Η ελπίδα και η εργαλειοποίηση της

Χρίστος Αλεξόπουλος 01 Ιαν 2022

Συχνά χρησιμοποιείται η έκφραση «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία», όταν τα περιθώρια πραγματοποίησης των ατομικών ή συλλογικών επιδιώξεων είναι οριακά. Με την έννοια ελπίδα εκφράζεται η πίστη, που έχει ένα άτομο ή ένα κοινωνικό μόρφωμα, ότι διαθέτει την βούληση και τον τρόπο ή την συγκυρία των κατάλληλων συνθηκών για την επίτευξη των στόχων του. 

Παράλληλα η ελπίδα ως έκφραση ανεπτυγμένης «συναισθηματικής νοημοσύνης» λειτουργεί για το άτομο ή το κοινωνικό μόρφωμα ως μέσο για να μην ενδίδει σε άγχη, να μην υιοθετεί ηττοπαθή στάση και να μην κυριαρχείται από κατάθλιψη και τάση παραίτησης, όταν αντιμετωπίζει δύσκολα διαχειρίσιμες καταστάσεις. 

Σημαντικό ρόλο σε σχέση με την προοπτική του περιεχομένου της ελπίδας παίζει η οπτική, που την διαπερνά. Αν στηρίζεται στην ορθολογική προσέγγιση και ανάλυση της πραγματικότητας, τότε είναι ρεαλιστική; 

Στην περίπτωση στήριξης της σε καλλιεργούμενες φαντασιώσεις σε σχέση με το μέλλον με έντονη συναισθηματική και ιδεοληπτική διάσταση, τότε το διακινούμενο φορτίο της αποτελεί εικονική πραγματικότητα, η οποία την μετατρέπει σε μέσο εργαλειοποίησης. 

Η ελπίδα, ως μέσο για την διαμόρφωση κοινωνικής στάσης, συμβάλλει στην ενεργοποίηση της δημιουργικότητας και στην ανάπτυξη κοινωνικής δυναμικής, διότι προσδίδει θετική προοπτική στην ατομική ή στην συλλογική δραστηριοποίηση. 

Στον αντίποδα η μη ύπαρξη ελπίδας οδηγεί σε παθητικότητα, η οποία δεν συνδράμει θετικά σε σχέση με την κοινωνική δραστηριοποίηση και την δημοκρατική λειτουργία και έκφραση του ατομικού και συλλογικού συμφέροντος. Οδηγεί σε παραίτηση από διεκδικήσεις και επίλυση προβλημάτων. Επίσης δεν προσφέρεται για την λειτουργική διαχείριση κρίσεων, οι οποίες ως προς τις διαστάσεις τους και τα όρια τους συμπορεύονται με το εύρος της σύνθετης παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας. 

Αυτά τα δεδομένα προσδίδουν ιδιαίτερο βάρος στην συμβολή της ελπίδας στην ενεργοποίηση και λειτουργία των πολιτών ως ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων σε δημοκρατικές κοινωνίες. Βασική προϋπόθεση βέβαια είναι η οικοδόμηση της με βάση την ορθολογική προσέγγιση και ανάλυση της βιωνόμενης πραγματικότητας και όχι με εργαλείο το συναίσθημα και τις φαντασιώσεις για το μέλλον. 

Σημαντικό ρόλο επίσης παίζει η ελπίδα ως επικοινωνιακό μέσο στο πλαίσιο της πολιτικής και της οικονομικής λειτουργίας των κοινωνιών. Και στις δύο περιπτώσεις, στο μέτρο που δεν στηρίζεται η δρομολόγηση της στην ορθολογική προσέγγιση και ανάλυση της πραγματικότητας αλλά στην εντύπωση, που διαμορφώνεται με σημείο αναφοράς τις φαντασιακές προσδοκίες για το μέλλον, τότε η ελπίδα λειτουργεί ως εργαλείο για την δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την ευόδωση πολιτικών και οικονομικών στόχων. 

