Η χώρα μας αντέχει στη δοκιμασία και ελπίζει

Δημήτρης Καλουδιώτης 25 Μαρ 2020

Παρακολουθώντας τη μεγάλη εικόνα η χώρα μας αντέχει στις δύο ταυτόχρονες μεγάλες δοκιμασίες που την βρήκαν . Την πρωτοφανή παγκόσμια μάστιγα του κορονοϊού αλλά και την διαφύλαξη της εθνικής μας κυριαρχίας. Και εκ των πραγμάτων διαφαίνεται πως είχε και έχει κοινωνικές δυνάμεις και ηγετική ετοιμότητα να ανταποκριθεί. Είναι τυχαίο;


Το νέο κοινωνικό υποκείμενο


Πολλοί είχαμε επισημάνει, πολύ πριν τις εκλογές, ότι στη χώρα κάτι άλλαζε. Και δεν ήταν μόνο η συνήθης πολιτική συμπεριφορά  του τύπου βαρεθήκαμε τον Τσίπρα ψηφίζουμε Μητσοτάκη.

Τώρα δεν επρόκειτο για την ίδια ρουτίνα. Η χώρα είχε περάσει την δεκαετή δοκιμασία της κρίσης. Την τελευταία τετραετία μάλιστα είχε παραδοθεί σε μια ομάδα η οποία ασκούσε την εξουσία χωρίς ούτε να γνωρίζει ούτε να ενδιαφέρεται να μάθει τους κανόνες της δημοκρατικής λειτουργίας μιας ευρωπαϊκής χώρας.

Συμβαίνει αυτό και σε πιο έμπειρες χώρες αλλά σε μας, σε κάθε μεγάλη κρίση, συνήθως μια ομάδα ασχέτων καταλαμβάνει την εξουσία και ασκείται στο κεφάλι του κασιδιάρη.

Αυτό που εμείς υποστηρίζουμε είναι πως αυτή τη φορά, περισσότερο από τα προηγούμενες, ένα μεγάλο τμήμα πολιτών φάνηκε να καταλαβαίνει τι συνέβη κι άλλαξε πορεία. ¨Όχι μόνο πολιτική. Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις για βαθύτερες αλλαγές, για αλλαγές νοοτροπίας στο κοινωνικό σώμα.

Ο γράφων, κι όχι μόνο, υποστηρίζει ότι  η κοινωνία κινείται προς μια «νέα κανονικότητα» με όρους «συστεμικής αποδοχής της παράδοσης» με την έννοια ότι αποστρέφεται πλέον την άσκοπη πολυλογία και την παντελή έλλειψη κατεύθυνσης. Κάτι περισσότερο το λεγόμενο κοινωνικό υποκείμενο των αλλαγών έχει ένα ιδιαίτερο- και «συντηρητικό» - χαρακτήρα  και δεν θα είναι όπως συνήθως ισχυριζόμαστε το παλαιό «προοδευτικό»-αριστερό ακροατήριο. Ήρθε και η πίεση από τον Ερτογάν, και ιδιαίτερα ο εκβιασμός στον Έβρο και έδωσε ώθηση σε ένα «νέο πατριωτισμό». Η χώρα μας στην άκρη του ευρωπαϊκού συστήματος,  δίνει νέο περιεχόμενο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Γεγονός που γίνεται πλέον κατανοητό και από τους ευρωπαίους πολίτες.


Μάλιστα υποστηρίζαμε ότι η κατάσταση που χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία, ως αποτέλεσμα της («δίδυμης») ηγεμονίας της αριστεράς,  βρίσκονταν σε αποδρομή. Επρόκειτο για μια κοινωνική στάση ανευθυνότητας, ένας δήθεν αντιελιτισμός με την έννοια του πολίτη ξερόλα, μια περιφρόνηση προς την νομιμότητα και στις αποφάσεις των αρχών, και εκείνων που γνωρίζουν. Δεν είναι τυχαία η επικράτηση της έκφρασης μπαχαλάκηδες που χαρακτηρίζει την τελική φάση αυτής της περιόδου.

Αντίθετα βλέπουμε τώρα την κοινωνία στη μεγάλη της πλειοψηφία να αποδέχεται ξανά τους εθνικούς σκοπούς, τις αποφάσεις της εκλεγμένης πολιτικής ηγεσίας, των ειδικών  σε ζητήματα που απαιτείται επιστημονική γνώση και μέθοδος. Το εθνικό ακροατήριο βλέπει ότι η χώρα πρέπει να κινηθεί συντεταγμένα για την υπεράσπιση της εθνικής της κυριαρχίας αλλά και του απρόοπτου, πλανητικού κινδύνου από τον κορονοϊό.

