Σκέψεις ενός ανθέλληνος μειοδότη…

Παναγιώτης Καλαντζής 07 Φεβ 2018

Ομολογώ πως δεν αναρωτήθηκα ποτέ, ούτε έστω σαν ενδεχόμενο, αν θα μετάσχω ή όχι στο σημερινό, ‘μεγαλειώδες, πάνδημο πατριωτικό’ συλλαλητήριο. Για πολλούς λόγους με βασικότερο πως δεν μου είναι καθόλου σαφές σε τι ακριβώς αποσκοπεί. Στο να διατρανώσει ο …σοφός μας λαός πως η ξακουστή Μακεδονία, του Αλεξάνδρου η χώρα, είναι μία και αυτή είναι Ελληνική; Στο να δηλώσει, για άλλη μία φορά, πως δεν θα επιτρέψει, δεν θα ανεχθεί η Π.Γ.Δ.Μ. να αποκαλείται με όνομα στο οποίο να περιλαμβάνεται ο όρος ‘Μακεδονία’; Στο να απαιτήσει την αποχώρησή μας από τις σχετικές διαπραγματεύσεις; Στο να αποτελέσει, το συλλαλητήριο, μοχλό πίεσης προκειμένου να υπάρξει το καλύτερο δυνατό; Στο να αποκρούσει και να εκφράσει τον θυμό του για την παραχάραξη της ιστορίας στην οποία έχουν προβεί τις τελευταίες δεκαετίες οι κυβερνήσεις των Σκοπίων και η από μέρους τους έντονη προβολή γελοίων αλυτρωτικών επιδιώξεων;  Ή μήπως, εν τέλει και εκ παραλλήλου, να δηλώσει την αντίθεσή του στην κυβερνητική πολιτική και την αποδοκιμασία του στην, πράγματι, ανίκανη αυτή κυβέρνηση; Με απογοήτευση διαπιστώνω πως κύριος στόχος του συλλαλητηρίου είναι να διατρανώσει με αποφασιστικότητα την άρνηση του στην χρήση σύνθετης ονομασίας που να περιλαμβάνει τον όρο ‘Μακεδονία’!

Ένας άλλος λόγος που με απέτρεψε απ’ το να συμμετάσχω στο συλλαλητήριο είναι η συμμετοχή σ’ αυτό τόσο ετερόκλητων και διόλου συμπαθών σε μένα ομάδων, κομμάτων και στοιχείων. Εθνικιστικές οργανώσεις και κόμματα, πατριδοκάπηλοι, ‘ελληναράδες’ της κακιάς ώρας, ακροδεξιοί, οι πιο σκοταδιστικές εκδοχές της εκκλησιαστικής ιεραρχίας να αποτελούν ένα θλιβερό μωσαϊκό. Μαζί βεβαίως πάντα με πολλούς αγνούς, καλόπιστους αλλά, ωστόσο, ανενημέρωτους ως επί το πλείστον συμπατριώτες μας οι οποίοι αναπόφευκτα θα αποτελέσουν την έξωθεν καλή μαρτυρία του. Η θλιβερότερη πάντως διαπίστωση αφορούσε βεβαίως στην λαϊκίστικη μεταστροφή της Νέας Δημοκρατίας που για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους μετακινήθηκε στην αδιάλλακτη θέση περί μη σύνθετης ονομασίας επικαλούμενος την ανταπόκρισή του στο λαϊκό αίσθημα.

Τέλος, μαθαίνοντας τους συμμετέχοντες ομιλητές, εξαφανίστηκε η όποια αμφιβολία θα μπορούσα να είχα. Ένας o Μίκης, ο λατρευτός μας Μίκης, σε ρόλο El Sid, έτερος o καθηγητής Γ.Κασιμάτης και, τρίτος, κάποιος μητροπολίτης εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου. Οι δύο μεν πρώτοι, ακραιφνείς αντιμνημονιακοί οι οποίοι, απ’ την πρώτη στιγμή εκφράζουν την άποψη πως τα μνημόνια ήταν τα εργαλεία επιβουλής των ‘δόλιων’ ξένων που στόχο άλλον δεν έχουν απ’ την καθυπόταξη της χώρας και του ..αδούλωτου λαού μας, ο δε τρίτος ζωντανή απόδειξη πως η χώρα μας λίγο απέχει απ’ το να μπορεί να χαρακτηρίζεται το Ιράν της θρησκόληπτης ελληνορθόδοξης Χριστιανοσύνης.

