Κρίση: τι θέλει η Ευρώπη και τι θέλουμε εμείς

Γεώργιος Γεωργακόπουλος 27 Ιουν 2015

Η Ευρώπη

Για όλους ανεξαιρέτως τους εταίρους μας στην Ε.Ε. είναι κοινή πεποίθηση ότι το βασικό πρόβλημα της χώρας μας είναι το σύστημα διακυβέρνησης. Δεν σταματούν να μας το λένε και να μας πιέζουν προς αυτή τη κατεύθυνση με τελευταίο τον Πιερ Μοσκοβισί ο οποίος μιλώντας την Τρίτη 24 Ιουνίου στην ολομέλεια της πολιτικής ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανέφερε ότι ‘’η Ελλάδα πρέπει να μεταρρυθμίσει το πολιτικοοικονομικό σύστημά της γιατί δεν ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα’’ υπογραμμίζοντας ότι ‘’τα ζητήματα που απασχολούν τα μέσα ενημέρωσης, όπως π.χ. το ύψος του ΦΠΑ, είναι μόνον η φανερή πλευρά του παγόβουνου, οι αλλαγές που συζητούνται αφορούν ευρύτερα τον τρόπο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης κ.ά.’’

Εμείς

Εμμένουμε σε μια άκρως παθολογική άρνηση των μεταρρυθμίσεων, προτιμούμε την αναπαραγωγή των παθογενειών μας, οδηγώντας έτσι τη χώρα και τους πολίτες στην παράκρουση. Εδώ και δεκαετίες τα κόμματα κατακεραυνώνουν λεκτικά τα οργανωμένα συμφέροντα, τη διαπλοκή, τη διαφθορά κλπ αλλά δεν τολμούν την παραμικρή ουσιαστική αλλαγή των πραγμάτων. Η έμμονή μας στην άρνηση της πραγματικότητας έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Μετά από τόσα χρόνια κρίσης είμαστε και πάλι στο ίδιο σημείο.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα ψύχραιμα και με τη σειρά

Η χώρα εντάχθηκε, μετά από μεγάλη προσπάθεια, στη ζώνη του ευρώ το 2002 και ενώ είχε όλο το χρόνο μπροστά της, καθώς και την ευελιξία που της παρείχαν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, για να  μετασχηματίσει την οικονομία της, καθιστώντας την έτσι ανταγωνιστική μέσα στο ευρώ ή έστω ικανή να αντέξει μέσα στο σκληρό νόμισμα έκανε ακριβώς το αντίθετο.

Ο χλευασμός της πραγματικότητας

Επιδοθήκαμε με μια διεστραμμένη ευχαρίστηση στο εθνικό μας σπορ χλευάζοντας κυνικά την πραγματικότητα. Την ξεδιάντροπη αναπαραγωγή ψεμάτων και τον αυτάρεσκο δήθεν πολιτικό σχολιασμό στα τηλεοπτικά παράθυρα. Τον ανήθικο καταναλωτισμό, αφού δεν το στηρίζαμε σε μια εύρωστη οικονομία αλλά στον εύκολο και φτηνό δανεισμό που μας εξασφάλιζε η προστασία της ζώνης του ευρώ. Και μέσα σε αυτό το χάος του λόγου και της ανήθικης ευδαιμονίας, εκτινάσσαμε ανάλαφρα τα ελλείμματα και το χρέος, σπαταλούσαμε τους πόρους, δαιμονοποιούσαμε τις μεταρρυθμίσεις και αφήναμε τα χρήματα του ΕΣΠΑ να περιμένουν στις Βρυξέλλες.

Με αυτές τις πρακτικές η οικονομία μας μπήκε σε ύφεση το 2008. Τι θα έκανε μία σώφρονα διακυβέρνηση; Θα επικέντρωνε το δημόσιο διάλογο στις μεταρρυθμίσεις και τα εργαλεία που θα επέτρεπαν να βγούμε από αυτή. Θα παρουσίαζε με ρεαλιστικό τρόπο την κατάσταση στους πολίτες, τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν, καθώς και το χρονοδιάγραμμα εξόδου από την κρίση.

Αντ’ αυτού τι κάναμε; Δεν πήραμε κανένα μέτρο, κατατροπώσαμε τους νταβατζήδες μέσα σε ένα σουβλατζίδικο και στο τέλος η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να παραδώσει την διακυβέρνηση της χώρας στον επόμενο. Με ποια λογική τα κάναμε όλα αυτά; Με καμία απολύτως. Ακόμη και το περίφημο επιχείρημα του πολιτικού κόστους λειτουργεί φαντασιακά. Εάν η κυβέρνηση δεν ήθελε να λάβει τα μέτρα προκειμένου να αποφύγει το πολιτικό κόστος το ερώτημα που τίθεται είναι: τελικά πως το κατάφερε αυτό αφού ήταν βέβαιο ότι θα έχανε τις εκλογές με μεγάλη διαφορά όπως και τις έχασε;

