Η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου είναι ατομική υπόθεση. Για άλλα είδη βιβλίου αυτό ίσως δεν ισχύει.
Όταν διαβάζεις λογοτεχνία κανείς δεν θα σε εξετάσει, σε κανέναν δεν θα χρειαστεί να πείς τι σκέφτηκες, τους συνειρμούς σου, τα συναισθήματά σου, παρά μόνο αν το θες. Όπως κανείς δεν θα μάθει αν συγκινηθείς ή κλάψεις.
Τούτο το τελευταίο μου συμβαίνει πότε πότε, τα παιδιά μου λένε ότι είναι υπερευαισθησία λόγω ηλικίας. Εγώ όμως θυμάμαι ότι πρώτη φορά έκλαψα με ένα βιβλίο στην 5η Δημοτικού. Δυστυχώς ή ευτυχώς συνεχίζω να είμαι ευσυγκίνητος.
Με τα χρόνια έχω ξεκαθαρίσει τα γούστα μου. Δεν μου αρέσουν οι φιοριτούρες, το επιτηδευμένο ύφος και ο κατακερματισμένος λόγος. Πόσο μάλλον όταν τον χρησιμοποιεί ένας συγγραφέας από επιλογή λόγους εντύπωσης.
Όσο πια για τη συνειρμική γραφή ας μην μιλάμε. Νομίζω ότι το γράψιμο δεν είναι ψυχαναλυτική συνεδρία. Κι αν είναι, ο καλός συγγραφέας με μαεστρία το έχει κρύψει. Η ψυχανάλυση είναι ιδιωτική υπόθεση, όπως η προσευχή και το διάβασμα.
Βέβαια γούστα είναι αυτά κι εγώ δεν δηλώνω επαΐων. Συνεπώς αν διαβάζετε τούτο το σημείωμα το κάνετε με δική σας ευθύνη είτε από συμπάθεια είτε από περιέργεια για το τι σκέφτηκα πάλι να σας πω.
Η ανάγνωση είναι ενεργητική πράξη. Θέλουμε να διαβάσουμε. Έχουμε διαλέξει το βιβλίο, το φέρνουμε μπροστά μας, το ανοίγουμε, το ξεφυλλίζουμε, αρχίζουμε να το διαβάζουμε. Είμαστε εκεί. Πολλές φορές προσπαθούμε να διαβάσουμε, αλλά η κούραση του σώματος μας καταβάλλει. Για λίγη ώρα παλεύουμε ενάντια τον ύπνο, το βιβλίο μας τραβάει, μας δίνει χαρά , έως ότου στο τέλος παραδοθούμε. Κι όταν το κλείσουμε ξέρουμε ότι θα μας περιμένει.
Την ώρα της ανάγνωσης συμμετέχει και το σώμα. Γιατί η ψυχική ευχαρίστηση ελευθερώνει την κίνηση.
Ξαπλώνεις ανάσκελα και διαβάζεις με το βλέμμα προς το ταβάνι. Κουλουριάζεσαι σε μια βαθιά πολυθρόνα. Διαβάζεις μπρούμυτα έχοντας αγκαλιά ένα δυό μαξιλάρια για να πάρεις την απαραίτητη απόσταση από το βιβλίο, αχ άτιμη πρεσβυωπία.
Σταυρώνεις τα πόδια και μισοακουμπάς πίσω στον καναπέ. Σηκώνεις τα πρησμένα σου πόδια ακουμπώντας τα κάπου ψηλά και συνεχίζεις να διαβάζεις ανάσκελα. Κάθεσαι με το ένα πόδι πάνω στο χοντρό μπράτσο μια αναπαυτικής πολυθρόνας.
Άπειρες στάσεις, άπειροι συνδυασμοί, εσύ και το βιβλίο.
Όταν το σώμα είναι μπλοκαρισμένο δεν μπορείς να χαρείς την ελευθερία της κίνησης που φέρνει η ανάγνωση.
