Αθήνα, καλοκαίρι 1975 τελειώσαμε το Γυμνάσιο και ετοιμαζόμαστε για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Παγκράτι στο σπίτι του αγαπημένου ξάδελφου Κώστα Κρόκου που χάσαμε πολύ νωρίς στον Μολώχ της ασφάλτου. Ένα κασετόφωνο και όλες οι κασέτες του Σαββόπουλου να παίζουν η μία μετά την άλλη, χωρίς σταματημό και εμείς να κάνουμε τις τελευταίες επαναλήψεις για τις εξετάσεις. Και πάλι από την αρχή οι κασέτες.
Ήδη από το 1974 μυημένος στην Σαββοπουλική μυσταγωγία από
τον ξάδελφο, όπου και να πήγαινα είχα μαζί μου το κασετοφωνάκι και όλες τις κασέτες του Διονύση.
Γεμίζαμε την ψυχή μας με δυνατά συναισθήματα ακούγοντας τα τραγούδια του Διονύση, εκείνη την εποχή της πρώτης χρονιάς της μεταπολίτευσης. Μόλις 18 χρόνων αντράκια, μας σημάδεψαν, τον πρώτο μας έρωτα με τη “Συννεφούλα” και τα “κορίτσια δυο-δυο”, την πρώτη μας επανάσταση με την “Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ’ και το “Βιετνάμ γιε – γιε”, με την αγάπη για την ομορφιά της ζωής με το μια “Θάλασσα μικρή” και βέβαια με την απέχθεια και το μίσος για τη δικτατορία με το σαν “Βγω από αυτή τη Φυλακή”, τον “Μπάλλο”, τον “Άγγελο Εξάγγελο” και το “Βρώμικο Ψωμί”.
Η μουσική του Σαββόπουλου μαζί με τη μουσική του Μίκη και το ηρωικό κλίμα της μεταπολίτευσης μας οδήγησαν στην αριστερά. Όμως η επίσημη αριστερά και κυρίως η “ορθόδοξη” κομμουνιστική αριστερά (το κόμμα, ένα είναι το κόμμα), ποτέ δεν έβλεπε με καλό μάτι το Σαββόπουλο και τα τραγούδια του. Σαν να έβλεπαν από τους πρώτους δίσκους του την δική τους αμφισβήτηση. Ο “Ριζοσπάστης” η εφημερίδα του κόμματος, ποτέ δεν έγραψε μια καλή κουβέντα για τον Σαββόπουλο.
Με την κυκλοφορία του δίσκου του “Το Κούρεμα” το 1989 την χρονιά της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, δέχθηκε τεράστια επίθεση. Στόχος πολλών κέντρων, η αποκαθήλωση του Διονύση. Συνειδητά πήγαινε κόσμος στο “ΖΟΟΜ” για να τον αποδοκιμάσει. Αυτός επέμενε με γενναιότητα παρότι γνώριζε την επίθεση που θα δεχόταν. Δυστυχώς δεν τον υποστήριξαν πολλοί συνάδελφοί του καλλιτέχνες, εκτός λίγων εξαιρέσεων. Ο Μεγάλος μας συνθέτης Μάνος Χατζηδάκης αλλά και ο Νίκος Πορτοκάλογλου είπαν σε ένα podcast της Lifo (postcasts του Άρη Δημοκίδη αξίζει να τα ακούσετε), ότι αξίζει να ακούσει -αυτόν τον σκληρό δίσκο, όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος ο Σαββόπουλος-, ο κάθε έλληνας γιατί μας μαθαίνει και μας βοηθά στην αυτογνωσία μας.
