ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ - Μια Μυθιστορία της πιο κρίσιμης περιόδου του σύγχρονου Ελληνισμού

Δημήτρης Καλουδιώτης 21 Σεπ 2021

ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ 

του Γιάννη Λασκαράκη. Εκδόσεις Επίκεντρο

Εδώ και κάποιους μήνες , το 2021, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Επίκεντρο το Βιβλίο του Γιάννη Λασκαράκη ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ. 

Το βιβλίο  είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Ο Γ.Λ. είναι βαθύς μελετητής της ιστορίας  του σύγχρονου ελληνικού έθνους –κράτους  και της ιστορίας της  Μικράς Ασίας και γενικότερα της ευρωπαϊκής. Με τέτοια εφόδια έστησε ένα τεράστιο ιστορικό και μυθιστορηματικό σκηνικό. 

Οι βιβλιογραφικές παραπομπές του , τα αποσπάσματα των συγγραφέων που αξιοποιεί για να ενισχύσει τον αποδεικτικό του λόγο πείθουν για την λεπτομερή μελέτη της σύγχρονης  εθνικής και όχι μόνο ιστορίας 

Οι αναφορές του σε τόσους  πολλούς ανθρώπινους χαρακτήρες  στηρίζονται        στην βαθιά μελέτη των   ιστορικών  προσώπων που πρωταγωνίστησαν στην εποχή που αναφέρεται το βιβλίο. Εκπλήσσει  η ευχέρειά του στην οικοδόμηση των επίσης τόσων πολλών μυθιστορηματικών  χαρακτήρων.  

 Οι περιγραφές διαδρομών, τοπίων, οικισμών και πόλεων μιας τεράστιας περιοχής πείθουν  για την μακρά επί των τόπων έρευνα. Είναι τόσο ζωντανές  οι αφηγήσεις των ατέλειωτων πεζοποριών των διάφορων «ταγμάτων εργασίας» και των ανθρώπινων καταστάσεων σ αυτό το ζοφερό σκηνικό.

Το βιβλίο εστιάζεται στην ευρύτερη ιστορική τριακονταετία (1895- 1925)  η οποία ,μετά την δεκαετία της επανάστασης (1820-1830), είναι η σπουδαιότερη για την σύγχρονη ελληνική περιπέτεια. Στην περίοδο αυτή όλες οι στρατηγικές περί την «Μεγάλη ιδέα» δοκιμάστηκαν  στην πράξη. Από τους αιματηρούς πολέμους ακόμα και εμφυλίους αιματηρής και  χαμηλής έντασης ως  τις χρεοκοπίες. Δεν είναι τυχαίο ότι την περίοδο εκείνη αναδείχθηκαν  τόσο οι σημαντικότερες προσωπικότητες και απόψεις, πνευματικές και πολιτικές, αλλά και οι μικροί και κακοί δαίμονες του διχασμού και του φθόνου. 

Ξεκινώντας από την ανερμάτιστη «Εθνική Εταιρεία» και το φιάσκο του 1897, παράλληλα με το Κρητικό ζήτημα και ένα ζοφερό  εθνικό προσκήνιο που το συναπάρτιζαν ένα σαθρό  πολιτικό σύστημα  και το παλάτι με το διάδοχο και  τους πρίγκιπες   παράλληλα με τις αυταπάτες για την μεγάλη Ιδέα. Όταν έρχεται ο από μηχανής θεός από την Κρήτη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μέσα σ αυτό το κλίμα με την καταλυτική παρουσία του κινούνται έκτοτε  οι ήρωες του βιβλίου. 

Αξίζει να συζητηθεί ένα από τα  διλήμματα που αναδείχνει στο βιβλίο του ο Γ.Λ. Βαλκανικοί πόλεμοι εναντίον των Τούρκων ή συνεννόηση με το  υπό ανάδειξη «προοδευτικό»  υποκείμενο περί το κίνημα των Νεοτούρκων; Γιατί πέρα από την κατάληξη αυτού του κινήματος ποιος σήμερα γνωρίζει τις προσπάθειες του πρίγκιπα  Σαμπαχατίν για μια άλλη ελληνοτουρκική συνεννόηση; 

Ο Γ.Λ. επαναφέρει στο προσκήνιο την  ξεχασμένη «παραλλαγή» της μεγάλης ιδέας όπως την «συν-διαμόρφωσαν» οι αντιφατικοί  Ίων Δραγούμης και ο πιο άγνωστος αξιωματικός Αθανάσιος Σουλιώτης- Νικολαΐδης 

