H αντιστροφή της (διοικητικής) πραγματικότητας

Παναγιώτης Καρκατσούλης 21 Ιουλ 2025

Στον συνεχιζόμενο διάλογο κωφών μεταξύ των πολιτικών κομματων, η κυβερνητική πλειοψηφία αποφάσισε για τις (μη) ευθύνες των υπουργών της τόσο για τα Τέμπη όσο και για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.

Οι ατιολογίες και στις δύο αποφάσεις είναι έωλες, αφού, εν τέλει, παραπέμπουν στο «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει». Oι ελεγχόμενοι πολιτικοί γίνονται ελεγκτές των πράξεών τους και αποφασίζουν ότι δεν τους αφορούν ούτε οι καταγγελίες ούτε και οι ενδείξεις ενοχής τους. Υπουργοί υπογράφουν, δηλαδή, αποφασίζουν για παράνομες και έκνομες ενέργειες αλλά η σημασία των αποφάσεων αυτών υποβαθμίζεται πλήρως.  

Πέρα από την τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση και το ατέρμονο κυνήγι μαγισσών από ποικίλους όσους δημοσιολογούντες που αναζητούν ευφάνταστες κατασκευές για να αποδείξουν την ύπαρξη εξατομικευμένου δόλου ή απάτης στους ελεγχόμενους, υπάρχει και η «ταμπακέρα»: Συγκεκριμένοι Υπουργοί κατηγορούνται για συγκεκριμένες διοικητικές πράξεις. Αυτοί ενέκριναν η απέρριψαν προτάσεις, ενταγμένοι σε μια ιεραρχική πυραμίδα που περιλαμβάνει πολιτικά και διοικητικά στελέχη.

Κατά μία (παράδοξη) κρατούσα λογική, όταν ένας υπουργός αποφασίζει, κατά τη διάρκεια της υπουργίας του, να εγκρίνει ή να απορρίψει προτάσεις και εισηγήσεις, η απόφασή του αυτή μπορεί να ελεγχθεί  με πολιτικά ή ποινικά αλλά όχι με διοικητικά κριτήρια.

Πιο αναλυτικά: Ενώ όταν ένα στέλεχος της δημόσιας διοίκησης αξιολογηθεί ως αναπαρκής ή συμμετέχει σε έκνομες δραστηριότητες, διώκεται με συγκεκριμένες ποινές, οι ίδιες ποινές δεν ισχύουν για τον προϊστάμενό του υπουργό/διοικητή. Αυτός, εάν είναι βουλευτής, θα αντιμετωπιστεί διαφορετικά, ως μια ειδική κατηγορία που προστατεύεται από συνταγματικές και νομικές πρόνοιες.

Εάν ο υπουργός, κατά τον χρόνο της θητείας του έχει εκδώσει αποφάσεις που μένουν ανεφάρμοστες ή δεν επιφέρουν τα αποτέλεσματα που συνομολόγησε ότι θα επέλθουν μέσω αυτών η, εάν έχει εκδώσει αποφάσεις και εγκρίνει πολιτικές που καταβαραθρώνουν το δημόσιο ταμείο και το οικονομικό κόστος εφαρμογής τους είναι δυσανάλογο προς το όφελος που επιφέρουν, αντί να ελεγχθεί και τιμωρηθεί γι αυτές, δικαιούται να «προσφύγει στο λαό».  Η προσφυγή στις κάλπες λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους πολιτικούς αλλά, όμως, δεν λύνει τα προβλήματα της κοινωνίας.

Ο Διευθυντής/Γενικός Διευθυντής είναι υποχρεωμένος να εφαρμόζει και να μεριμνά για την εφαρμογή των στρατηγικών και επιχειρησιακών στόχων της οργάνωσης, των διαδικασιών ελέγχου και της λογοδοσίας καθώς και για την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, ενώ οι πολιτικοί προϊστάμενοί τους σ’ όλη την κλίμακα (υπουργός/αναπληρωτής/υφυπουργός/γενικός γραμματέας, διοικητής) δεν ελέγχονται για τα ίδια.

Ακόμη και αδαείς περί το διοικητικό δίκαιο και τη διοικητική επιστήμη αντιλαμβάνονται ότι, ενώ υπάρχουν κανόνες που επιτάσσουν και οριοθετούν τι πρέπει να γίνει και για τους μεν και τους δε, δεν υπάρχουν, εξ ίσου, κανόνες που να επιτάσσουν πως το πολιτικό προσωπικό θα εφαρμόσει εκείνα τα οποία αποφασίζονται. Υπάρχουν πολλοί ιστορικοί, πολιτικοί και επιστημονικοί λόγοι που μπορούν να αιτιολογήσουν αυτή την παραδοξότητα. Η καθυστέρηση της χώρας στην ενσωμάτωση του δημόσιου μάνατζμεντ- της επιστήμης που μελετά το πώς μπορεί να ασκηθούν καλύτερα οι δημόσιες πολιτικές τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την δημόσια διοίκηση είναι ένας απ’ αυτούς.

Βεβαίως, η καθυστέρηση αυτή δεν ήταν ούτε είναι νομοτελειακό γεγονός. Oφειλόταν στη σθεναρή αντίδραση του πολιτικού συστήματος (εξαιρουμένων ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων) να μεταρρυθμίσουν, να ενσωματώσουν νέες ιδέες και πρακτικές στην άσκηση της διακυβέρνησης που θα περιόριζαν το εύρος και την επιρροή του πελατειασμού, του ελληνικού τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους.

Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που μένουν ανεπίλυτες έχουν οδηγήσει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού στην αποστασιοποίηση από την πολιτική και στην βαθμιαία απο-νομιμοποίηση των θεσμών, κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο.

Παρ’ όλον ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη δρομολόγηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία της κυβέρνησης και της δημόσιας διοίκησης, υπάρχει μια αύξουσα ανησυχία σε πολλούς ενεργούς πολίτες για την ποιότητα της διακυβέρνησης και της δημοκρατίας. Αυτή μπορεί να αποτελέσει και την αναγκαία συνθήκη για την συνομολόγηση μιας «νέας μεταπολίτευσης» την οποία έχουμε, αναντίρρητα, ανάγκη.