Η επικρατούσα τυπολογία παραπέμπει σε μια «συντηρητική» οπτική. Αυτή η οπτική περισσότερο νοικοκυρέματος, μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού επικρατούσε και το εξάμηνο πριν μας έρθουν η επίθεση Ερτογάν στα σύνορα του Έβρου και τον κορονοϊό. Απλά τώρα που η ανάγκη είναι πιο προφανής συντάσσεται με την κυβέρνηση η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Βαθαίνει ο προβληματισμός όλων μας. Και μένουν απέξω οι «κατ επάγγελμα» κομματικοί του ΣΥΡΙΖΑ και των πολυποίκιλων μειοψηφιών της Αριστεράς  κυρίως, η παλιά νομενκλατούρα περί τον κρατικό συνδικαλισμό, η παλιά πλέον Ελλάδα…

Φυσικά η επικράτηση αυτών των νέων νοοτροπιών θα έχει και τα αρνητικά της. Και για το μετριασμό των αρνητικών αυτών ο ρόλος των πνευματικών ανθρώπων είναι σημαντικός. Αλλά και εδώ παρουσιάζεται ποιοτική και ποσοτική αλλαγή. Για πρώτη φορά αναδεικνύεται μια ισχυρή φιλελεύθερη στάση στην κοινωνία μας.


Η ανάδειξη νέας ηγετικής δύναμης

Βέβαια χωρίς  πολιτική έκφραση των νέων δεδομένων στο κοινωνικό σώμα τίποτα δεν θα ήταν δυνατό. Κι εδώ έρχεται η νέα ηγεσία της χώρας η οποία μπορεί και  εκφράζει και ευρύτερα ακροατήρια.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνέλαβε το αίτημα της συγκυρίας και ανέλαβε να το εκφράσει πολιτικά. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση και σχεδόν κανένας δεν πίστευε ότι θα τα καταφέρει.

Τόλμησε να τα βάλει με την μετριοκρατία όπως την εξέφραζε ο συμπαθής Μεϊμαράκης σε ένα αντίστοιχο κομματικό οργανισμό.

Με την εισαγωγή μη κομματικά ενταγμένων πολιτών δηλαδή δυναμικού από την κοινωνία.

Με την επιτυχή συμβολική απάρνηση της οικογενειοκρατίας, επιφανές μέλος της οποίας είναι κι ο ίδιος.

Με την εισαγωγή ενός φιλελεύθερου πολιτικού λόγου ο οποίος συνδυάζεται, αν δεν πρωταγωνιστεί, με την ευρωπαϊκή  κανονικότητα ,όπως αυτή εξελίσσεται. Είναι χαρακτηριστική η επιτυχημένη και στο ευρωπαϊκό της σκέλος στρατηγική υπεράσπισης των και ευρωπαϊκών συνόρων μας.

Κέρδισε άνετα τις εκλογές και θα τις κέρδιζε όποτε κι αν γινόταν, νωρίτερα ή αργότερα. Στο πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής του και με την απουσία αντιπολίτευσης προσπάθησε, καθυστερώντας και υποχωρώντας,  να δώσει το μήνυμα της ενότητας της χώρας, η οποία είχε διασαλευτεί ιδιαίτερα στην περίοδο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Όταν όμως ήρθαν τα μεγάλα διλλήματα, σαν έτοιμος από καιρό, προέταξε την αποτελεσματική διακυβέρνηση για την σωτηρία της χώρας. Επανέφερε την σημασία της πολιτικής η οποία είχε πολύ ταλαιπωρηθεί. Της προσέδωσε εθνική και ευρωπαϊκή διάσταση. Κινητοποίησε ένα νέο ανθρώπινο δυναμικό το οποίο χαρακτηρίζει η ικανότητα, η εξειδικευμένη γνώση και η διάθεση να προσφέρει χωρίς υστεροβουλίες.  Δε δίστασε να τα βάλει με ιδεοληψίες και ομάδες συμφερόντων που μας ταλαιπωρούσαν για δεκαετίες . Γι αυτό και η αποδοχή του ξεπερνάει τα συνήθη όρια.

Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και απροσδιόριστα, τυχαία, όχι μόνο για μας αλλά για την ίδια την ανθρωπότητα. Όμως έχουν διαφανεί κάποια ενθαρρυντικά μηνύματα τα οποία θα επιτρέψουν στη χώρα να ξαναπάρει το δρόμο της. Ο  τρόπος που επελέγη από την κυβέρνηση Μητσοτάκη να διαχειριστεί τις  δύο δύσκολες καταστάσεις  που έπληξαν τη χώρα μας και η ανταπόκριση της κοινωνίας μας  προετοιμάζει για την ανορθωτική πορεία όταν έρθει εκείνη η ώρα.