Δεν είναι της ώρας αλλά η εναλλακτική «στρατηγική» μετάβασης από την Οθωμανική αυτοκρατορία προς μια Δημοκρατική πολυεθνική Ομοσπονδία φάνταζε την εποχή εκείνη  μια όντως μεγάλη εξέλιξη που θα «περιόριζε» τις τεράστιες απώλειες ανθρώπινων ζωών και την καταστροφή μιας πολιτισμικής και οικονομικής οικουμένης. Ίσως θα διασώζονταν ο πολυεθνικός ελληνισμός που άκμαζε, οικονομικά και πολιτιστικά (και γιατί όχι δεν θα συνέβαινε η γενοκτονία των Αρμενίων).Για να μη μιλήσουμε για την παρούσα κατάσταση ανάμεσα στις δύο χώρες.  Δυστυχώς (ή ευτυχώς;) η πορεία δημιουργίας, περίπου «μονοφυλετικών», εθνών-κρατών που χαρακτήριζε τον δέκατο ένατο(και τον  μισό εικοστό αιώνα αποδείχθηκε ακατανίκητη. 

Ο Βενιζέλος, μέσα στο κλίμα του Ανατολικού ζητήματος, «οδηγήθηκε» στους Βαλκανικούς πολέμους εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας  και έτσι οι δρόμοι της ιστορίας τον έφεραν στο κεντρικό ρεύμα της εποχής. Τον πολεμικό ανταγωνισμό όλων με όλους και τελικά στα έθνη- κράτη της Τουρκίας των Βαλκανίων και της Ελλάδας. Αλλά όχι των Αρμενίων και των Κούρδων...

Ως παρέκβαση. Οι συζητήσεις που διεξάγονταν στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, περιλαμβανομένης της Ρωσίας, για την διάλυση ή και «υποκατάσταση» του μεγάλου ασθενούς, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έγιναν πιο συγκεκριμένες  με την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης. Κι αυτό δείχνει την διεθνή σημασία της . 

Η πιο ισχυρή ομάδα εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με το μεγαλύτερο ποσοστό εγγράμματων στελεχών, εμπόρων και ναυτικών, οι Έλληνες, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, είχαν  τέτοια αυτοπεποίθηση ώστε  σε μεγάλη μερίδα τους να θεωρείται  δυνατή ακόμα και η «υποκατάστασή» της μέσω μιας πολυεθνικής οικουμένης. (Έλληνες πρωτίστως, Τούρκοι, Βαλκάνιοι, Αρμένιοι, Κούδροι και άλλα μικρότερα μιλιέτια).Μόλις όμως διατυπώθηκαν τέτοιες απόψεις εμφανίστηκαν ως εκπρόσωποι εθνικών ταυτοτήτων οι  Βούλγαροι , οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι  αλλά και επέστρεψαν οι Οθωμανοί ως  Τούρκοι κ.ο.κ. Είμασταν στη εποχή της Γαλλικής επανάστασης και των εθνών κρατών...

Βέβαια η Φιλική Εταιρεία και οι «νεωτεριστές» συνταγματικοί κλπ στόχευαν από την αρχή στην δημιουργία ευρωπαϊκού τύπου έθνους –κράτους .  Μετά  την έκρηξη της επανάστασης και παρά τις δυσκολίες των μεγάλων αγωνιστών να την «διαχειριστούν» βρέθηκαν  επίσης μεγάλοι πολιτικοί που την μετέτρεψαν σε ευρωπαϊκό πολιτικό γεγονός και την  ενέταξαν στο εκάστοτε ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Καποδίστρια που έστησαν το ελληνικό κρατίδιο στην Νότια Ελλάδα και τις Κυκλάδες. Όχι φυσικά χωρίς και αιματηρές αντιδράσεις. Μετά, στον εικοστό αιώνα, ήρθε στο προσκήνιο ο Ελευθέριος Βενιζέλος αλλά και οι αντίπαλοί του  και με, επιτυχίες και αποτυχίες, πάρα πολύ αίμα, την Μικρασιατική καταστροφή,  οδηγηθήκαμε στο σύγχρονο ελληνικό, το «παραδόξως νεωτερικό», κράτος μας. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι απόψεις που διαγκωνίστηκαν   με όλους τους τρόπους δεν ήταν αξιόλογες και δεν εμπλούτισαν το τελικό αποτέλεσμα. Για να μην μακρηγορώ είναι ολοφάνερη η «προτίμηση» του Γ.Λ. στις πιο δημοκρατικές και πιο φιλελεύθερες απόψεις που διακινήθηκαν όχι μόνο και κυρίως από Έλληνες αλλά και Τούρκους με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη . Κι αυτό εξηγεί τον  τίτλο του βιβλίου του με την έννοια ότι η ιστορία είχε άλλους στόχους. Την δημιουργία εθνών-κρατών. Και το ελληνικό είναι ένα από τα πρώτα στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο. 

