«Κυβερνησιμότητα» και καταστροφολογία

Νίκος Αλιβιζάτος 27 Οκτ 2025

Περί καταστροφολογίας ο λόγος. Από τις επικρίσεις που διατυπώνονται τον τελευταίο καιρό κατά της κυβέρνησης, θα σταθώ σε εκείνες που προέρχονται «εξ ιδίων», από τον Κώστα Καραμανλή και τον Αντώνη Σαμαρά: σύμφωνα με τον πρώτο, βρισκόμαστε στα πρόθυρα «πολιτικής και θεσμικής κρίσης πρώτου μεγέθους», καθώς, λόγω των αβελτηριών της σημερινής κυβέρνησης, το ίδιο το πολίτευμα κινδυνεύει να «απονομιμοποιηθεί». Oσο για τον δεύτερο, η Νέα Δημοκρατία έχει μετατραπεί σε «κόμμα ιδιοκτήτη» από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον οποίο μάλιστα χαρακτήρισε ως «πολιτικά θρασύ».

Eχοντας επισημάνει από νωρίς, και μάλιστα αρκετά ζωηρά, τις «μαύρες τρύπες» της διακυβέρνησης Μητσοτάκη (υποκλοπές, ατιμωρησία αστυνομικών, αθρόες επαναπροωθήσεις, απόπειρες χειραγώγησης της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών), πιστεύω πως μπορώ να αξιολογήσω τις ανωτέρω επικρίσεις, χωρίς να θεωρηθώ απολογητής της σημερινής κυβέρνησης. Αρκεί να πω ότι προ ημερών υπερασπίστηκα για πολλοστή φορά δημοσιογράφο, θύμα καταχρηστικής αγωγής SLAPP του γνωστού ανιψιού του πρωθυπουργού, επειδή τόλμησε να θυμίσει τα κατορθώματά του.

Αγανακτώ, λοιπόν, όχι τόσο για την αμετροέπεια των ανωτέρω, όσο για την ευκολία με την οποία προβαίνουν σε τόσο αυθαίρετες γενικεύσεις. Και τούτο, λησμονώντας τις δικές τους ευθύνες: Θυμίζω ότι ο μεν πρώτος βαρύνεται όσο κανένας άλλος για την εκτόξευση των ελλειμμάτων που οδήγησαν στην κρίση των μνημονίων, ο δε δεύτερος για έναν αχρείαστο διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, γύρω από ένα θέμα που τελικά αποδείχθηκε ανύπαρκτο. Πώς εξηγείται τόση εμπάθεια;

Σε άλλους ανήκει να εντοπίσουν τα κίνητρα των ανωτέρω. Θα σταθώ, τουναντίον, στον κίνδυνο που εμπεριέχουν τέτοιου είδους απλουστευτικές γενικεύσεις.

Απευθυνόμενες περισσότερο στο θυμικό παρά στη λογική, οι γενικεύσεις αυτές κατά κανόνα «πιάνουν». Πολύ περισσότερο, όταν έχουν κάποιο έρεισμα. Ο Ντόναλντ Τραμπ, για παράδειγμα, σάρωσε επειδή, μεταξύ πολλών άλλων, εκμεταλλεύτηκε επιτηδείως προκλητικές υπερβολές του κινήματος woke.

Από την άλλη, οι γενικεύσεις είναι «εύκολες». Δεν χρειάζονται πολλή πολλή μελέτη και δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύονται από συγκεκριμένες προτάσεις. Αρκεί να διατυπώνονται με σοβαροφάνεια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να τις προβάλλουν.

Τέλος, απεχθανόμενες τις αποχρώσεις, οι γενικεύσεις ευνοούν τις απλουστεύσεις, το μαύρο εναντίον του άσπρου. Λες και μεταξύ των δύο δεν υπάρχει η αληθινή ζωή, με τις χιλιάδες αποχρώσεις του γκρι...

Εν τούτοις, οι γενικεύσεις των δημαγωγούντων ευημερούν γιατί, στο πεδίο των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, έχουν έναν σπουδαίο σύμμαχο: τους εκάστοτε «καταστροφολόγους». Οι τελευταίοι είναι μια υποκατηγορία ενός ιδιότυπου είδους διανοουμένων, των μονίμως απαισιόδοξων. Γι’ αυτούς, οι κοινωνίες μας πηγαίνουν σταθερά από το κακό στο χειρότερο και οι όποιες προσπάθειες καταβάλλονται για πρόοδο και εκσυγχρονισμό, είναι μακροπρόθεσμα καταδικασμένες. Και τούτο, λόγω της ανθρώπινης φύσης, που ρέπει προς την ποσότητα και όχι προς την ποιότητα, προς το βραχυπρόθεσμο κέρδος και όχι προς τους πλατιούς ορίζοντες. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν αρκετοί κοινωνικοί επιστήμονες, οι οποίοι, βλέποντας τις ευκαιρίες για άλματα προς τα μπρος να χάνονται εξαιτίας της ατολμίας των πολιτικών, αγνοούν συστηματικά τη μεγάλη εικόνα.

