Σε τούτα τα Βαλκάνια, σε τούτο τον αιώνα
συνάντησα τους φίλους μου μια νύχτα του χειμώνα
Καθόντουσαν αμίλητοι σε κάτι βράχια
και σαν με είδαν νά `ρχομαι, γουρλώσανε τα μάτια
Γιατί όλο τούτο τον καιρό μ’ είχαν για πεθαμενο
και πίνανε γλυκό κρασί ψωμάκι σιταρένιο
Κι αφού με καλοσώρισαν κι αφού με βαρεθήκαν
κατάλαβαν τη φάρσα μου και μ’ αρνηθήκαν
(Μπάλλος, 1971)
Φάνηκε, ακόμη και τούτη την ώρα, πως για κάποιους υπάρχει και αυτό το ερώτημα: Ποιόν Διονύση αποχαιρετήσαμε; Τον Σαββόπουλο πρίν από το Κούρεμα ή τον Σαββόπουλο μετά το Κούρεμα; Και ήταν αυτοί οι δύο τόσο διαφορετικοί όσο λέγεται; Ήταν εκείνος ο δίσκος - ως «χειρότερο δίσκο της σπουδαίας καριέρας του» τον καταδικάζουν μερικοί, όμως έχει την αντίθετη γνώμη ένας που ξέρει όσο λίγοι τι είναι καλή μουσική - η στιγμή που ο Σαούλ αλλαξοπίστησε κι έγινε Παύλος; «Εν δε τω πορεύεσθαι εγένετο αυτόν εγγίζειν τη Δαμασκώ, και εξαίφνης περιήστραψεν αυτόν φως από του ουρανού» - για τους μεν φως φωτεινό και αγγελικό, για τους απέναντι φως μαύρο, δήλωση μεταμέλειας και προσχώρησης στην πλευρά του σκότους. Τί διάολο, πώς τα κατάφερε, κι από το «Εθνική Ελλάδος γεια σου!» (1983) έφτασε μέσα σε έξι χρόνια στους «Κωλοέλληνες» (1989);
Ο Διονύσης Σαββόπουλος έφτιαχνε τραγούδια από όσα βίωνε και από το υλικό που έβλεπε γύρω του, ζώντας στον τόπο του και στο χρόνο του. Τροβαδούρος ήταν, όχι ιστορ
ικός, ούτε «εθνικός βάρδος» ή «πολιτικός συνθέτης» σαν τον Μίκη Θεοδωράκη, ούτε ονειρευόταν μιαν Ελλάδα διαφορετική από την υπαρκτή, όπως έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις με μουσική, λόγια και πράξεις. Ούτε έγραφε μουσική ακολουθώντας κάποιου είδους αισθητικό-«ιδεολογικό» πρόγραμμα, όπως έκαναν, με διαλλείμματα ή όχι, δημιουργοί σαν τον Γιάννη Μαρκόπουλο ή τον Σταύρο Ξαρχάκο, λόγου χάρη. Η εμμονή δεν ήταν από τα χαρακτηριστικά του, σε θέματα αισθητικά και άλλα: «Από όλα τα τραγούδια αγαπούσα πιο πολύ τα λαϊκά / η ζωή μου έχει αλλάξει κι έτσι τώρα δε με ζαχαρώνουν πια» (1975).
Και το κυριότερο, ο Σαββόπουλος έζησε σε εποχή που η πρώτη ύλη της έμπνευσης του άλλαζε με ορμή, διαρκώς: Η Θεσσαλονίκη του έφηβου και μετέφηβου Διονύση, των αρχών της δεκαετίας του 1960, δεν ήταν Αθήνα του 1989 (η οποία με τη σειρά της, δεν ήταν πια η Αθήνα του 1970 ή του 1980), όπως η Θεσσαλονίκη του 2025 ελάχιστη σχέση έχει με την Θεσσαλονίκη του 1970 ή του 1989. Η μουσική του Σαββόπουλου είναι κάτι αντίστοιχο με τοπιογραφία στην ζωγραφική και με αυτοβιογραφία στην λογοτεχνία. Αύριο το τοπίο είναι άλλο. Σε δέκα χρόνια βλέπεις αλλιώς τον εαυτό σου.