Και στις δύο εκδοχές διαμόρφωσης ελπιδοφόρων συνθηκών κυρίαρχο ρόλο παίζει ο πραγματισμός στο πολιτικό και στο οικονομικό πεδίο, ο οποίος υπηρετεί επικοινωνιακές στοχεύσεις. Σε αυτό το πλαίσιο η ελπίδα εργαλειοποιείται με διαφημιστική λογική και επιδίωξη είτε την διεύρυνση της πολιτικής επιρροής στους πολίτες (π.χ. με τα προεκλογικά διαφημιστικά μηνύματα)  είτε την αύξηση της κατανάλωσης και της οικονομικής απόδοσης (π.χ. με τις διαφημίσεις για την προώθηση της κατανάλωσης των διαφόρων προϊόντων). 

Εκείνο, που δεν γίνεται, είναι η αντιμετώπιση του πολίτη ως ατομικού ή συλλογικού υποκειμένου και η πραγμάτωση της δημοκρατίας καθώς και του ανθρώπινου συμφέροντος (δηλαδή η κάλυψη των βασικών αναγκών του ανθρώπου, από την εκπαίδευση και την εργασία μέχρι την υγεία) και του κοινωνικού. 

Με άλλα λόγια απουσιάζει το ηθικό φορτίο στην διαμόρφωση γνώμης και στάσης (πολιτικής και κοινωνικής) στους πολίτες. Την θέση του παίρνει η οπτική της αποστασιοποίησης από την συμπόρευση με τους συμπολίτες στις τοπικές κοινωνίες και την ανάπτυξη δημιουργικής και συνεκτικής κοινωνικής δυναμικής.

Σε αυτό το πλαίσιο ευδοκιμεί η λογική του ατομικισμού και της αναγωγής του ατομικού συμφέροντος σε βασικό εργαλείο για την επίτευξη της υλικής ευημερίας και την εύρεση νοήματος στην ζωή. 

Και όμως η ελπίδα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα της οπτικής και της ρητορικής της παραίτησης, που παράγουν οι συνεχώς αυξανόμενες διαψεύσεις από τον τρόπο πολιτικής (και όχι μόνο) διαχείρισης της πραγματικότητας και των παγκόσμιας εμβέλειας κρίσεων, που την διαπερνούν. 

Για να γίνει αυτό, βέβαια, πρέπει να αποκατασταθούν άλλες συνθήκες λειτουργίας των κοινωνιών και των συστημάτων, που τις συνθέτουν (πολιτικό, οικονομικό, εργασιακό, εκπαιδευτικό, υγείας κ.λ.π.), οι οποίες υπερβαίνουν την οπτική της εργαλειοποίησης της ελπίδας και των πολιτών. 

Αυτό σημαίνει, ότι η οικοδόμηση της ελπίδας θα πρέπει να στηρίζεται στην αντιμετώπιση των πολιτών ως συλλογικών και ατομικών υποκειμένων, στην αξιοποίηση του ορθολογισμού στον επικοινωνιακό τομέα και στην πρόσδωση ρεαλιστικού και βιώσιμου φορτίου στην προοπτική των πολιτικών αποφάσεων για την πορεία των κοινωνιών προς το μέλλον. 

Μια πολύ δύσκολη εξίσωση, η οποία γίνεται ακόμη δυσκολότερη, αν ληφθεί υπόψη, ότι ο χρόνος εξελίσσεται με μεγάλη ταχύτητα και απαιτεί την λήψη πολιτικών αποφάσεων σε ανάλογα χρονικά περιθώρια, ώστε να έχουν εμπροσθοβαρή οπτική και να μην έπονται των εξελίξεων. 

Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τους πολίτες, οι οποίοι στις σύγχρονες μαζοποιημένες κοινωνίες στα μεγάλα αστικά κέντρα δεν διαθέτουν επαρκή χρόνο και τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία για την προσέγγιση και κατανόηση της πολύπλοκης, πολυδιάστατης και ταχύτατα εξελισσόμενης παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας, ώστε να οικοδομούν λειτουργικές και ρεαλιστικές ελπίδες για το μέλλον. 

Ο επαναπροσδιορισμός του τρόπου λειτουργίας τόσο του πολιτικού και γενικότερα του συνόλου των κοινωνικών συστημάτων όσο και των πολιτών ως ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων είναι αναγκαίος και αποτελεί βασική προϋπόθεση για την οικοδόμηση ρεαλιστικών ελπίδων σε σχέση με την πορεία σε μεγάλο βάθος χρόνου, που υπερβαίνει τα ατομικά βιολογικά όρια.