Ο βωβός κινηματογράφος

Αρης Τόλιος 29 Φεβ 2012

Ένας αβάσταχτης ελαφρότητας μεσσιανισμός μοιάζει να κυριαρχεί στην πληθωρική αρθρογραφία σήμερα. Διακρίνει κανείς μια ηθικοπλαστική αισθητική. Την αδιατάρακτη βεβαιότητα εκείνου που κατέχει το απόλυτο δόγμα και οφείλει να το μεταφέρει με αυστηρότητα, κουνώντας το δάκτυλο ή την πένα του. Το θέαμα θα ήταν αστείο – αν δεν ήταν τελικά επικίνδυνο. Το παρατηρούμε, πάντως, κυρίως στους εκπροσώπους της μεγάλης του γένους αντιμνημονιακής σχολής, αλλά και σε αρκετούς από όσους πιστεύουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να διανοηθεί το μέλλον της ιστορικά, οικονομικά και πολιτισμικά εκτός Ευρώπης. Μιλάμε πολλοί, γραφούμε πολλοί, αναλύουμε ακόμη περισσότεροι. Γεμίσαμε αρθρογράφους (του συρμού η πλειοψηφία και δεν εξαιρώ την αφεντομουτσουνάρα μου ), που έχουμε μπει σε ένα, κατά το κοινώς λεγόμενο, «τρυπάκι», ότι κατέχω άποψη επί παντός του επιστητού και την διακινώ με όσο πιο κραυγαλέο τρόπο μπορώ.

Η πρωτοφανής κρίση στα μίντια, αλλά και η έκρηξη στο διαδίκτυο, έχουν συμβάλει να διογκωθεί το φαινόμενο αυτό. Άλλωστε κατατρύχει όλες τις εξουσίες και όχι μόνο την ελληνική δημοσιογραφία. Ας πούμε, ο κ. Νίκος Χατζηνικολάου (μιλάω για τον σεβασμιότατο Μεσογαίας) αισθάνθηκε την ανάγκη από άμβωνος να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή για το πώς πρέπει να διαπραγματευτεί η χώρα με τους δανειστές της. Ακόμη και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος (την εκλογή του οποίου ανακουφιστικά υποδεχθήκαμε), με επιστολή του προσφάτως στον πρωθυπουργό, παρουσίασε τη δική του πλατφόρμα, ή, αν θέλετε, απόλυτη αλήθεια – αντί να στείλει μήνυμα κουράγιου και καταλαγής των παθών. Θα πείτε ότι δεν είναι εύκολο να απαλλαγεί η Εκκλησία από πρόσφατες παραδόσεις που δημιούργησε… Τόσος κόπος για τις ταυτότητες και το Μακεδονικό, ώστε να αποκτήσει κοσμικό ρόλο και λόγο, δεν μπορεί να πάει χαμένος. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο…

Στην αρθρογραφία της κρίσης, είχαμε ένα άνευ προηγούμενου «μπουμ». Ας μετρηθούμε. Ξαφνικά είμαστε εκατοντάδες αυτοί που συμβάλλουμε να διαμορφωθεί μια απίστευτη κακοφωνία, μέσω της οποίας πνίγονται ουσιαστικές, τεκμηριωμένες παρεμβάσεις. Λίγες, είναι η αλήθεια, αλλά αυτές χρειάζεται κολασμένα σήμερα η χώρα. Σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, μπλογκ, εφημερίδες, γεμίσαμε «γκεστ» της κρίσης και έχουμε αποτρελάνει τον πολίτη. Ειδικά κάτι τηλεοπτικοί πατριάρχες, που φαίνεται από μακριά ότι την έχουν την πετριά… Νομίζουν ότι διαθέτουν τη φωτισμένη τιάρα στο κούτελο και το ανάλογο σκήπτρο και σιγά-σιγά απέκτησαν ύφος παναγιότατου. Στοιχηματίζω ότι στο βάθος πιστεύουν πλέον πως αν ήταν αυτοί απέναντι στη Μέρκελ, η χώρα θα ήταν ήδη σε τροχιά ανάπτυξης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Αν, πριν από τρία χρόνια, ρωτούσαμε τι ακριβώς είναι η ανταγωνιστικότητα επί της οποίας πλέον τσαλαβουτάμε όλοι, είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίζαμε το αμίμητο ύφος του Γιώργου Κωνσταντίνου, όταν σε ελληνική κωμωδία προσπαθούσε να περιγράψει ένα προφιοτερόλ. Σήμερα, είμαστε όλοι κάτοχοι του μείγματος και της συνταγής για το καλύτερο… προφιτερόλ. Το σερβίρουμε κομπορρημονώντας ότι είναι το πιο νόστιμο – χωρίς να θυμόμαστε καν ότι η ημιμάθεια είναι απείρως χειρότερη από την αμάθεια.

Σε όλο αυτό το υπερθέαμα, ωστόσο, ισχύει και το του Παγκάλου δόγμα, «όλοι μαζί τα φάγαμε»… Σερβίρεις μόνον αν βλέπεις ότι υπάρχουν πελάτες εθισμένοι στο κατά το κοινώς λεγόμενο «σαβούρωμα». Με λογικό αποτέλεσμα, φυσικά, η «χοληστερίνη» του λαϊκισμού να απειλεί με βαρύ έμφραγμα το δημόσιο διάλογο. Είναι δηλαδή και ευθύνη του τηλεθεατή, αναγνώστη, ακροατή, να επιλέξει και να προκρίνει τους πραγματικούς θεράποντες και όχι τους κήνσορες. Το ακόμη χειρότερο είναι ότι επέρχεται προεκλογική περίοδος, με τα ντεσιμπέλ, τις ατάκες και τις εσχατολογίες να κορυφώνονται.

Δεν γνωρίζω αν υπάρχει μια κάποια λύση. Πάντως, όταν το Χόλιγουντ βρέθηκε στη δίνη της κρίσης του «λεονάιντας» και των υπερθεαμάτων, βρήκε το κουράγιο να ανακαλύψει το “Τhe artist” και το ασπρόμαυρο σινεμά. Ίσως λοιπόν δεν είναι κακό να θυμηθούμε και εμείς τη γοητεία του… βωβού κινηματογράφου. Κάποιες στιγμές, έστω.