Και εν τέλει όπως μέσα από αυτό τον ποταμό των σελίδων  του Βιβλίου του Γ.Λ.  αναδεικνύεται: 

Η δημιουργία αυτού του εθνικού κράτους των Ελλήνων οδήγησε στην συρρίκνωση ως και καταστροφή του Ελληνισμού σ αυτό τον απέραντο χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κι όχι μόνο.  «Αργότερα η προσάρτηση των νέων εδαφών στον βορρά, σε συνδυασμό με την επίσπευση των μαζικών καταστροφών που έπληξαν την παλιά διασπορά , οδήγησαν για πρώτη φορά την πλειονότητα του ελληνικού έθνους εντός των ορίων του ελληνικού κράτους. Θα μπορούσε , μάλιστα, να υποστηρίξει κανείς ότι το πιο σημαντικό πράγμα, αναφορικά με το νέο Βασίλειο της Ελλάδας , όπως αυτό αναδύθηκε  από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, ήταν  ο ρόλος που διαδραμάτισε στην υπονόμευση της βιωσιμότητας των μοντέλων της ελληνικής εξάπλωσης του δεκάτου ογδόου αιώνα, εντός και υπό την σκέπη της Οθωμανικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας,  καθώς και Αυτοκρατορίας των Αψβούργων»

 Υπάρχει ένας χαρακτηριστικός (μυθιστορηματικός) διάλογος ανάμεσα στον Κρητικής καταγωγής ήρωα του βιβλίου  Ανέστη Πετριδάκη και τον Βεχίτ Πασά (από οικογένεια εξισλαμισμένων με καταγωγή από την Ήπειρο αδελφό του Εσάτ Πασά που παρέδωσε στην Ελλάδα τα Ιωάννινα το 1913) να απαντά: «Σου το λέω όμως και να με θυμηθείς. Ο Βενιζέλος είναι επικίνδυνος για μας  , αλλά και για σας . Δεν θα σας υπολογίζει προκειμένου να υλοποιήσει τα σχέδιά του για την Μεγάλη Ελλάδα». Και σε μια άλλη συνάντηση με τον ίδιο στρατηγό.   «Να πεις στο Βενιζέλο ότι η Μεγάλη Ελλάδα είναι τα πέντε εκατομμύρια της Τουρκίας..». 

Έκανα αυτή την παρέκβαση για να πω ότι ο Γ.Λ. στο βιβλίο του  φέρνει κριτικά  στο προσκήνιο όλα τα μεγάλα ζητήματα της εποχής εκείνης από την πανωλεθρία του 1897  ως τους Βαλκανικούς πολέμους, τον εθνικό διχασμό ως  την απόβαση στην Σμύρνη, την μικρασιατική καταστροφή και την «βαρβαρότητα» της ανταλλαγής πληθυσμών.

 Ο Γ.Λ. δεν διστάζει να διατυπώσει την δική του θέση. Η κατάληψη της Σμύρνης άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Σήμερα οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν για το ζήτημα της Σμύρνης παρά το δίκαιο ανάθεμα  που αφήνουν για το πως εγκληματικά τη διαχειρίστηκαν, μετά την ήττα Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου το 1920, οι αντίπαλοί του «παλαιοελλαδίτες» του λαϊκού κόμματος Ο Γούναρης και ο Βασιλιάς του διχασμού Κωνσταντίνος.

Διαβάζοντας τις πολύ στενόχωρες σελίδες του βιβλίου  ως την  τελική λύση του δράματος  εύκολα  έρχεται στο νου η Σικελική εκστρατεία των Αθηναίων και η βήμα,  βήμα από  την εγωπάθεια ,το διχαστικό φθόνο και την ανοησία  στην απόλυτη   καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού. Είναι ίσως σημαντικό ότι το βιβλίο του Γ.Λ. εκδόθηκε το 2021 την επέτειο των διακοσίων χρόνων της Ελληνικής επανάστασης και συμβάλλει, με τον τρόπο του, στους προβληματισμούς για τις εξελίξεις του σύγχρονου ελληνισμού.   