Δεν θα αναφερθώ στην γένεση του προβλήματος παραθέτοντας την ιστορική διαδρομή του όπως αυτό εμφανίστηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα όταν και προκάλεσε τον ηρωϊκό αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας μας. Θα επικεντρωθώ και μόνο επιγραμματικά, στην παράμετρο που αφορά στην διαμάχη με την Π.Γ.Δ.Μ. από το 1944 και μετά προσπαθώντας να δώσω με απλό τρόπο το περίγραμμα του προβλήματος.

Δύο είναι οι βασικές πτυχές του προβλήματος. Η Ονοματολογική και η Ιστορική. Ας ξεκινήσουμε με την πρώτη.

Η Μακεδονία ως ευρύτερη περιοχή έχει έκταση κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που καταλαμβάνει η δικιά μας, η Ελληνική Μακεδονία (βλέπε π.χ. Ν.Σβορώνου ‘Επισκόπηση της Νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις ‘Θεμέλιο’). Άλλωστε, αυτό δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα μίας γεωγραφικής περιοχής της οποίας η έκτασή ξεπερνάει τα όρια ενός κράτους. Σχετικό παράδειγμα που αναδύεται στην μνήμη μου είναι το Limburg που εκτείνεται τόσο στο Βέλγιο σαν νότιο Limburg, όσο και στην Ολλανδία σαν βόρειο.    Επιπλέον, αν θυμηθούμε π.χ. τους Ιστορικούς Άτλαντες Καρολίδου που είχαμε όλοι χρησιμοποιήσει στο σχολείο, θα διαπιστώσουμε πως το Μακεδονικό βασίλειο εκτείνονταν σε μία περιοχή επίσης πιο εκτεταμένη από αυτήν της σημερινής, Ελληνικής Μακεδονίας. Κατά συνέπεια, το ονοματολογικό όταν αυτό περιγράφει μία συγκεκριμένη περιοχή της Μακεδονίας, δεν συνιστά πρόβλημα αν διακρίνεται, μέσω επιθετικού προσδιορισμού, έναντι άλλου  ή άλλων τμημάτων της ευρύτερης περιοχής και πιο συγκεκριμένα έναντι της δικής μας Μακεδονίας. Το πρόβλημα και αυτό αφορά στην δεύτερη πτυχή του-  βρίσκεται αλλού και προκύπτει όταν το ονοματολογικό ζήτημα επενδύεται με στοιχεία που συνιστούν κατάφωρη, προκλητική, αντιεπιστημονική όσο και γελοία παραχάραξη της ιστορίας και, ακόμα περισσότερο, όταν μέσω αυτής της παραχάραξης, προβάλλονται όροι και επιδιώξεις αλυτρωτικού χαρακτήρα που θίγουν όχι μόνο την αξιοπρέπειά μας αλλά και γεννούν αισθήματα δίκαια αισθήματα αγανάκτησης και θυμού. Για να κάνουμε μία σύντομη αναδρομή, όταν διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία και οι Δημοκρατίες που την συναποτελούσαν ανεξαρτοποιήθηκαν, η Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας όπως αποκαλούνταν επίσημα από το 1944, χωρίς κανείς από την Ελληνική πλευρά να αντιδράσει τότε, επεδίωξε να αποκτήσει κρατική υπόσταση και να διεκδικήσει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με το ίδιο όνομα. Τότε ήταν που υπήρξε αντίδραση από πλευράς μας? αντίδραση όμως άτσαλη και παρορμητική με αποκορύφωμα την απόρριψη εν έτει 1992 των προβλέψεων του σχεδίου Pinheiro από το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών υπό την προεδρία του Κων./νου Καραμανλή. Έκτοτε, όπως συμβαίνει συνήθως, οι συνθήκες μεταβλήθηκαν σταδιακά επί τα χείρω καθώς, την χώρα με το όνομα ‘Μακεδονία’ να έχουν αναγνωρίσει περί τις 140 χώρες μεταξύ των οποίων η Ρωσία, η Τουρκία και η Κίνα. Επιπλέον, τον μετριοπαθή Kiro Gligorov διαδέχθηκαν ηγέτες αδιάλλακτοι όπως ο N.Gruevski ο οποίος προτάσσοντας την προσωπική του agenda και για εσωτερική κατανάλωση υπερθεμάτισε σε αλυτρωτικά συνθήματα, σφετερισμό της ιστορίας και του πολιτισμού της Μακεδονίας μας, εθνικιστικές κραυγές και αδιαλλαξία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, με μόνη κάπως θετική εξέλιξη, την υπογραφή το 1995 της ενδιάμεσης συμφωνίας Παπούλια-Crvenkovski, το όλο θέμα να βαλτώσει ενώ το κλίμα στις μεταξύ των δύο χωρών σχέσεις επιδεινωνόταν όλο και περισσότερο.

