Η κούρσα των εξοπλισμών

14 Ιουλ 2025

Διακηρυγμένος στόχος ήταν, αρχικά, η Ευρώπη να ανταποκριθεί στις αμυντικές ανάγκες της χωρίς να εξαρτάται από τις ΗΠΑ –κάτι σαν μια διακήρυξη ανεξαρτησίας. Εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια, με τις γνωστές δηλώσεις αφοσίωσης στον «daddy» και την αποδοχή –πλην Σάντσεθ- της εντολής του να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035. Υποτίθεται, πάλι, ότι όλα γίνονται για τη συλλογική άμυνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά κοινή άμυνα χωρίς κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική, χωρίς καν να έχει προσδιοριστεί ποιος είναι ο εχθρός και χωρίς κοινές δομές στρατιωτικής διοίκησης, δεν υπάρχει. Τί υπάρχει;

Η Krauss Maffei και η Rheinmetall είναι οι δύο γίγαντες της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας. Η πρώτη θα αυξήσει την παραγωγή της από 24 Leopard ετησίως σε 200, για να παραδώσει 1.000 στο γερμανικό στρατό. Ένα από τα εργοστάσια της Volkswagen, θα περάσει στη Rheinmetall, που θα μετατρέψει τις γραμμές παραγωγής αυτοκινήτων σε γραμμές παραγωγής αρμάτων μάχης. Αφού δεν μπορούν να πουλήσουν τα αυτοκίνητά τους –σχολιάστηκε- θα πουλάνε τανκς. Αυτό που επιχειρείται, πανευρωπαϊκά, είναι η αναζωογόνηση μιας κουρασμένη βιομηχανικής βάσης, με μετακίνηση κεφαλαίων προς την πολεμική βιομηχανία και επιδότηση της κερδοφορίας της -με κρατικές επιχορηγήσεις που περιορίζουν την ανάγκη ιδίων κεφαλαίων και μειώνουν το κόστος χρήματος.

Ένα μεγάλο μέρος των δαπανών, βεβαίως, θα πάει σε αγορές από τις ΗΠΑ –εξ ου το ενδιαφέρον Τραμπ. Κατά τα λοιπά, ακολουθείται ένα μοντέλο στρατιωτικού κεϋνσιανισμού, ήτοι ενίσχυσης της συνολικής ζήτησης με επενδύσεις στην πολεμική βιομηχανία. Δεν είναι ο πιο αποδοτικός τρόπος: Ο πολλαπλασιαστής αυτών των επενδύσεων είναι μικρότερος από τους άλλους, η πολεμική παραγωγή είναι πιο εξειδικευμένη κι αυτοματοποιημένη. Υπολογίζεται ότι η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών θα δημιουργήσει 500.000 θέσεις εργασίας στις ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ, αριθμός ασήμαντος συγκριτικά με τα 30 εκατ. που ήδη εργάζονται στη μεταποίηση. Κρύβει και δύο κινδύνους: Ένας, η διεύρυνση των ανισοτήτων πλούσιων και φτωχότερων χωρών της ΕΕ. Δεύτερος: Για να αναπτύσσεται η πολεμική βιομηχανία, θα πρέπει ο κόσμος να βρίσκεται σε διαρκή, επικίνδυνη ένταση είτε, πάλι, η παραγωγή της κάπου να καταναλώνεται…

Γεγονός είναι ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ, με εξαίρεση την Ισπανία, κήρυξαν την έναρξη της κούρσας στη Χάγη. Οι κίνδυνοι των ελλειμμάτων, του πληθωρισμού, το σκιάχτρο της Βαϊμάρης, τα φρένα χρέους, όλα παραμερίστηκαν, προστέθηκε μάλιστα με υπερηφάνεια η ρήτρα διαφυγής: Βλάπτει να δανείζεσαι για σχολεία, είναι καλό να δανείζεσαι για όπλα. Κανείς τους δεν αναρωτήθηκε αν για μια τόσο σοβαρή υπόθεση θα ‘πρεπε να ρωτηθεί και το «πόπολο». Κανείς δεν είχε το θάρρος να προτείνει –αν, όντως, το θέμα ήταν η ανταπόκριση σε μια συλλογική ανάγκη ασφάλειας- το μοντέλο της πανδημίας: Κοινός δανεισμός και κατανομή του προϊόντος του στα κράτη μέλη, με επιχορηγήσεις. Γιατί όλοι είχαν κατά νου να κάνουν αυτό που απέρριψε ο Π. Σάντσεθ: Για να δώσουν 5% του ΑΕΠ σε εξοπλισμούς, θα κόψουν δαπάνες από την Υγεία και την Παιδεία. Είναι, όμως, αυτό αναγκαίο;

Όχι απαραίτητα. Το μέρισμα της ειρήνης, από τη μείωση των εξοπλισμών μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης –γράφουν ο J. de Weck και ο Sh. Vallee στον Guardian- εν μέρει πήγε σε δαπάνες για συντάξεις και πρόνοια, στο μεγάλο μέρος του ωστόσο πήγε σε μειώσεις φόρων του μεγάλου πλούτου. Αν, λοιπόν, το μέρισμα ειρήνης τροφοδότησε κυρίως τον πλούτο, οι ανάγκες άμυνας λογικό θα ήταν να χρηματοδοτηθούν κυρίως από αυτόν, με αύξηση της φορολογίας του-καταλήγουν. Ακούγεται δίκαιο, οι ευρωπαϊκές ελίτ (που κερδίζουν ως επενδυτές στην πολεμική βιομηχανία είτε ως ομολογιούχοι-δανειστές των κρατών) να καταβάλουν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους επανεξοπλισμού της ΕΕ. Αν γίνει αυτό, ίσως κατακάτσει κι ο μεγάλος ενθουσιασμός υπέρ της πολεμικής βιομηχανίας. Κι ίσως συζητήσουμε μήπως η ειρήνη συμφέρει περισσότερο.  

Πηγή: www.kreport.gr