100 χρόνια Τουρκία. Το αυτοκρατορικό όνειρο του Ερντογάν

Άννα Καραμάνου 19 Ιαν 2023

H φωτογραφία του Ερντογάν, δίπλα σε ένα τεράστιο 2023, στις απανταχού αναρτημένες γιγαντοαφίσες,  ήταν το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε, μόλις έφτασα στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να παρακολουθήσω την προεκλογική εκστρατεία των βουλευτικών εκλογών της 12ης Ιουνίου 2011, στο πλαίσιο διδακτορικής μου έρευνας. Γνωρίζοντας την πορεία του Ερντογάν, από την εποχή που ήταν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, αναλογίστηκα το μέγεθος της φιλοδοξίας του και του μεγαλόπνοου σχεδίου του να συνδέσει το όνομά του με κάτι μεγαλειώδες...  Ίσως με κάτι ισάξιο ή ανώτερο και από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας (29 Οκτωβρίου 1923).  Τι άλλο θα μπορούσε να προοιωνίζεται η μακρόχρονη καμπάνια, ήδη από τις εκλογές του 2011? Ο  σκοπός του, να είναι παρών και προπαντός ηγεμών το 2023, ήταν ορατός και αισθητός.  Προφανώς, όχι μόνο για να τιμήσει τα 100 χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας και τον ιδρυτή της Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, όσο για να συνδέσει τη δική του ηγεμονία με μεγαλείο αντίστοιχο και ανάλογο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,  στην ακμή της. 

          Όλες οι κινήσεις του Ερντογάν, στο διάστημα των τελευταίων ετών, συνεπικουρούμενος και από τον κυβερνητικό του εταίρο εθνικιστή Μεβλέτ Μπαχτσελή,  δείχνουν ότι στόχος του είναι, στην επέτειο των 100 χρόνων, να εμφανίσει τον Κεμάλ περίπου ως μειοδότη,  αφού υπέγραψε συνθήκες που εξαφάνιζαν από το χάρτη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, για να ιδρύσει έθνος-κράτος. 

          Ο αναθεωρητισμός του Ερντογάν εκφράζεται μέσω της «Μεγάλης Τουρκίας», της «Γαλάζιας Πατρίδας», των «συνόρων της καρδιάς μας»,  του χάρτη με το μισό Αιγαίο,  τις καθημερινές απειλές κατά της Ελλάδας (θα έλθουμε μια νύχτα...), τις νέες συμμαχίες στη Μ. Ανατολή, μαζί με Πούτιν και Ιράν, το ενδιαφέρον για την Αφρική, τις διπλωματικές και διαμεσολαβητικές πρωτοβουλίες για την ενέργεια, τα σιτηρά και τον ρωσικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας, προκειμένου να ενισχύσει τον διεθνή του ρόλο.  Ως νέος Σουλτάνος ονειρεύεται την επανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τα σύνορα του 17ου αιώνα που εκτείνονταν από την αραβική χερσόνησο και τους καταρράκτες του Νείλου  νότια, μέχρι τη Βασόρα, τον Περσικό Κόλπο και το ιρανικό οροπέδιο ανατολικά, σχεδόν μέχρι το Γιβραλτάρ στα δυτικά και μέχρι τα Βαλκάνια, τις ουκρανικές στέπες και τα τείχη της Βιέννης στα βόρεια.

          Η στρατηγική επέκτασης της επιρροής της Τουρκίας και η αίσθηση μεγαλείου του Ερντογάν πλαισιώνεται και από μεγαλόπνοα «αυτοκρατορικά» έργα:  το προσωπικό του παλάτι, το «Λευκό Σαράι», σύμπλεγμα  300.000 τ.μ., (30 φορές το μέγεθος του Λευκού Οίκου), το μεγαλοπρεπές Grand Çamlıca Mosque, χωρητικότητας 100.000 πιστών,  η μετατροπή της χριστιανικής Αγίας Σοφίας σε τζαμί,  η διώρυγα της Κωνσταντινούπολης, το αεροδρόμιο (το μεγαλύτερο του κόσμου), το υποθαλάσσιο Ευρασιατικό τούνελ που συνδέει την ευρωπαϊκή με την ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, η γέφυρα Οσμανγκαζί, η τρίτη κρεμαστή γέφυρα στο Βόσπορο, το σχέδιο για το κανάλι (Canal Istanbul), ένα πανάκριβο και συγκρουσιακό έργο που θα συνδέει τη Θάλασσα του Μαρμαρά με τη Μαύρη Θάλασσα,  οι αυτοκινητόδρομοι, οι γέφυρες, τα νοσοκομεία, αλλά  και μεγάλα έργα στην κατεχόμενη Κύπρο.     Ουσιαστικά, ο Ερντογάν ρητά και άρρητα δηλώνει την επιθυμία και το στόχο του να εκτοπίσει τον Κεμάλ από τη συνείδηση του τουρκικού λαού και να καταγραφεί ο ίδιος ως ο μεγάλος αναμορφωτής και πατέρας μιας Τουρκίας αντίστοιχης και ισάξιας του μεγαλείου  και της ισχύος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

          Στην πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, με υπουργό εξωτερικών τον Αχμέτ Νταβούτογλου, η Τουρκία εξέφρασε για πρώτη φορά, για μικρό ωστόσο χρονικό διάστημα,  τη θεωρία  των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονές της». Εκείνη την περίοδο, η χώρα προωθούσε θετικές μεταρρυθμίσεις σε όλες τις πτυχές της δημόσιας ζωής και ένα μέλλον συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες με βάση την αμοιβαία κατανόηση και τα συγκλίνοντα συμφέροντα. Δυστυχώς,  οι μέρες αυτές ανήκουν στο παρελθόν.    

          Μετά την πρώτη παραγωγική δεκαετία στην εξουσία του Πολιτικού Ισλάμ, δεν απέμειναν πολλά από τις αρχικές του υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις, ενδυνάμωση της δημοκρατίας και εκσυγχρονισμού της χώρας,  για  τη δεύτερη δεκαετία της εικοσαετούς ηγεμονίας του. Από τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας του Γκεζί,  καλοκαίρι  2013 και μετά,  η κυβέρνηση έγινε όλο και πιο αυταρχική. Ιδιαίτερα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, η Τουρκία κυβερνάται από ένα καθεστώς στο οποίο η διάκριση των εξουσιών ανήκει σε ένα πρόσωπο, τον Ερντογάν.  

          Με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων και εν όψει προεδρικών και βουλευτικών εκλογών, καθώς οι δημοσκοπήσεις δεν τον ευνοούν,  δεν διστάζει να δαιμονοποιήσει τους αντιπάλους του και να τους θέσει εκτός μάχης με δικαστικές αποφάσεις. Άραγε, ο τουρκικός λαός θα  επιβραβεύσει  τον απολυταρχισμό του και την ενός ανδρός αρχή?

Σημ. το παρόν άρθρο είναι από τον πρόλογο του υπό συγγραφική ολοηλήρωση βιβλίου μου, για τα 100 χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας.