαρτίου 2025.

[2] Στο ίδιο.

[3] Η περίπτωση Τζέρεμι Κόρμπιν, αν και σε μια μέρα μάζεψε τριακόσιες χιλιάδες υπογραφές υπέρ του νέου κόμματός του, είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτήν του Μαμντάνι. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ν’ αποτελέσει σοβαρή αριστερή εναλλακτική, μια Αριστερά της φτώχειας, όπως αυτή που αυτός προτείνει.

[4] Carl Benedict Frey και Michael A. Osborn. «The future of employment: How susceptible are jobs to computerization”, Έκθεση Εργασίας της Σχολής Όξφορντ Μάρτιν, Σεπτέμβριος 2013, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

[5] Andreas Reckwitz, Το τέλος των ψευδαισθήσεων, μτφ: Ευαγγελία  Τόμπορη, Αλεξάνδρεια, 2023, σ. 153

[6] Στο ίδιο, σ. 119

[7] D. H. Autor, “Why are there still so many jobs? The History and future of workplace automation”, Journal of Economic Perspectives 29(3), 2015, σ.3-30

[8] Corine Pelluchon, Ο Διαφωτισμός στην εποχή του εμβίου, μτφ: Γιάννης Κτενάς, Πόλις, 2024, σ.106-107

[9]Jan Zielonka, Why Populists Are Winning: The Broken Promise of Liberal Democracy, 20-01- 2025 στο Social Europe. https://www.socialeurope.eu/why-populists-are-winning-the-broken-promise-of-liberal-democracy.  Ανάκτηση 19 Ιουλίου 2025.

[10] Ντάγκλας Ράσκοφ: «Οι tech-bros μας βλέπουν σαν σκουλήκια, πιστεύουν πως είναι ανώτερα όντα». ΤΟ ΒΗΜΑ, 27-07-2025.

https://www.tovima.gr/print/world/oi-tech-bros-lfmas-vlepoun-lfsan-skoulikia-pisteyoun-pos-einai-anotera-onta.

[11] Jan Zielonka, Why Populists Are Winning…, ό, π.

[12] Jacques Julliard, Οι Αριστερές της Γαλλίας: Ιστορία, πολιτική και φαντασιακό, 1762-2012, Μτφ. Χριστιάννα Σαμαρά, Επιστημονική επιμέλεια: Δημήτρης Αντωνίου, Εκδ. Πόλις 2015,

Πηγή: Περιοδικό Ιnt στα Νεα Σαββατοκύριακο τεύχος 5 

Πηγή: www.tanea.gr