Είχα περάσει μήνες καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι σε μια μακριά πορεία αποκατάστασης μετά από τροχαίο ατύχημα. Δεν μπορούσα να διαβάσω. Κάτι με εμπόδιζε. Τί μου συνέβαινε; Κατάλαβα πως δεν έφταιγε το μυαλό μου. Με τα πολλά κατάλαβα πως ήταν το ξύλινο σώμα μου. Ξαπλωμένος για μήνες σε θέση ανάσκελα με περιορισμένη κινητικότητα του κορμού και ποδιών πως να διαβάσω;
Το διάβασμα είναι ένας χορός με το βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας. Κι εγώ δεν μπορούσα να “χορέψω”. Τώρα όμως χορεύω.
Κοιτάζω πίσω και βλέπω τον εαυτό μου σε δεκάδες στάσεις με ένα βιβλίο.
Με βλέπω σε ένα λεωφορείο για Βόλο, σε ένα τραίνο για Θεσσαλονίκη, σε ένα βαπόρι για την Πάρο, σε ένα αεροπλάνο για Λονδίνο. Και παρόλο που συχνά δεν υπάρχει ελευθερία κίνησης λόγω έλλειψης χώρου, κατορθώνω να σηκώσω το πόδι και να ακουμπήσω το γόνατο στο μπροστινό κάθισμα.
Στο λεωφορείο χωρίς να ενοχλώ τον μπροστινό επιβάτη, τα καθίσματα είναι πολύ σταθερά κι αντέχουν.
Στο αεροπλάνο μετά το άγριο βλέμμα του κυρίου με το άτεχνα βαμμένο μαλλί κι αφού δεν έχω χώρο για να σηκώσω το πόδι μου, γέρνω την πλάτη του καθίσματος έως να έλθει το φαγητό και με παρακαλέσει ο πίσω επιβάτης να την σηκώσω. Τουλάχιστον αυτός μου μίλησε ευγενικά.
Στο τραίνο πιο ελεύθερα σέρνω το κάθισμα πιο μπροστά και πιο άνετα κι απολαμβάνω το βιβλίο μου σπάζοντας την ανάγνωση με φευγαλέες ματιές στο τοπίο που τρέχει προς τα πίσω.
Στο πλοίο μια καλοκαιρινή ημέρα καθισμένος σε μια πλεκτή μεταλλική πολυθρόνα ακουμπάω τα πόδια μου στο κάγκελο και συντροφιά με τον θαλασσινό αέρα και τους γλάρους που μας ακολουθούν βυθίζομαι στο βιβλίο μου.
Τι ευτυχία!
Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς ανάγνωση!
Κάποιοι μου λένε πως μπορούν να “χορέψουν” με ένα kindle. Δεν ξέρω. Ίσως είναι πολύ ψυχρό για μένα. Που είναι η αίσθηση; Γιατί για αίσθηση μιλάμε. Το βιβλίο μπορούμε να το τσακίσουμε, να το σημειώσουμε , να το λεκιάσουμε, να το σκίσουμε κι όλα αυτά επειδή είναι ζωντανό, απτό, φθαρτό. Α ξέχασα και την μυρωδιά του χαρτιού και την υφή του.
Τόσες ανεπαίσθητες αισθαντικές διαφορές. Μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά στο kindle;
Μπορούμε να αφήσουμε ένα φλιτζάνι καφέ πάνω του; Να βλέπουμε το λεκέ μετά απο χρόνια και γυρίζουμε πίσω στη στιγμή. Όχι, δεν θα το κάνουμε γιατί η ψυχρή του επιφάνεια δεν μας αφήνει.
Μπορούμε να το τσακίσουμε ; Όχι γιατί η σελίδα του δεν έχει φυσική υπόσταση.
Μπορούμε να υπογραμμίσουμε με το μολύβι που μας αρέσει, εκείνο το κολοβό απο τη χρήση Faber and Castell no 5 HB κι όχι με τον ψυχρό κέρσορα; Όχι.
Η γοητεία του χαρτιού συμπληρώνει τη γοητεία του λογοτεχνικού κειμένου και τα δυο μαζί θρέφουν την ψυχή μας.
Ώρες ώρες σκέφτομαι την σκηνή στο Φαρενάιτ 451, όπου η συλλέκτης των βιβλίων αρνείται να εγκαταλείψει το σπίτι και τα βιβλία της και προτιμάει να καεί μαζί τους.
Βιβλίο σημαίνει αφήγηση και πέταγμα.
Γιατί εκεί βρίσκουμε την ψυχή μας.
Εικόνα :(Jacob Lawrence, The Library, 1960.)