Φυσικά η ιστορία δεν γράφεται μόνο υπό την πίεση των μεγάλων ρευμάτων που την διατρέχουν ούτε με την δράση των πρωταγωνιστών αλλά και των πολιτών των οποίων η ζωή στην κυριολεξία  είναι ζήτημα ζωής και θανάτου μέσα σ αυτό το πολύπλοκο ιστορικό   πλαίσιο.   Και το ιστορικό μυθιστόρημα  έχει να λύσει αυτό ακριβώς το πρόβλημα. Την ισόρροπη συμπλοκή των ιστορικών τεκταινομένων με την προσπάθεια των ανθρώπων να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις (οικογένεια ,έρωτα, οικονομία αλλά και ανταπόκριση στις επιταγές της ιστορίας και της κοινωνίας). Και στον τομέα αυτό η σύνθεση του Γιάννη είναι όντως πρωτότυπη.  Αυτό το παζλ κίνησης των ανθρώπων κατορθώνει ο Γ.Λ. να το παρουσιάσει με δόκιμο λογοτεχνικό τρόπο. Η επιλογή των κυρίων ηρώων του βιβλίου, από την Κρήτη και την Ανατολική Θράκη, δεν είναι τυχαία. 

Ο Γ.Λ. δεν διστάζει να αναδείξει τη σύμφυτη με τις πολεμικές αναμετρήσεις βαρβαρότητα, ιδιαίτερα ανάμεσα σε στρατούς (και πολίτες)  εμπολέμων και συνοίκων λαών (ένα ακόμα είδος  εμφύλιου). Παράλληλα με τις πράξεις ανθρωπισμού συνεργασίας συμβίωσης και αλληλεγγύης από Έλληνες και Τούρκους όταν δεν «εισάγονται» στις εμπόλεμες αναμετρήσεις. Οι διάσπαρτες αυτές αφηγήσεις είναι από τις πιο λογοτεχνικές σελίδες του βιβλίου.  Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου (Η Ντενίζ από την Καβάλα) είναι από τα ωραιότερα. 

Είναι βέβαια τόσο καταλυτικές οι εξελίξεις περί το τέλος του βιβλίου από τον εθνικό διχασμό ως το θρίαμβο της συνθήκης των Σεβρών και  στην πικρή καταστροφή του είκοσι δύο που ίσως χάνεται η ισορροπία ανάμεσα στην ιστορία και το μύθο υπέρ της πρώτης. 

Το ιστορικό μυθιστόρημα  του Γ.Λ.  πέραν της σπουδαίας λογοτεχνικής  αξίας του εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για το πως και πόσο  δύσκολα προέκυψε η σύγχρονη Ελλάδα. Βοηθά να κατανοήσουμε ότι οι λύσεις που προέκυψαν δεν ήταν οι μόνες και οι καλύτερες.  

Συμβάλλει και στις τωρινές συζητήσεις για το μέλλον της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό και στο  δύσκολο περιβάλλον  των ελληνοτουρκικών σχέσεων, της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. 

Οι εναλλακτικές ιδέες που κομίζει είναι χρήσιμες. Ιδιαίτερα ως προς την ουσιαστικά μεγάλη εθνική μας εκκρεμότητα, το Κυπριακό. Ενώ παραμένει διαρκώς εκκρεμής, για να κατοχυρωθεί  θεσμικά   και να δοκιμαστεί,  η ειρηνική συνύπαρξη ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων…   

ΥΓ. Στρατεύτηκα επί Χούντας, το 1973, και έζησα για δέκα επτά μήνες ως στρατιώτης,  στην Αλεξανδρούπολη και στα «παραέβρια», την περίοδο της επιστράτευσης φιάσκο, στρατόπεδα της εποχής . Καταγόμενος και ζώντας στην παλαιά Ελλάδα, από τις πρώτες μέρες που έφτασα εκεί αισθάνθηκα ότι πήγα σε μια άλλη πιο πολύπλοκη και πιο δύσκολη Ελλάδα. Μου άρεσαν οι άνθρωποι που γνώρισα. Στην πλειοψηφία τους προσφυγικής καταγωγής.  Απέπνεαν μια καλοσύνη, μια σεμνότητα κι ένα πλούσιο πολιτισμό.  Αργότερα στην μεταπολίτευση μετείχα στην εκπόνηση μελετών στον Έβρο και γενικότερα στην  Θράκη. Όπως και σε διάφορες  πολιτικές εκδηλώσεις από την δεκαετία του 80. Μέσα από όλα αυτά γνώρισα και εκτίμησα το Γιάννη Λασκαράκη. Εξέφραζε με τον καλλίτερο τρόπο τη εικόνα που είχα σχηματίσει για τους ανθρώπους της πόλης του. Μου τον συνέστησε ο αξέχαστος  Νικήτας Λιοναράκης. Τον συναντώ  στο «Διάζωμα» στο οποίο  ηγείται ο   κοινός μας φίλος  Σταύρος Μπένος. Τον ευχαριστώ που με επανέφερε, σε παλιά διαβάσματα, εμπλουτίζοντάς τα και διευρύνοντάς τα, μέσα σε ένα σπουδαίο  λογοτεχνικό κλίμα.