Σήμερα, η γεωπολιτική εικόνα στην γειτονιά μας είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Η  κατάσταση είναι ρευστή και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. Η Μ.Ανατολή φλέγεται με απρόβλεπτη κατάληξη. Η Τουρκία του T.Erdogan βρίσκεται σε νευρωτικό παροξυσμό καθώς οι στρατηγικές επιλογές και συμμαχίες της δεν αποδίδουν και αυτό την κάνει όλο και πιο επικίνδυνη, απρόβλεπτη και σπασμωδική στις αντιδράσεις της ενώ η λύση του κυπριακό παραμένει σαν εκκρεμότητα. Ήδη οι τόνοι στην ρητορική των διεκδικήσεών της όπως και η ένταση στο Αιγαίο έχουν ανέβει αισθητά. Το προσφυγικό αποτελεί δυνάμει ωρολογιακή βόμβα που απειλεί να διαταράξει ευαίσθητες ισορροπίες που υφίστανται, μετά κόπων και βασάνων, εδώ και χρόνια. Το απειλητικό ενδεχόμενο η ισλαμική τρομοκρατία να κάνει την εμφάνισή της στα Δυτικά Βαλκάνια είναι σοβαρό ενώ η Αλβανία συνεχίζει να εγείρει θέμα Τσάμηδων.

Λαμβάνοντας υπ’ όψη τα δεδομένα της περιοχής, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί είναι χρήσιμο, αναγκαίο και γι’ αυτό, εν τέλει, πατριωτικό, να τακτοποιήσουμε, όσον το δυνατόν καλύτερα, τις όποιες εκκρεμότητές μας με τις  χώρες της περιοχής ώστε απρόσκοπτα να εστιάσουμε στον πραγματικό κίνδυνο που αποτελεί ο εξ ανατολών γείτονάς μας. Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που καθίσταται επιβεβλημένη η θετική έκβαση της εκκρεμότητας στα βόρεια σύνορά μας. Όχι βεβαίως επειδή η Π.Γ.Δ.Μ. συνιστά οποιουδήποτε τύπου και σε οποιοδήποτε επίπεδο απειλή, θα ήταν αστείο και να σκεφτεί κανείς κάτι τέτοιο. Αλλά επειδή ακριβώς είναι γεωπολιτικά πολύ πιο συμφέρον να υπάρχει, σαν μαξιλάρι, μία χώρα ενταγμένη στους δυτικούς, ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ε.Ε.) και τις ατλαντικές δομές (ΝΑΤΟ), θεσμούς παρά μία ανίσχυρη χώρα πιθανή βορά στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς είτε της Ρωσίας, είτε της Τουρκίας ή της Αλβανίας στα πλαίσια της επιδίωξής τους για επέκταση του ισλαμικού τόξου στα Βαλκάνια. Αλλά και για άλλο ακόμα λόγο καθώς η Π.Γ.Δ.Μ., μετά από μία πιθανή λύση, θα είναι ένα ακόμα πεδίο επέκτασης της εξωστρεφούς ελληνικής επιχειρηματικότητας πράγμα που θα ενισχύσει την θέση της χώρας μας στην Βαλκανική.

