Μετά την Αλάσκα και πριν τη Βουδαπέστη, η στιγμή της αλήθειας για την Δύση

Γιάννης Χοχλακάκης 20 Οκτ 2025

Η ειρήνη δεν θα έρθει με συνεννόηση, αλλά με αποτροπή - ο χρόνος για την Δύση μετρά αντίστροφα.

Η Ουκρανία πέρασε πρόσφατα σε πιο αποφασιστικές ενέργειες που φέρνουν τον πόλεμο πιο κοντά στη ρωσική ενδοχώρα, ενώ η Μόσχα αυξάνει τις επιθέσεις κατά ουκρανικών υποδομών. Η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με την κόπωση και τον πειρασμό για εύκολες λύσεις — αλλά οποιαδήποτε βιαστική «συμφωνία» χωρίς ισχυρή στήριξη προς το Κίεβο θα θέσει σε κίνδυνο την κυριαρχία του. Τώρα απαιτείται πολιτική αποφασιστικότητα: όχι λόγια, αλλά σαφής στήριξη που θα επιτρέψει στην Ουκρανία να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος.

Η συνάντηση της Αλάσκας μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, που παρουσιάστηκε ως ένα πρώτο βήμα προς τον τερματισμό του πολέμου, αποκάλυψε μια νέα φάση ψευδαισθήσεων αντί για ειρήνη . Ο Ρώσος δικτάτορας διατήρησε ακέραιες τις μαξιμαλιστικές του απαιτήσεις, επιδιώκοντας όχι μόνο εδαφικά κέρδη αλλά και αναδιαμόρφωση του συστήματος ασφαλείας της Ευρώπης. Η Δύση, ταλαντευόμενη μεταξύ κόπωσης και πολιτικών υπολογισμών, δείχνει έτοιμη να συζητήσει μαζί του – έστω και χωρίς τη βεβαιότητα ότι η Ουκρανία θα είναι στο τραπέζι.

Τώρα, το βλέμμα στρέφεται στη Βουδαπέστη — μια επιλογή που από μόνη της αποκαλύπτει το πρόβλημα. Ο Βίκτορ Όρμπαν, ο πιο σταθερός συνομιλητής του Κρεμλίνου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμφανίζεται πρόθυμος να εγγυηθεί την ασφάλεια του Πούτιν και να του προσφέρει πολιτικό καταφύγιο για μια νέα «ειρηνευτική» συνάντηση σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η εικόνα ενός Ευρωπαίου ηγέτη να προστατεύει τον άνθρωπο που ευθύνεται για την εισβολή, στο όνομα του διαλόγου, θα έπρεπε να προκαλεί πολιτικό συναγερμό. Δεν είναι απλώς διπλωματική αφέλεια — είναι πράξη αποδόμησης του ίδιου του ευρωπαϊκού πλαισίου αλληλεγγύης. Η Βουδαπέστη, κινδυνεύει να μετατραπεί σε σκηνή νομιμοποίησης του αυταρχισμού.

Τα τελευταία γεγονότα όμως αλλάζουν ριζικά το τοπίο. Οι ουκρανικές επιθέσεις σε ρωσικά ενεργειακά και βιομηχανικά κέντρα απέδειξαν ότι το Κίεβο δεν είναι πια απλώς αμυνόμενος παίκτης. Με αποφασιστικότητα και ευρηματικότητα, μεταφέρει τον πόλεμο στο βάθος της ρωσικής ενδοχώρας, προκαλώντας οικονομικό και ψυχολογικό πλήγμα στη Μόσχα. Αυτή η νέα πραγματικότητα δείχνει πως η Ουκρανία δεν περιμένει πλέον «σωτηρία» από τη Δύση, αλλά προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική της αποτροπή.

Την ίδια στιγμή, η Ρωσία εντείνει τις επιθέσεις εναντίον ουκρανικών υποδομών, επιχειρώντας να πλήξει την καθημερινότητα και την οικονομική αντοχή της χώρας. Η Ουκρανία αντιμετωπίζει μια διπλή πρόκληση: να διατηρήσει τη γραμμή άμυνας στα μέτωπα και να προστατεύσει το εσωτερικό της. Στο πλαίσιο αυτό, η ενίσχυση της από τους συμμάχους της δεν είναι απλώς υποχρέωση, αλλά προϋπόθεση επιβίωσης.

