Το εκλογικό σώμα απάντησε στο «τι», στέλνοντας το μήνυμα ότι αυτό που απαιτείται είναι η επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής συμφωνίας. Αποστολή των υπολοίπων – και κυρίως των δυνάμεων που συγκροτούν τη νέα κυβέρνηση – είναι να προσδιορίσουν το «πώς», δίνοντας υπόσταση και πολιτικό περιεχόμενο σ’ αυτό ακριβώς το αίτημα.
Μπορούμε, λοιπόν, να διεκδικήσουμε την επαναδιαπραγμάτευση; Και αν ναι, πώς θα το επιχειρήσουμε; Τι μπορούμε να περιμένουμε ότι θα κερδίσουμε;
Είναι σαφές ότι η Ευρώπη (παρά τις αντιφατικές και ποικιλόμορφες δηλώσεις), έχει αντιληφθεί το αδιέξοδο του ελληνικού προγράμματος και την ανάγκη ρεαλιστικών τροποποιήσεων. Δεν μπορεί να αγνοήσει ούτε την κοινωνική αντίδραση, ούτε τις πολιτικές συνέπειές της.
Από την άλλη πλευρά, η διεύρυνση της κρίσης χρέους σε όλο σχεδόν τον Νότο και σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, θέτει ένα ευρύτερο θέμα θεσμικών και οικονομικών αλλαγών, που συνδέονται με το λειτουργικό «πυρήνα» της ΕΕ και έχουν σχέση με το τραπεζικό σύστημα, τον EFSF, τον ESM, την ΕΚΤ, τους τρόπους δανεισμού και την αντιμετώπιση της ύφεσης μέσω της ανάπτυξης. Στην Ελλάδα, λ.χ., το «φάρμακο» της λιτότητας είχε τόσο «υπερβολική δόση», που κοντεύει να οδηγήσει σε… θάνατο τον «ασθενή», ανατρέποντας όλες τις προβλέψεις.
Ήδη, ο Νότος (Ολάντ, Μόντι, Ραχόι κ.λπ.) συγκροτεί έναν ευρύτερο πόλο επαναδιαπραγμάτευσης με τη Γερμανία. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να επανατοποθετηθεί το ελληνικό πρόβλημα. Ο στόχος του μηδενισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος, του ελέγχου του χρέους και των διαρθρωτικών αλλαγών που έχει ανάγκη η χώρα, παραμένει. Δεν γίνεται διαφορετικά, όταν δεν σε δανείζει κανείς, όταν έχει διαλυθεί η δημόσια διοίκηση της χώρας και έχει αποδειχθεί σαθρό το παραγωγικό μοντέλο της. Άρα, επαναδιαπραγμάτευση τι σημαίνει; Να επιδιώξουμε αυτούς τους στόχους, μέσα σε ένα άλλο «συνολικό πλαίσιο», που θα καθιστά οικονομικά και κοινωνικά βιώσιμο το σχετικό εγχείρημα.
Το νέο αυτό «πλαίσιο» έχει τρία βασικά στοιχεία: Πρώτον, παράταση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής για τουλάχιστον άλλα δύο χρόνια. Αυτό δημιουργεί άλλες «κατανομές» και δυνατότητες, κοινωνικές και οικονομικές. Απορροφάει κοινωνικές αδικίες και διευκολύνει μια δικαιότερη κατανομή βαρών, περιορίζοντας την ύφεση. Δεύτερον, ένα ισχυρό ευρωπαϊκό αναπτυξιακό πρόγραμμα, με παράλληλη αξιοποίηση των πόρων που «λιμνάζουν». Αυτό χρειάζεται άμεσα, καθώς διαφορετικά δεν μπορούμε να προσελκύσουμε επενδύσεις, για να αντιρροπήσουμε την ύφεση και να δημιουργήσουμε συνθήκες απασχόλησης, στο πλαίσιο μιας νέας παραγωγικής δομής της χώρας. Και τρίτον, πρέπει κάποια στιγμή να ζητήσουμε περαιτέρω μείωση του «επίσημου χρέους», με παράταση χρόνου, μείωση επιτοκίων και ενδεχομένως ένα νέο «κούρεμα».
Εάν καταφέρουμε -και αυτό μπορεί να γίνει- να διαμορφώσουμε περίπου ένα τέτοιο πλαίσιο εξελίξεων, τότε μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο όλα τα επιμέρους μέτρα και να διαμορφωθεί ένα σημαντικά πιο ανεκτό κοινωνικό πλαίσιο και σταδιακά να απαγκιστρωθούμε από το μνημόνιο, μένοντας στο ευρώ. Και πάλι δεν είναι εύκολος δρόμος. Είναι όμως οικονομικά και κοινωνικά εφικτός. Αυτό οφείλει να διαπραγματευτεί η νέα κυβέρνηση και να υλοποιήσει. Η σύνθεσή της δεν μας ικανοποίησε. Δεν έχει την πολιτική και κομματική ισορροπία που απαιτεί μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Παρ’ όλα αυτά, το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ είναι ελπιδοφόρο, εφόσον βέβαια υλοποιηθεί…