Είμαι βέβαιος ότι πολλοί φίλοι θα μου προσάψουν αφέλεια για όσα υποστηρίζω στο παρόν άρθρο. Θυμάμαι ακόμη τι μου έσερναν, ιδίως από τον χώρο της Αριστεράς, το 2012-2013, όταν, με αφορμή την υπόθεση της Χρυσής Αυγής, υποστήριζα ότι «ήρθε η ώρα των δικαστών». Και ότι στη βία του Κασιδιάρη, η Δημοκρατία δεν απαντά με αυθαιρεσίες, αλλά με τους θεσμούς του κράτους δικαίου. «Eχεις εμπιστοσύνη στους δικαστές;» χλεύαζαν, χωρίς καν να υποψιάζονται την ύπαρξη μιας Μαρίας Λεπενιώτη.

Η συζήτηση επαναλαμβάνεται, κάθε τόσο, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, αλλά στο ίδιο μοτίβο. Προ ετών, για παράδειγμα, το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη «Ελλάδα. Μια χώρα παραδόξως νεωτερική» (Πόλις, 2019) προκάλεσε τις ειρωνείες όσων βλέπουν στη νεοελληνική ιστορία μόνο μια σειρά χαμένων ευκαιριών. Πιο πρόσφατα, με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του Τάσου Γιαννίτση («Ελλάδα 19532024. Χρόνος και πολιτική οικονομία», εκδ. Πατάκη), η συζήτηση αναζωπυρώθηκε, με τους μεμψίμοιρους να έχουν αυτή τη φορά στη φαρέτρα τους το «υπερόπλο» της αποτυχίας της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του 2001. Και πάει λέγοντας...

Το επιχείρημά μου είναι απλό: μετά την επιτυχημένη (παρά τη Μικρασιατική Καταστροφή) εθνική ολοκλήρωσή της, το δεύτερο μεγαλύτερο επίτευγμα της νεότερης Ελλάδας είναι ότι κατάφερε να εμπεδώσει, ήδη από τον 19ο αιώνα, μια πλούσια κοινοβουλευτική παράδοση. Από τότε, η χώρα μας έδειξε ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να ανθήσει και «εκτός των τειχών», δηλαδή εκτός των μεγάλων αποικιακών μητροπόλεων. Και ότι μπορεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς μείζονες κρίσεις, όπως ήταν παλαιότερα η κρίση του 1929 και, πιο πρόσφατα, η κρίση των μνημονίων. Στους αιωνίως μεμψιμοιρούντες θα επαναλάμβανα ότι οι εκτροπές της 4ης Αυγούστου και της 21ης Απριλίου ήταν βραχείες σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές και ότι δεν οφείλονταν τόσο στις αδυναμίες του κοινοβουλευτικού μας συστήματος, όσο στην παράταση των δύο διχασμών, του Εθνικού στον Μεσοπόλεμο και του Εμφυλίου, μεταπολεμικά, που απέκλειαν ακόμη και τις ελάχιστες συγκλίσεις για τους κανόνες του παιχνιδιού. Hταν, με άλλα λόγια, συγκρούσεις «εκτός του κανόνα», που οφείλονταν κυρίως στην εμπλοκή της χώρας μας σε αναμετρήσεις που την υπερέβαιναν, δηλαδή τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κοντολογίς, πιστεύω ότι η κρίση αντιπροσώπευσης που διανύουμε σήμερα δεν είναι κάτι εξαιρετικό, αλλά μια από τα ίδια, η οποία οφείλεται στην αδυναμία των πολιτικών μας για μακρόπνοο σχεδιασμό και για τις ελάχιστες εκείνες συναινέσεις που απαιτούνται για την πραγματοποίησή του. Ο ελληνικός λαός θα την ξεπεράσει, όπως έκανε και στο παρελθόν. Αρκεί να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να μην ενδίδουμε σε εύκολες γενικεύσεις των δημαγωγών

Πηγή: www.kathimerini.gr