Για να καταλήξω ως προς τις δυνατότητες επίτευξης μίας εφικτής και αμοιβαία επωφελούς λύσης:

Θέλοντας να προσεγγίσουμε ρεαλιστικά και με πραγματισμό το πρόβλημα, θα πρέπει να αποδεχθούμε πως, εκ των πραγμάτων, συμφωνία που δεν θα περιλαμβάνει τον όρο ‘Μακεδονία’ είναι, δυστυχώς, πρακτικά ανέφικτη πλέον. Κατά συνέπεια, το μείζον και πιο δύσκολο ζήτημα στο οποίο πρέπει να επικεντρωθεί η ελληνική διαπραγμάτευση είναι, όχι τόσο το όνομα, όσο η απάλειψη κάθε αλυτρωτικής αναφοράς όπως και η απόλυτη εγκατάλειψη κάθε στοιχείου και όρου που αφορά σε σφετερισμό και  παραχάραξη της ιστορίας και  του πολιτισμού μας  από όλο το πλέγμα των θεσμικών (Σύνταγμα), εκπαιδευτικών κ.λπ. δομών της γειτονικής χώρας.

Η κυβέρνηση Zaev, καθώς φαίνεται, δεν είναι σε θέση να επιτύχει την αποδοχή της συμφωνίας καθώς δεν διαθέτει την απαραίτητη δύναμη στο κοινοβούλιο της γείτονος. Κατ’ επέκταση, αυτό που είναι σημαντικό είναι να διαμορφωθεί ως έλασσον στόχος, μέσω μίας αρχικής συμφωνίας (memorandum) καλής πίστης και αμοιβαίου συμβιβασμού, το πλαίσιο για μία μελλοντική διευθέτηση που να προνοεί για όσα προαναφέραμε. Και εν πάση περιπτώσει, με κάθε τρόπο, να αποφύγουμε να είμαστε εμείς οι οποίοι θα οδηγήσουμε τις διαπραγματεύσεις σε αποτυχία εμμένοντας σε απόλυτες και μαξιμαλιστικές επιδιώξεις. Και αυτό διότι, στην περίπτωση αυτή, θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποφύγουμε την αναγνώριση της Π.Γ.Δ.Μ. από ακόμα μεγαλύτερο αριθμό χωρών καθιστώντας εκ των πραγμάτων ανέφικτη πλέον οποιαδήποτε βελτιωμένη συμφωνία στο μέλλον.

Θα ήθελα να τελειώσω με κάποιες διαπιστώσεις όσον αφορά στην δική μας πλευρά, στις δικές μας ευθύνες, τις δικές μας ανεπάρκειες καθώς θεωρώ πως αυτό αποτελεί το μείζον και διαχρονικό πρόβλημα.

