Επειδή πολύς λόγος γίνεται για τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής, ας επιχειρήσουμε έναν πρώτο απολογισμό. Κατ’ αρχάς, η Σύνοδος δεν έλυσε το ευρωπαϊκό πρόβλημα της κρίσης χρέους. Δημιούργησε, ωστόσο, δύο ενδιαφέροντα «ρήγματα» στη σκληρή γερμανική αντίληψη για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Πρώτον, επέτρεψε την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών απευθείας από τα ευρωπαϊκά ταμεία, χωρίς να περνάει από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, πράγμα που μειώνει το δημόσιο χρέος και τη μεταφορά του κόστους στους φορολογούμενους πολίτες. Και δεύτερον, αποφασίστηκε, υπό προϋποθέσεις, ότι ο ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας (ΕΜΣ) θα μπορεί να αγοράζει στην πρωτογενή και στη δευτερογενή αγορά, ομόλογα μιας χώρας που βρίσκεται υπό την πίεση των αγορών, εξέλιξη που θα μπορούσε να θεωρηθεί… προπομπός ευρωομολόγου.
Και οι δύο αυτές αποφάσεις, συνιστούν σημαντικές ρωγμές στη γερμανική λογική για τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης. Δεν λύνουν το πρόβλημα. Αποτελούν, όμως, βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αν και είναι προφανές ότι για να ανατραπούν οι σημερινές συνθήκες, απαιτούνται περισσότεροι διαθέσιμοι πραγματικοί πόροι.
Αυτό που δεν πρέπει να μας διαφύγει είναι ότι οι αποφάσεις της Συνόδου περιλαμβάνουν στοιχεία χρήσιμα, που μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στην επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος. Για παράδειγμα, θα ήταν μεγάλη «ανακούφιση» για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας τα περίπου 50 δισ., που θα χρειαστούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, να δοθούν απευθείας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στήριξης, χωρίς να εγγραφούν στον κρατικό προϋπολογισμό. Κρίσιμο θα ήταν, επίσης, τα 120 δισ. που θα δοθούν για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, να κατανεμηθούν με σοβαρά κριτήρια αναγκών, όπως το ύψος της ύφεσης, ή το ποσοστό ανεργίας των κρατών-μελών που έχουν πρόβλημα.
Στην ουσία, η επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος είναι συνώνυμη με την αποδοχή ενός «νέου πλαισίου», με παράλληλη δέσμευσή μας για μείωση των ελλειμμάτων και προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, που, ούτως ή άλλως, επείγουν. Κι αυτό το «νέο πλαίσιο» παραπέμπει σε μια ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, σε άμεση μεταφορά αναπτυξιακών πόρων και σε γρήγορη ανακοπή της ύφεσης.
Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά δεν είναι ξένα με ό,τι συζητείται ευρύτερα σήμερα στην Ευρώπη. Το θέμα είναι πώς και με ποιο τρόπο θα πάψουμε να αποτελούμε «ειδική περίπτωση» και πώς θα ανακτήσουμε τη χαμένη αξιοπιστία μας. Σε τελευταία ανάλυση, όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, το ελληνικό πρόβλημα είναι περισσότερο «πολιτικό» παρά «οικονομικό»…
Ο Παναγιώτης Παναγιώτου είναι δημοσιογράφος