Μετά από αυτόν το δίσκο ο Σαββόπουλος καταδικάζεται στην αφάνεια, με συκοφαντίες και ψεύτικες κατηγορίες. Μένει, χωρίς δουλειά ουσιαστικά. Φεύγει στην Αμερική για να επιβιώσει. Γυρνάει στην Ελλάδα και κάνει συναυλίες σε στρατόπεδα της χώρας γιατί είχε τύψεις για την απαλλαγή του από την θητεία την περίοδο της χούντας. Από τις καλύτερες για την εποχή συναυλίες, με καλλιτέχνες του επιπέδου Χατζηδάκη και Σαββόπουλου, σε ελληνικά στρατόπεδα, τα γνωστά αυριανιστικά “προοδευτικά” και αριστερά κέντρα τον κατηγορούν ως εθνικιστή. Η επιχείρηση cancel του Σαββόπουλου συνεχίζεται από πολλά κέντρα. Όμως βαθειά μέσα στην ψυχή των λογικών και ορθολογιστών και πραγματικά προοδευτικών πολιτών ο Σαββόπουλος μένει αλώβητος, παρά τις επιθέσεις και τις συκοφαντίες που δέχθηκε, παραμένοντας όρθιος ως το τέλος. Έκανε θαυμάσιες συναυλίες τα επόμενα χρόνια και πολύ επιτυχημένες εκπομπές στην τηλεόραση. Τα τελευταία τρία χρόνια πάλεψε με τον καρκίνο αλλά νικήθηκε σήμερα.
Παρόλα αυτά πολλοί από εμάς του εξήντα οι εκδρομείς, τον αγαπούσαμε πάντα και τον είχαμε στην καρδιά μας λες και εξέφραζε την δική μας αμφισβήτηση, ακόμη και όταν μας πάταγε στον κάλο με “…και το κόμμα με τραβάει απ’ το μανίκι” και με το “Για τα παιδιά που είναι στο κόμμα”. Ο Διονύσης Σαββόπουλος ποτέ δεν έχει εμφανισθεί σε φεστιβάλ της ΚΝΕ. Δεν είναι τυχαίο, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε πολιτική άποψη και ιδιαίτερα μετά το 1975 αμφισβήτησε τον υπαρκτό σοσιαλισμό, έκανε κριτική στο κόμμα και τον σοσιαλισμό και είδε τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας με άλλο μάτι. Όλα αυτά ήταν δικαίωμα του ως πολίτη και δεν ήταν υποχρεωμένος να μας δίνει αναφορά για τις προτιμήσεις του κάθε φορά που δημιουργούσε ένα νέο δίσκο. Έλα όμως που εμείς θέλουμε ο καλλιτέχνης να ταυτίζεται μαζί μας. Λες και ο καλλιτέχνης δεν έχει προσωπική ζωή ως άνθρωπος, δεν έχει οικογένεια, παιδιά, υποχρεώσεις, ελαττώματα, αλλά και πολιτικές προτιμήσεις.
Το 1992 έρχεται ο δίσκος “Μην Πετάξεις Τίποτα” και όλη η Ελλάδα θέλει να ακούσει ξανά τον Σαββόπουλο. Από τότε ο Διονύσης μετατρέπεται σε εθνικό τραγουδοποιό και σύμβολο με αποκορύφωμα την συμμετοχή του στην τελετή της λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Εκτός αυτών που φοβούνται τη διαχρονική μουσική του και τον ίδιο τον Σαββόπουλο, που κοιτώντας τον καθρέπτη τους καταφεύγουν σε αστείες κατηγορίες για πλούτο και άλλα ανόητα, επειδή έχει ένα σπίτι στο Πήλιο…
Δεν ήταν τέλειος ως άνθρωπος ο Διονύσης Σαββόπουλος σύμφωνα με αυτά που έχει πει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του. Είχε τις εμμονές του, τους εγωισμούς του, τις παραξενιές του κ.λ.π. όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι. Όμως για μένα αποτέλεσε ένα φάρο πολιτισμού και μου έμαθε να αγαπώ την μουσική ως άκουσμα και την αναζήτηση, την αμφισβήτηση, την έρευνα και την αναθεώρηση στην πολιτική και κυρίως τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης.
Τον Διονύση Σαββόπουλο τον τοποθετώ στους μεγάλους της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής, όχι μόνο ως τραγουδοποιό αλλά και ως στοχαστή και ποιητή.