Τις ημέρες εκείνες...

Τέλης Σαμαντάς 28 Οκτ 2025

…Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους ύστερα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.

Και συνέβηκε τότες ένας απ’ αυτούς να ‘χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μόλο που το ‘χαμε κιόλας ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης. Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια τού δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη.

[…] Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβίδας που έφτανε. Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρπες, ότι γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου, και με τ’ αυτί μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θα ‘σμιγε η φωτιά το χώμα ν’ ανοίξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν. Κάτι μουλάρια μονάχα σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και σκόρπισαν. Και μέσα στην κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέχουνε πίσω τους χειρονομώντας οι άνθρωποι που τα ‘χανε φέρει με κόπους ίσαμε κει. Και τα πρόσωπα τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.

Οδυσσέας Ελύτης, «Άξιον Εστί –Οι Ημιονηγοί» (κείμενο που δεν περιλαμβάνεται στο μεγαλειώδες έργο του Μίκη θεοδωράκη)

…………

«Νοέμβρη του ’40 ήρθε η επιστράτευση μας. Από τη Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών μεταφερθήκαμε, όλη η τάξη μας, κοπέλες δεκαεννιά, είκοσι, εικοσιενός χρονών, στο Σισμανόγλειο. Στη μέση τότε του πουθενά. Σαν καράβι που το σάρωνε ο άνεμος. Κι εκεί, μέσα στη παγωνιά, μέσα στη νύχτα και το βουητό του αέρα, ακούγαμε το καμπανάκι. Στις τρεις, στις τέσσερις το πρωί. Σημάδι πως έφταναν τα καμιόνια με τους τραυματίες από το μέτωπο. Γεμάτα με παλληκάρια. Στην ηλικία μας. Σακατεμένα χέρια, κομμένα πόδια, ματωμένα κεφάλια. Και οι ψείρες. Από την κορφή μέχρι τα νύχια. Εκατομμύρια ψείρες. Τόσες που, μπορεί να μην τις έβλεπες, αλλά τις άκουγες. Άκουγες το βουητό τους. Αυτά τα δύο μου έχουν μείνει στο μυαλό απ’ το χειμώνα του ‘40: το καμπανάκι μες στη νύχτα και ο ήχος από τις ψείρες».

Αφήγηση της μάνας μας.

…………..

Εικόνες και ήχοι που αναδύονται κάθε τέτοια μέρα, από το αριστούργημα του Ελύτη, και που μαζί με το «Πλατύ Ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη, το "Μνήμα της γριάς" του Άγγελου Βλάχου, τα «Τετράδια Ημερολογίου» του Γιώργου Θεοτοκά, το "Οπλίτης στο Αλβανικό μέτωπο" του Δημήτρη Λουκάτου, τον Άγγελο Τερζάκη -ανάμεσα σε άλλα- (αλλά και ένα σύγχρονο, επιστημονικό αυτό, βιβλίο, το εξαιρετικό "Ειρήνη, Πόλεμος, Πολιτική, Συνωμοσίες Οι Έλληνες αξιωματικοί 1935-1945" του Tάσσου Σακελλαρόπουλου, που πολλές αλήθειες αναδεικνύει και πολλούς μύθους καταρρίπτει) συμπυκνώνουν το τι σήμαινε ο πόλεμος του ’40 και τι θυσίες χρειάζονταν -και χρειάζονται- γι αυτή την απλή φράση: «Υπερασπίζοντας τα πάτρια εδάφη». Όπου γης -και τότε και τώρα.

(Φωτό: Δημήτρης Χαρισιάδης, «Μεταγωγικά»)