Κρίση διακυβέρνησης ή κρίση του πολιτικού συστήματος;

Παναγιώτης Καρκατσούλης 19 Οκτ 2025

Οι συνεχείς αναφορές στην κρίση των θεσμών και της ποιότητας της διακυβέρνησης από πολιτικούς και δημοσιολογούντες συνοδεύονται είτε από υποδείξεις προς την κυβερνητική πλειοψηφία είτε, συνηθέστατα, από μια άρνηση και πολεμική.  

Εν τέλει, όμως, τι είναι εκείνο που προσδιορίζει την ποιότητα της διακυβέρνησης; Και πόσο έχει αυτό να κάνει με την τρέχουσα αντιδικία κυβέρνησης-αντιπολίτευσης και την περιχαράκωση της κριτικής εντός των τειχών του πολιτικού συστήματος; Αλλά ακόμη και η διαρκώς επαναλαμβανόμενη δυσπιστία των πολιτών έναντι των πολιτικών κομμάτων κι ακόμη περισσότερο η καθημερινά διακηρυσσόμενη κρίση των θεσμών με ποιο ακριβώς πρόβλημα της διακυβέρνησης συναρτάται;

Η θεωρία της διακυβέρνησης-είτε στην παλαιότερη (good Governance) είτε στη νεότερη παραλλαγή της (New Public Governance NPG)- εμφανίστηκε ως αντίπαλο δέος των θεωριών και μοντέλων που στήριζαν το Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ (ΝΔΜ) και έδιναν έμφαση στη μεταφορά επιχειρηματικών υποδειγμάτων διοίκησης και οργάνωσης στο Δημόσιο. Στη χώρα μας, οι θεωρίες αυτές βρήκαν μικρή απήχηση, όχι επειδή είχαμε ένα άλλο καλύτερο μοντέλο να αντιπαραβάλουμε σ’ αυτό, αλλά επειδή ο πελατειασμός, το δικό μας μοντέλο διακυβέρνησης, δεν επέτρεψε τον στρατηγικό προγραμματισμό, τη διοίκηση με στόχους ή την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της δράσης οργανώσεων και ατόμων. Η υποτονική εφαρμογή τους (βλ. για παράδειγμα, την ταλαίπωρη «διοίκηση με στόχους» όπου τα νομοθετικά πλαίσια διαδέχονται το ένα το άλλο σε βάθος εικοσαετίας) δεν οριοθετεί ακριβώς την αποτυχία του ΝΔΜ αλλά την εφαρμογή του σ’ ένα αξιακό υπόστρωμα που δεν ευνοεί την ανάπτυξή του. Μ’ άλλα λόγια, η πελατειακή διοίκηση μπορεί να ενσωματώνει α λα καρτ κάποιες μεταρρυθμίσεις ή στοιχεία τους, ακυρώνοντας, όμως, τη συνολική διοικητική μεταρρύθμιση.

Αλλά ούτε η Διακυβέρνηση στη παλαιότερη είτε τη νεότερη εκδοχή της, της Νέας Δημόσιας Διακυβέρνησης (ΝΔΔ) που  δίνει έμφαση στη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων- του δημόσιου, του ιδιωτικού και της κοινωνίας πολιτών, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να υπηρετηθεί καλύτερα το δημόσιο συμφέρον, είχε καλύτερη τύχη.

Το πνεύμα της συνεργασίας και της αλληλοϋποστήριξης δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε περιβάλλοντα στα οποία, για πολλά χρόνια, επικρατούν τοξικές αντιπαραθέσεις μεταξύ «ημετέρων» και «άλλων» και μια διάχυτη βαθιά ριζωμένη κουλτούρα ατομισμού και καχυποψίας για τον «άλλον».

Όσον, δε, αφορά τον πλουραλισμό διαδικασιών και τρόπων υλοποίησης των δημόσιων πολιτικών που αποτελεί ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της ΝΔΔ, μπορεί να τον αναζητήσει κανείς μόνο σε άτυπες στάσεις και συμπεριφορές που έχουν περισσότερο χαρακτήρα αρνητικής αλληλεγγύης μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων και λιγότερο σε θεσμοθετημένες πρακτικές των δημοσίων οργανώσεων.