Ο Σαββόπουλος των πρώτων χρόνων, υπό την σκιά της Θεσσαλονίκης του '50 - '60 και σε μια Αθήνα ευρισκόμενη ακόμη υπό την σκιά του Πολυτεχνείου, είναι Βαλκάνιος (με την ευγενή σημασία, του ανήκειν) όσο ήταν η τότε Θεσσαλονίκη. Αλλά δύσκολα βρίσκεις ισάξιους του, Βαλκάνιους-Ευρωπαίους (και παγκόσμιους) υψηλής τέχνης μουσικούς, ταυτόχρονα ροκ και παραδοσιακούς, λαϊκούς και ποπ (σκόπιμος ο σολοικισμός!), έντεχνους και αντεργκράουντ, ίσως με εξαιρέσεις το Βοσνιακό Λευκό Κουμπί (Bijelo Dugme) από το Σεράγεβο και το μάλλον βραχύβιο darkwave - «βυζαντινο»-παραδοσιακό συγκρότημα Αναστάζια, των Γκόραν Τράικοσκι, Κλίμα Κοβάτσεσκι, Ζόραν Σπάσοβσκι και Ζλάτκο Οριγκιάνσκι από την Βόρεια Μακεδονία.
Και έτσι, ο Σαββόπουλος καταφέρνει να αναμιγνύει μουσικές της Θράκης, της Ουγγαρίας και του Ντύλαν με στίχους του Εγγονόπουλου και με την δωρική φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου. Έχει το ποιητικό θράσος, αφού διέπραξε το «μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», να συνδυάσει στον ίδιο στίχο την Θύρα 7 και την «θύρα κάτω από τις ερπύστριες». Προετοιμαζόμενος για την κοσμογονία της Αλλαγής δεν διστάζει να πει (1979) «δεν είμαι Πασόκα ούτε ΚΚΕ» και το δηλώνει βιώνοντας την Αλλαγή (1983, Τραπεζάκια έξω), ακριβώς μετά τον στίχο «είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα Λύκεια». Στα συστατικά της συνταγής μπήκε κάποια στιγμή και η Ορθοδοξία, υπό την βραχύβια νεοορθόδοξη θεολογικο-πολιτική ταμπέλα, ίσως και μιντιακά κατασκευασμένη. Συνοδοιπόροι αρκετοί και ποικίλοι, ακόμη και πραγματικοί διανοούμενοι (Στέλιος Ράμφος), αλλά και πολιτικά δρώντες (Κωστής Μοσκώφ).
Μετά αρχίζουν τα δύσκολα - εδώ σε θέλω μάστορα. Όταν ο κόσμος όλος ξαφνιάστηκε από το annus mirabilis 1989, τι ήταν αυτό που τράβηξε την προσοχή αυτού, του τρυφερού «οργισμένου Βαλκάνιου» (Ν. Νικολαΐδης); Και τί τράβηξε την προσοχή του μετά, το 1993, το 2009; Πάντως, εκείνο το κοσμοϊστορικό 1989, καθόλου δεν τράβηξε την προσοχή του Σαββόπουλου η ανατροπή του μεταπολεμικού διπολικού κόσμου, καθόλου η πτώση του Τείχους και του Ανατολικού Μπλόκ, και καθόλου, μα καθόλου, η κοσμογονία των ως τότε οικείων του Βαλκανίων. Την προσοχή του μονοπώλησε το σκάνδαλο Κοσκωτά και ο ανανεωμένος ενδοελληνικός πόλεμος του φωτός και του σκότους, με αντεστραμμένα πρόσημα ή όπως τα βλέπει ο καθένας.

