Μια φράση από την πρόσφατη συνέντευξη του Ευάγγελου Βενιζέλου («η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη») προκάλεσε αντιδράσεις, κριτικές ή ακόμη και άστοχους παραλληλισμούς με τις δηλώσεις του Κώστα Καραμανλή «περί κρίσης αμφισβήτησης και απόρριψης του θεσμικού πλαισίου και του πολιτικού συστήματος». Κάποιοι και κάποιες, μάλιστα, έσπευσαν να αθροίσουν τον Ευάγγελο Βενιζελο στο «συνωστισμό των ανησυχούντων», που διαρκώς προαναγγέλλουν καταστροφές, με αποκλειστικό στόχο «να ρίξουν τον Μητσοτάκη». Προφανώς, τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει. Ο πρώην Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, από τη θέση που έχει επιλέξει να παρεμβαίνει, εντοπίζει ευθύβολα αυτό που θα αποτελέσει το κύριο πολιτικό διακύβευμα των επόμενων εκλογών. Καθώς, δηλαδή, με τρόπο θεμιτό και νόμιμο, όλα τα (υπαρκτά ή δυνητικά) κόμματα διεκδικούν την ανταγωνιστική υπεροχή τους «με μία ψήφο διαφορά»[1], είναι φανερό πως υποβαθμίζεται ολοένα και περισσότερο η ουσία της διακυβέρνησης της χώρας.
Η διακυβέρνηση, ωστόσο, δεν είναι απλώς μια διαδικαστική λειτουργία ανάληψης υπουργείων με βάση τους εκλογικούς συσχετισμούς αλλά είναι ένα πεδίο άσκησης της εξουσίας μέσα από έναν συγκριμένο ορίζοντα αξιακών επιλογών, μέσα από κοινωνικές συμμαχίες αλλά και μέσα συγκρούσεις με τους πολιτικούς αντιπάλους. Εδώ και αρκετό καιρό, δεν συζητάει κανείς για αυτά τα ζητήματα, καθώς το περιεχόμενο της ίδιας της διακυβέρνησης συγχέεται διαρκώς – και σκόπιμα- με την «κυβερνησιμότητα». Δεδομένου, μάλιστα, ότι η κυβέρνηση της ΝΔ έχει εξαντλήσει το συμβολικό κεφάλαιο της «κανονικότητας», και με ισχυρό πλέον το ενδεχόμενο της ταυτόχρονης εμφάνισης λαϊκιστικών «κομμάτων νέου τύπου» [το άτυπο «κόμμα των Τεμπών», το κόμμα του μεσσιανικού κεντρο-αριστερισμού (Τσίπρας), το κόμμα των εθνοπατριωτικών εξάρσεων και των μαξιμαλισμών], η πορεία προς τις εκλογές μοιάζει με μια πορεία παραίτησης από τον έλλογο σχεδιασμό της επόμενης μέρας.
Πιστεύει, όμως, κανείς στα σοβαρά πως μια μελλοντική συγκυβέρνηση της ΝΔ με την ακροδεξιά είναι λύση ; Και, αντίστοιχα, υπάρχει κανείς που να ζητάει υπεύθυνα από το ΠΑΣΟΚ να πάρει πρωτοβουλία για τη συγκόλληση των «δραχμιστών» του 2015 με τους «μελαγχολικούς» και «πολυδιασπαμένους» συντρόφους του 2025; Κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δύο σενάρια, θα έχουν σαρωθεί ακόμη και οι τελευταίες «εστίες μεταρρύθμισης», που έχουν απομείνει στη χώρα. Γι’ αυτό πολύ σωστά, ο Ευάγγελος Βενιζέλος θέτει το πρόβλημα της διακυβέρνησης ως μια έγκυρη και έγκαιρη νοηματοδότηση του πολιτικού στοιχήματος των επικείμενων εκλογών. Ας μη βιαστούμε, λοιπόν, να εντάξουμε και αυτή την προειδοποίηση στο βολικό ισοζύγιο των δημοσκοπήσεων και των κομματικών ταμείων.