Η κρίση βαθαίνει

Η επόμενη κυβέρνηση έκανε πάνω από έξι μήνες να θέσει τη βάση της συζήτησης, εγκλωβισμένη στο περίφημο ‘’λεφτά υπάρχουν’’ και μέσα από διάφορα άλλα λάθη δεν κατάφερε να αποτρέψει την εγκαθίδρυση μιας εντελώς παράλογης αντιπαράθεσης τη γνωστή μνημόνιο-αντιμνημόνιο όπου οι μεν έσκιζαν τα μνημόνια σελίδα σελίδα και οι δε αναγκάζονταν να λαμβάνουν μέτρα τα οποία όμως δεν έβγαζαν τη χώρα από τη κρίση και κυρίως δεν αντιμετώπιζαν τα θεμελιώδη προβλήματα της οικονομίας και των θεσμών. Ο συνήθης αντίλογος σε αυτό είναι ‘’μα κάναμε μεταρρυθμίσεις, προσπαθήσαμε να κάνουμε πράγματα’’. Προφανώς και έγιναν προσπάθειες κάποιες εξ’αυτών ήταν και ιδιαίτερα αξιόλογες, π.χ. η διαύγεια, η μεταρρύθμιση στο χώρο των πανεπιστημίων και άλλες. Το ζητούμενο όμως δεν είναι αυτό, αν το δεις από την οπτική της χώρας ως συνόλου. Αν η χώρα είχε φωνή θα απαντούσε ‘’ε και’’. Άλλαξε κάτι, κάναμε έστω ένα βήμα αποφασιστικής αλλαγής που να κάνει τη διαφορά; Η απάντηση είναι όχι. Οι θεσμοί και το σύστημα διακυβέρνησης συνέχισαν να λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και πριν.

Θα σκίσουμε τα μνημόνια

Στη συνέχεια και ενώ είχαμε τρία χρόνια βαθιάς κρίσης πίσω μας, αποφασίσαμε το 2012 να αλλάξουμε κυβέρνηση και να θεωρήσουμε εκ νέου ότι υπάρχει κάποιος μαγικός τρόπος για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Έτσι αφού έπεισε πρώτα τους πολίτες με μια απίστευτη δημαγωγία ότι η μαγική λύση υπάρχει, η νέα  διακυβέρνηση αντί να σκίζει τα μνημόνια άρχισε να γυρίζει τις σελίδες τους, αλλά προς τα πίσω. Καμία προώθηση μεταρρυθμίσεων. Το μεγάλο κακό όμως είχε κυριαρχήσει. Είχαμε πείσει τους πολίτες ή καλλίτερα ένα μέρος εξ’ αυτών ότι υπάρχει μαγική λύση, ότι υπάρχει κάποιος τρόπος να επανέλθουμε στα προηγούμενα επίπεδα ευημερίας χωρίς να εκσυγχρονίσουμε τους θεσμούς, χωρίς να μεταρρυθμίσουμε την οικονομία, χωρίς να αλλάξουμε το σύστημα διακυβέρνησης, χωρίς σκληρή δουλειά.

Έστω και έτσι όμως η χώρα κατάφερε να περιορίσει κάπως το κακό και ήταν έτοιμη, χωρίς βεβαίως να αλλάξει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της, να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Θα ξανασκίσουμε τα μνημόνια

Εμείς όμως αποφασίσαμε να ξανασκίσουμε τα μνημόνια, ενισχύοντας έτι περαιτέρω την ίδια ψευδαίσθηση, προσδίδοντάς της αυτή τη φορά ευρωπαϊκή διάσταση. Αντί δηλαδή να πούμε ότι έστω και έτσι, ας σταθεροποιήσουμε την οικονομία μας, ας ενδυναμώσουμε τους ρυθμούς ανάπτυξης περιορίζοντας το κόστος για τους πολίτες ή ακόμα πιο ριζοσπαστικά, τώρα είναι η ευκαιρία να αλλάξουμε τις παθογένειες της χώρας προωθώντας τις μεταρρυθμίσεις που αρνούνταν να υλοποιήσουν οι προηγούμενοι, αποφασίσαμε να φθάσουμε τη μαγική προσέγγιση της πραγματικότητας στα έσχατα όρια της. Αποφασίσαμε να την επεκτείνουμε πέραν των ορίων της χώρας. Αποφασίσαμε δηλαδή ότι είχε έρθει η στιγμή να αλλάξουμε τους πολιτικούς και γεωστρατηγικούς συσχετισμούς στην ήπειρό μας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό.

Και τώρα τι;

Η χώρα και τα κόμματά της δεν συζήτησαν και συνεχίζουν να μην συζητούν το μόνο πράγμα που ήταν και είναι προς συζήτηση. Πως βγαίνουμε το συντομότερο δυνατό από τη κρίση και πως επιμερίζουμε το αναπόφευκτο κόστος με όσο πιο δίκαιο  τρόπο γίνεται. Είναι πραγματικά πέραν κάθε φαντασίας το γεγονός ότι μετά από τόσα χρόνια βαθιάς κρίσης η χώρα αντί να πει φτάνει πια, ετοιμάζεται να πέσει ακόμη πιο βαθιά μέσα σε αυτή.

Αφού δεν επιθυμούμε να συζητήσουμε αυτό για το οποίο μας προτρέπουν συνεχώς οι ευρωπαίοι εταίροι μας, τη μεταρρύθμιση του συστήματος πολιτικοοικονομικής διακυβέρνησης της χώρας, αφού δεν επιθυμούμε να οικοδομήσουμε ένα κανονικό κράτος, αφού θεωρούμε ότι είμαστε τα θύματα της Ιστορίας (η οποία παρεμπιπτόντως μας εξουσιοδότησε να αλλάξουμε τον ρου της), θα οδηγούμαστε δυστυχώς σε όλο και μεγαλύτερη σκοτοδίνη με απρόβλεπτες συνέπειες.