Έκπληξη; Κακώς εκπλήττονται, όσοι εκπλήττονται. Πόσο απασχόλησε τότε, έγκαιρα, την κοινή μας γνώμη, δημοσιολογούσα και μή, χαβαλετζίδικη και σοβαρή, η ανατροπή του μεταπολεμικού διπολικού κόσμου; Αστεία πράγματα. Πάντως, ο Σαββόπουλος αυτή την αδιαφορία αντικαθρέφτιζε. Και με τον πληρέστερο τρόπο. Όπως ακριβώς είχε αντικαθρεφτίσει άλλα πράγματα, εντελώς διαφορετικά, το 1980 ή το 1970. Και η μία από τις δύο πολιτικο-ιδεολογικές πλευρές που ενοχλήθηκαν σφόδρα από την «αποστασία» και «μεταμέλεια» του Σαββόπουλου, τι έκανε το 1989; «Κάθαρση». Μαζί με «το Μητσοτάκ», το ίδιο που επέλεγε τότε ο Διονύσης για «να βγάλει από τη μέση το κνώδαλο αυτό, τον παπατζή». Τόση υποκρισία, όχι βέβαια του Σαββόπουλου.
Για οικονομία επιχειρηματολογίας, ας δεχτούμε ότι η άλλη από τις δύο ενοχλημένες πλευρές, η ΠΑΣΟΚική, δικαιολογείται να εχθρεύεται τον μεταμελημένο - εάν μπορεί να υπάρξει δικαιολογία για τέτοια μανιάτικα. Διότι το ΠΑΣΟΚ ήθελε να πυροβολήσει πολιτικά-κομματικά ο κουρεμένος Διονύσης, δίνοντας «γραμμή όλο ζικ - ζακ το μητσοτάκ, το μητσοτάκ». Αλλά «η Αριστερά»; Γιατί υπερθεματίζει στον αφορισμό του Σαββόπουλου; Ας θυμηθούμε ότι στις δύο «καθαρτήριες» εκλογικές αναμετρήσεις του 1989 και στην μία του 1990, για πρώτη φορά μετά το 1974 είχε υπάρξει ως πραγματική πολιτική οντότητα η ιδεατή έννοια η αποκαλούμενη τώρα «η Αριστερά», με ρεαλιστικό κίνητρο έναν διαμερισμό των ιματίων του ΠΑΣΟΚ μαζί με την ΝΔ. Αυτή η βραχύβια εξαίρεση έμελλε να έχει χρονολογία λήξης το 1991, ωστόσο το ελληνικό 1989, το «βρώμικο», απωθήθηκε στο αριστερό ασυνείδητο. Ο Σαββόπουλος από το 1989 και μετά, ενοχλεί ιδιαίτερα την όποια αριστερή συνείδηση, εκτός των άλλων επειδή αντιπροσωπεύει την επιστροφή αυτού του σκληρού απωθημένου.
Μετά ήρθε η δεκαετία του 1990. Ο κόσμος είχε αλλάξει εντελώς εδώ κάτω με ορμή. «Τί να καταλάβουμε οι φτωχοί» («Είδα την Άννα κάποτε» - 1969); Σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, «δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί» - πλην Λακεδαιμονίων - τρόμαξαν από την αλλαγή του χάρτη στα Βαλκάνια, νοστάλγησαν άγρια τον διπολικό κόσμο, ενοχλήθηκαν σφόδρα από την πτώση του καθεστώτος που κατέστρεψε τους «αδελφούς» (ημών των υποκριτών) Σέρβους, σκιάχτηκαν από τα βομβαρδιστικά του ΝΑΤΟ, προπαντός τρομοκρατήθηκαν από τα «τρομερά Σκόπια». Ακολούθησαν λαοσυνάξεις, ταυτότητες, πολιτικολογούντες αρχιεπίσκοποι. Στάχτη σκέπασε το ανθισμένο βαλκανικό Περιβόλι του τρελού.
Την εποχή Σημίτη ο θαμμένος βολβός ήταν ακόμη ζωντανός, σπίθισαν τα τελευταία κάρβουνα κάτω από τη στάχτη, με το καθυστερημένο, όχι και τόσο σύγχρονο πια, εγχείρημα ενός μετ' εμποδίων εκσυγχρονισμού. Με τα εφοπλιστοκάναλα στα κάγκελα. Εκ δεξιών και ευωνύμων, ακόμη και οίκοθεν ΠΑΣΟΚικά, τα επιχειρήματα στην δημόσια σφαίρα ήταν κοινά. «Ο λογιστής», και ούτω καθεξής. Όμως, άς τα λέμε όλα: Τί έλεγε τότε ο Διονύσης (1997);
“Πρότεινε να μη συζητήσουμε στη συνέντευξη πολιτικά: «Τώρα πια είναι βαρετό θέμα, πιστέψτε με. Όχι τόσο επειδή μάς κυβερνούν αποτυχημένοι λογιστές τρίτης κατηγορίας, όσο επειδή η αριστερή τους παιδεία έρχεται ως άλλοθι να επικαλύψει την τέλεια απουσία οράματος και αληθινού στόχου». Για να προσθέσει: «Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει και αντιπολίτευση. Άλλοι Νεάντερνταλ εκεί!»”
