Από τις αρχές της οικονομικής κρίσης του 2009 μέχρι και τις αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων χρόνων, μια σειρά από κόμματα-διάττοντες αστέρες εμφανίστηκαν στην ελληνική πολιτική σκηνή. Η δεδομένη φθορά της δεύτερης τετραετίας που απομακρύνει το ενδεχόμενο της αυτοδυναμίας για τη ΝΔ, σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα κινητικότητα του εκλογικού σώματος, καθιστούν αβέβαιο το σχηματισμό κυβέρνησης που θα προκύψει μετά την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Ο κατακερματισμός του πολιτικού συστήματος που πλέον απαρτίζεται από 7 κόμματα στα αριστερά της κυβερνητικής παράταξης (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά, ΚΚΕ, Κίνημα Δημοκρατίας, ΜΕΡΑ25) και 3 στα δεξιά της (Ελληνική Λύση, ΝΙΚΗ, Φωνή Λογικής) δείχνει ότι υπάρχει χώρος για διαφορετικές πολιτικές προτάσεις. Με άλλα λόγια, αν υπάρχει χώρος για 11 κόμματα, γιατί να μην υπάρχει για 12;
Το προοδευτικό κέντρο που συνέβαλε στη δημιουργία του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου την τετραετία 2015-2019, με βασικό εκπρόσωπο το Ποτάμι, φαίνεται να αποστασιοποιείται από τις πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες συνέπραξε στο παρελθόν (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ). Από τη ΝΔ λόγω της ανεπάρκειάς της ως κυβέρνηση να μεταρρυθμίσει το κράτος – από το φιάσκο της πανεπιστημιακής αστυνομίας μέχρι και τη διαχείριση των ελληνικών σιδηροδρόμων πριν και μετά την τραγωδία των Τεμπών. Από το ΠΑΣΟΚ διότι αδυνατεί να αρθρώσει προγραμματικό λόγο και δίνει την εικόνα ότι προσανατολίζεται σε μια ευκαιριακή(;) συμμαχία με τα, κατά βάση αντισυστημικά, κόμματα της ευρύτερης αριστεράς.
Αυτή η πραγματικότητα είναι που οδήγησε και μεγάλο μέρος των συμμετεχόντων στις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις της 28ης Φεβρουαρίου. Οι ενεργοί πολίτες διαμαρτυρήθηκαν για την αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τον ρόλο της αντιπολίτευσης. Συνεπώς, το ζητούμενο είναι μια αξιόπιστη αντιπολίτευση που θα μπορέσει να παρουσιάσει μια ρεαλιστική κυβερνητική πρόταση. Υπενθυμίζεται ότι το 2012, μια σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος προτίμησε τη ΔΗΜΑΡ εν αντιθέσει με τη στείρα αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, στη λογική ότι θα εξασφάλιζε μια αριστερή, πλην όμως σοβαρή, φωνή σε μια κυβέρνηση συνεργασίας (φευ!).
Υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι πολύ πιθανό να έχουμε δίπλες ή ακόμα και τριπλές εκλογές (με τον τρέχοντα ή με νέο εκλογικό νόμο), όπως τη διετία 1989-1990 επί πατρός Μητσοτάκη. Ο τρέχων εκλογικός νομός δίνει την ευκαιρία στο πρώτο κόμμα, ακόμα και με μια ψήφο διαφορά από το δεύτερο, να λάβει ένα αναλογικό bonus εδρών και να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Συνεπώς, η πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης ευνοεί τη ΝΔ, αφού της αρκεί απλά ένας πρόθυμος κυβερνητικός εταίρος.
Επομένως, το ερώτημα δεν είναι ποιο κόμμα θα κυβερνήσει αυτοδύναμα μετά τις επόμενες εκλογές, αλλά ποιο κόμμα θα συγκυβερνήσει μαζί με τη ΝΔ και με ποιο προγραμματικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, θα μπούνε στο τραπέζι ζητήματα όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 16 για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, θα αναζητηθεί ένας νέος εκλογικός νόμος ο οποίος θα περιορίζει την εκλογή βουλευτών από τον ρουσφετολογικής εμπνεύσεως σταυρό προτίμησης, θα ολοκληρωθεί η περιφερειακή αποκέντρωση και η μητροπολιτική διοίκηση σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, θα προχωρήσει ο διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους, ή μήπως μια πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας θα περιοριστεί στον διαμοιρασμό κρατικών θέσεων όπως με το επαίσχυντο 4-2-1 της τρικομματικής κυβέρνησης του 2012 (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ);
Καθώς τα ερείσματα της ΝΔ στο κέντρο εξασθενούν και οι δεξαμενές δυνητικών ψηφοφόρων στερεύουν, το ΠΑΣΟΚ αποτυγχάνει συστηματικά να καταστεί ο κυρίαρχος αντιπολιτευτικός πόλος, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στη δημοσκοπική του καθίζηση. Tο υπαρξιακό ερώτημα για το ΠΑΣΟΚ είναι αν θέλει να παίξει τον ρόλο ενός εν δυνάμει κυβερνητικού εταίρου μετά τις επόμενες εκλογές. Αν ναι, είναι διατεθειμένο να συγκυβερνήσει με τη ΝΔ και να μην χαρίσει στην ακροδεξιά τη συγκυβέρνηση της χώρας; Αν όχι, τι θα σημάνει μια πιθανή συγκυβέρνηση της ΝΔ με την ακροδεξιά, τόσο σε ό,τι αφορά τα ανοιχτά και χρονίζοντα ελληνοτουρκικά ζητήματα και τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και την αναπόφευκτη συντηρητική στροφή στον δημόσιο λόγο; Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου από το 1998 μέχρι σήμερα (με εξαίρεση την τετραετία 2009-2013) οι σοσιαλδημοκράτες του SPD συμμετέχουν στην κυβέρνηση, χάσουν-κερδίσουν στις εθνικές εκλογές.
Στη χώρα όπου οι συναινέσεις σπανίζουν και ενίοτε εκλαμβάνονται ως αδυναμία, το μετριοπαθές προοδευτικό κέντρο παραμένει άστεγο. Επειδή η φύση απεχθάνεται το κενό, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να εμφανιστεί κάποιο άλλο κόμμα με ξεκάθαρη στόχευση τη συμμετοχή του σε ένα κυβερνητικό σχήμα, πράγμα που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στον κανιβαλισμό του προοδευτικού κέντρου από πολιτικές δυνάμεις τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά του.
Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συζήτησης της πρότασης δυσπιστίας, ο Πρωθυπουργός άφησε να πλανάται το ερώτημα σχετικά με τη διακυβέρνηση της χώρας «Αν όχι εγώ, τότε ποιος;», χωρίς να του αντιστραφεί, ελαφρώς παραλλαγμένο, από τα έδρανα της αντιπολίτευσης «Αν όχι μόνος, τότε με ποιον;».