Το Council on Foreign Relations και το Carnegie Endowment έχουν ήδη επισημάνει ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί τη «ρητορική της ειρήνης» ως εργαλείο εκβιασμού: συνδέει την κατάπαυση του πυρός με παραχωρήσεις, επιδιώκοντας να καταστήσει την Ουκρανία όμηρο της δυτικής κόπωσης. Οι δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ, ότι «ίσως το Κίεβο χρειαστεί να ανταλλάξει γη για ειρήνη», αποκαλύπτουν ακριβώς αυτό το ρήγμα στο δυτικό στρατόπεδο — μια πολιτική ρωγμή που η Μόσχα σπεύδει να εκμεταλλευθεί.

Κι όμως, οι τελευταίες πρωτοβουλίες δείχνουν ότι η Δύση διαθέτει ακόμη μέσα να ανατρέψει την αδράνεια. Η Γερμανία ανακοίνωσε νέο πακέτο βοήθειας, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση πρότεινε τη χρήση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για τη χρηματοδότηση στήριξης προς το Κίεβο. Αν υλοποιηθεί, αυτή η πρωτοβουλία θα προσφέρει διπλό όφελος: θα αποδυναμώσει περαιτέρω τη Μόσχα και θα εξασφαλίσει σταθερή, διαρκή βοήθεια χωρίς να επιβαρύνει τους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς.

Το συμπέρασμα είναι σαφές: η πραγματική ειρήνη δεν μπορεί να έρθει μέσω συνεννόησης με τον επιτιθέμενο, αλλά μέσα από αποτροπή και στρατηγική υπεροχή. Η Ουκρανία χρειάζεται πολιτική και υλική στήριξη που θα της επιτρέψει να διαπραγματευτεί με αυτοπεποίθηση και όχι από θέση ανάγκης. Κάθε καθυστέρηση επιμηκύνει τον πόλεμο· κάθε ημίμετρο ενισχύει την αίσθηση ρωσικής ατιμωρησίας.

Η «κόπωση της Δύσης» που πολλοί επικαλούνται δεν είναι αναπόφευκτη. Είναι πολιτική επιλογή — και όπως κάθε επιλογή, μπορεί να ανατραπεί. Οι πρόσφατες ουκρανικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι η Μόσχα δεν είναι ανίκητη· αποδεικνύουν επίσης ότι η Δύση μπορεί να ανακτήσει την πρωτοβουλία, αρκεί να εγκαταλείψει την ψευδαίσθηση μιας «εύκολης ειρήνης».

Η επιλογή που διαγράφεται μπροστά μας είναι καθαρή: ειρήνη από θέση ισχύος ή ειρήνη από θέση υποταγής. Η πρώτη απαιτεί πολιτικό θάρρος και στρατηγική συνέπεια· η δεύτερη θα σημάνει την αρχή της αποδόμησης της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η ιστορία, όπως πάντα, δεν συγχωρεί την αδράνεια.

Η συνάντηση της Βουδαπέστης, υπό την «εγγύηση» του Όρμπαν, δεν είναι ένα ουδέτερο διπλωματικό γεγονός· είναι το τεστ ωριμότητας της Ευρώπης. Αν η Ένωση επιτρέψει σε έναν αντιευρωπαϊστή ηγέτη να εμφανιστεί ως μεσολαβητής ειρήνης για λογαριασμό του Κρεμλίνου, τότε το πρόβλημα δεν θα βρίσκεται πια στα σύνορα της Ουκρανίας, αλλά στην ίδια την καρδιά της Ευρώπης.

Η ειρήνη δεν θα έρθει με συνεννόηση με τον Πούτιν· θα έρθει μόνο όταν η Δύση αποφασίσει ότι η ελευθερία της Ουκρανίας είναι και δική της υπόθεση — και το αποδείξει όχι με λόγια, αλλά με πράξεις.