  • Η ιστορία μας διδάσκει πόσο μεγάλο, πόσο συντριπτικό υπήρξε το τίμημα της συλλογικής μας ανωριμότητας ως λαού. Μας δείχνει, κατ’ επανάληψη, πόσο ακριβά πληρώσαμε την αδυναμία μας να σταθμίζουμε ψύχραιμα της καταστάσεις παίρνοντας τις αποφάσεις μας με όρους κοινής λογικής. Έτσι και τώρα, για άλλη μία φορά, αποδεικνύουμε πόσο θερμοκέφαλοι αλλά, ταυτόχρονα, ανόητα λειτουργούμε ως λαός ενεργώντας με βάση κυρίως το θυμικό μας και αγνοώντας βασικές παραμέτρους. Ακριβώς για τους λόγους αυτούς ισχυρίζομαι πως το μείζον πρόβλημα της χώρας είναι οι ίδιοι οι πολίτες της.
  • Εν τη γενέσει του προβλήματος, η ανυπαρξία αντίληψης και η ανεπάρκεια της πολιτικής ηγεσίας μας εποχής, επέτρεψε στον Tito να μετονομάσει ανενόχλητος και για τους δικούς του λόγους την ‘Vardar Banovina’ σε ‘Makedonija’. Και τότε και ακόμα πιο πριν, οι ευθύνες της Αριστεράς είναι ανυπολόγιστες.
  • Αργότερα, κατά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η τότε πολιτική ηγεσία διαδοχικά αγνόησε, παρά το γεγονός το πηδάλιο της χώρας είχαν στα χέρια τους ηγέτες άλλης κλάσης σε σχέση με τους σημερινούς, εγκλωβισμένη και αυτή στις συμπληγάδες του εθνικισμού διέπραξε το σφάλμα να απωλέσει την ιστορική ευκαιρία ρύθμισης του θέματος ήδη από το 1992. Έκτοτε, οι επόμενες ηγεσίες αποδεικνύουν η μία κατόπιν της άλλης την ανεπάρκεια και την ατολμία τους στην αντιμετώπιση και διαχείριση του προβλήματος.
  • Ακόμα και τώρα και παρά το γεγονός της, κατά βάση, σωστής προσέγγισης του θέματος από την κυβέρνηση, ο Α.Τσίπρας, αντί πρώτιστο μέλημά του να είναι διαμόρφωση εθνικής συμμαχίας, ο πρώτος που επέλεξε να ενημερώσει ήταν, όχι την πολιτική ηγεσία του τόπου, αλλά τον προκαθήμενο της Εκκλησίας
  • Είναι θλιβερή η διαπίστωση πως ο λαϊκισμός και το πρωτοξάδελφό του, ο εθνικισμός όπως και η προσωπική agenda των ηγητόρων μας, κατισχύει έναντι των πάντων στην παραγωγή πολιτικής ακόμα και αν αυτή αφορά σε ζητήματα εθνικής εμβέλειας και σημασίας. Και εδώ αποδεικνύεται η ανευθυνότητα των πολιτικών που υποτάσσονται σ’ αυτά.
  • Ακόμα πιο θλιβερή είναι η διαπίστωση του πόσο έντονος είναι ο εθνικισμός σαν κυρίαρχη αντίληψη στην κοινωνία μας. Όπως δυστυχώς και το στοιχείο του διχασμού που, εν προκειμένω, αμέσως επενεργεί στο να χωρίσει τους Έλληνες σε πατριώτες και προδότες, ενδοτικούς και προσκυνημένους. Είμαστε δυστυχώς λαός που πλειοδοτούμε σε εθνικιστικές ιαχές, που μετράμε τον βαθμό του πατριωτισμού μας με το μέγεθος του υφάσματος του εθνικού μας συμβόλου ενώ, την ίδια ώρα, σε κάθε δραστηριότητά μας και σε κάθε επίπεδο, με την αυθαιρεσία μας, την παραβατικότητά μας και την ασυδοσία μας, κάνουμε ότι περνάει απ’ το χέρι μας για να καταστρέψουμε αυτή την χώρα.
  • Όσο η χώρα κυβερνάται από αυτήν την άσχετη κυβέρνηση, όσο οι πολίτες της δεν αποφασίζουν πως ο εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος και του θεσμικού πλαισίου της χώρας είναι όρος επιβίωσης για την πατρίδα, όσο η οικονομία δεν ανακάμπτει σε νέες παραγωγικές βάσεις, τόσο και όλο και περισσότερο, θα πρέπει να ανησυχούμε. Και πάντως όλα αυτά είναι που προσδιορίζουν το πραγματικό μέτρο του πατριωτισμού και της αγάπης για τον τόπο μας.