Η ανάπτυξη δεσμών υποστήριξης και αλληλεγγύης που δίνει έμφαση στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης δεν μπορεί, επίσης, να λειτουργήσει πέραν των πελατειακών δικτύων που εκτείνονται επέκεινα της διοικήσεως, στην οικονομία και την κοινωνία. Είναι χαρακτηριστική η διαχρονική αδυναμία ανάπτυξης συνεργασιών-πολλώ, δε, μάλλον, δικτύων- μεταξύ πολιτικά συγγενών ομάδων και κομμάτων, ακόμη κι αν αυτό τους αποστερεί την πρόσβαση στην εξουσία.

Η συγκυριακή συνάθροιση ανθρώπων διαφορετικών πεποιθήσεων και απασχολήσεων δεν σημαίνει την διαχρονική ύπαρξη δομών αλληλεγγύης και υποστήριξης. 

Η ΝΔΔ είναι, εξ ορισμού, πελατοκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι στοχεύει, όχι απλώς, στην εξυπηρέτηση των πολιτών-πελατών από τους δημοσίους υπαλλήλους και τις υπηρεσίες αλλά στην ενθάρρυνσή τους να αναλάβουν αυτοί οι ίδιοι ενεργό ρόλο στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε μια χώρα με τέτοια ύψη διαφθοράς μια τέτοια πολιτική προτεραιότητα ακούγεται, μάλλον, ως κρύο αστείο.

Αναζητώντας την καλύτερη, ποιοτικότερη συνθήκη διακυβέρνησης, πολλοί εντοπίζουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των δύο μοντέλων και στο ύφος άσκησης εξουσίας. Έτσι, η κυβέρνηση στο ΝΔΜ προσλαμβάνει τον χαρακτήρα ενός ΔΣ μιας εταιρίας με τον πρωθυπουργό να έχει ως προτεραιότητα τη βελτίωση της αποδοτικότητάς της. Αντιθέτως, στη ΝΔΔ λειτουργεί περισσότερο ως διαμεσολαβητής, ως γεφυροποιός μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων και διαφερόντων της κοινωνίας και της οικονομίας, στοχεύοντας στην καλύτερη εξυπηρέτηση του κοινού καλού.

Κατά συνέπεια, οι αξίες της συνεργασίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης, η υπεράσπιση του κοινωνικού ιστού απ’ όσα το δυνατόν λιγότερα πλήγματα, υπερτερούν των αξιών της αριθμολαγνείας, όπως έχουν επικριτικά χαρακτηριστεί οι πολιτικές του ΝΔΜ.

Στη δική μας περίπτωση, πάλι εμφανίζεται κάτι-σαν-μεταρρύθμιση, κάτι ημιτελές και αναποτελεσματικό. Ο συντονισμός του κυβερνητικού έργου, ένα μείζον πρόβλημα για το οποίο εδώ, και περισσότερο από 25 χρόνια, κατατίθενται προτάσεις και δοκιμάζονται πρακτικές για τη βελτίωσή του, παραμένει άλυτο. Υποτίθεται ότι θα βελτιωνόταν με την δημιουργία της Γραμματείας της Κυβέρνησης, μιας συγκεντρωτικής δομής περί τον Πρωθυπουργό. Απ’ αυτήν απέμειναν οι «μπλε φάκελοι», που δίνονταν στους υπουργούς στην έναρξη της θητείας τους με τα πρότζεκτς που θα έπρεπε να ολοκληρώσουν. Για έναν «περίεργο» λόγο, όμως, ο απολογισμός των αποτελεσμάτων καθενός δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Έμεινε η παλιά και αντιπαραγωγική πρακτική της αυτο-δοξολόγησης των υπουργών αντί μιας ψύχραιμης αποτίμησης του έργου τους.

Εν τέλει, στην ελληνική περίπτωση δεν εφαρμόζεται με συνέπεια κανένα από τα δύο μοντέλα. Κάποιες σκόρπιες ιδέες ή πρακτικές υιοθετούνται-οι περισσότερες στα χαρτιά- και ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι προσκρούουν στη διοίκηση μέσω των εδραιωμένων και ισχυρών πελατειακών δικτύων.

Θα έλεγα ότι αυτό συγκροτεί και το πρόβλημα της διακυβέρνησης στη χώρα. Οι δηλώσεις όμως, των πολιτικών ταγών μας βρίσκονται  αλλού και τα προβλήματα της διακυβέρνησης αλλού.

Οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος παραπέμπουν, εν τέλει, στις δικές τους ανεπάρκειες- και την συνολική κρίση του πολιτικού συστήματος- και καθόλου στο πρόβλημα της διακυβέρνησης.