Η σημερινή Ελλάδα είναι ακόμη ένα κράτος που δεν έχει ξεφύγει από το σπιράλ των «πολλαπλών κρίσεων» στο επίπεδο της οικονομίας, της γεωπολιτικής και, κυρίως, της εδραίωσης ενός ορισμένου θεσμικού πλαισίου για την «τέχνη της διακυβέρνησης». Νομίζω πως το σχετικό σχόλιο του Ευάγγελου Βενιζέλου θίγει ακριβώς αυτή την πτυχή της «αβέβαιης σταθερότητας» : σε ποιο βαθμό, δηλαδή, η ίδια η διαδικαστική «κυβερνησιμότητα» των επόμενων εκλογών μπορεί να αποτελέσει στοιχείο μιας νέας κρίσης; Όταν πριν από λίγους μήνες, είδαμε την κυβέρνηση να στέλνει τη φοβικά μεθοδευμένη «επιστολική ψήφο» της κοινοβουλευτικής ομάδας της στον Πρόεδρο της Βουλής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, καταλάβαμε ότι το πρόβλημα δεν ήταν, βέβαια, ο «Φραπές» και ο «Χασάπης» αλλά το πώς οι θεσμοί έχουν μπει στο χασάπικο για να εξυπηρετήσουν αυτούς που μετατρέπουν το «μαύρο χρήμα» σε «πολιτικό χρήμα», πίνοντας φραπέ. Και τότε, όμως, ο Ευάγγελος Βενιζέλος επεσήμανε πως «η κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης» καθίσταται «σχεδόν αυτόματα κρίση νομιμοποίησης». Η πολιτική παρέμβασή του, και πάλι, δεν αφορούσε στενά τη νομική διαφορά ανάμεσα στον ελάχιστο αριθμό βουλευτών προκειμένου να υπάρχει απαρτία και στον ελάχιστο αριθμό θετικών ψήφων για να αποφασίζει η Βουλή. Αφορούσε την απομείωση και τη ρηγμάτωση του κοινοβουλευτικού κύρους.
Το φαινόμενο δεν είναι, άλλωστε, καινούργιο και μοναδικό. Αν κοιτάξει κανείς «αεροπορικά» σχεδόν όλη την Ευρώπη μπορεί να διακρίνει πως, στις περισσότερες χώρες, μία από τις μόνιμες πλέον αμφισβητήσεις των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων είναι ότι η εκλογή τους δεν ήταν αρκετή για να νομιμοποιήσει τις μετέπειτα επιλογές τους. Το αποτέλεσμα έχει ήδη αποτυπωθεί : αναλώσιμα κυβερνητικά σχήματα, πρόωρες εκλογές, κρίση αντιπροσώπευσης, συρρίκνωση της «κοινωνίας των πολιτών», άνοδος των άκρων. Όσο και αν ο δημοσκοπικός μονόδρομος επιμένει, λοιπόν, στην αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία της ΝΔ, το βασικό πρόβλημα της επόμενης «διακυβέρνησης» δεν έχει λυθεί: τι θα γίνει όταν η μικρή απόσταση που χωρίζει πλέον την εξουσία από την έννοια μιας διαδικαστικής «κυβερνητικής διαχείρισης» πάψει να εμπνέει πολιτικά τους πολίτες; Να μια συζήτηση, που θα άξιζε να ανοίξει προεκλογικά, προκειμένου να διαπιστώσουμε όχι αν η πλειοψηφία θέλει να κυβερνηθεί αλλά αν θέλει να «κυβερνηθεί έτσι».[2]
[2] Μυριάμ Ρεβώ ντ’ Αλόν, Γιατί δεν αγαπάμε τη δημοκρατία, μτφρ. Μιχάλης Πάγκαλος, Εστία, Αθήνα, 2016, σ. 144.