(Φ. Απέργης, Ο πολίτης Σαββόπουλος, Καθημερινή 21.5.2023)
Ο Σαββόπουλος ήταν, όπως πάντα, αξιόπιστος καθρέφτης της εθνικής μας επιφάνειας, μιντιακής και άλλης. Και πάντα on target. Όμως, σε πείσμα της στίλβουσας εθνικής και μιντιακής επιφάνειας, ήταν ανθεκτικά τα ΠΑΣΟΚο-σημιτικά κάρβουνα τα θαμμένα κάτω από την εθνικολαϊκίστικη σταχτοπλημμύρα. Παρόλο το δυσμενές κλίμα άντεξαν άλλα οχτώ χρόνια. Ώσπου πέρασαν κι αυτά τα χρόνια. Η φυσιολογική εξέλιξη. Και έτσι, τελικά, οι περιφρονητές της λογιστικής τέχνης το στουκάρησαν το κάρο στον γκρεμό αφού πρώτα το επανίδρυσαν. Όμως έφταιγαν άλλοι - τα «μνημόνια». Έτσι, τότε και τώρα, σχεδόν κανείς δεν προφέρει την λέξη χρεωκοπία. Γλυκανάλατη εθνική ομοψυχία σε καιρούς κοινωνικής αγανάκτησης.
Πόσο απέκλινε, πόσο συνέκλινε το πνεύμα των λαοσυνάξεων της δεκαετίας του 1990 και το «αντιμνημονιακό» πνεύμα της εποχής 2010-2015; Σε ποιό βαθμό εκφράζουν την ακτινοβολία υποβάθρου ενός κοινού ομιχλώδους πυρήνα αντιευρωπαϊκής νοοτροπίας; Άν χρειάζεται πάλι καταφυγή στην ψυχανάλυση των πολιτικών δρώμενων, λίγο και μόνον έμμεσα μπορεί να φωτίσει ο Σαββόπουλος τα πολιτικά σκοτάδια της διαρκώς επαναλαβανόμενης επιστροφής αυτού του εθνικού απωθημένου. Για την οικονομία του λόγου, ας υποθέσουμε ότι ήδη το 1983, στα Τραπεζάκια, σε αραιωμένη δόση, ακόμη πιο ισχνή από τις προδιαγραφές του, εξωτερικεύθηκε με εθνικορομαντικό προσωπείο ο λαϊκισμός, μια εκ φύσεως «ισχνή ιδεολογία» (Cas Mudde), η οποία έχει πάντα αντιευρωπαϊκή χροιά στα εδάφη νοτίως της Γευγελής. Ωστόσο, ο Σαββόπουλος έδειξε, εκ των υστέρων, ότι δεν λησμόνησε τα πολύ βασικά. Μοιραία «έρχεται η στιγμή για ν΄αποφασίσεις με ποιούς θα πας και ποιούς θ΄αφήσεις» («Οι παλιοί μας φίλοι», Φορτηγό, 1966). Και ξέρει ποιοί, σε ποιά σύνορα, antemurale, ως «εκτός των τειχών» αμυνόμενοι, κρατούν σήμερα ζωντανή την κοινή Ευρωπαϊκή μας μοίρα:
Καλή είναι η ευημερία, καλή είναι και η σχετική ξεγνοιασιά της. Αλλά φαίνεται πως την κρίσιμη στιγμή ο δρόμος που σώζει τον κόσμο είναι πάντα ο ίδιος και είναι ένας: η θυσία. Η Ουκρανία τώρα υποφέρει για όλους μας. Μην σιωπήσετε. Ακολουθήστε το δρόμο της καρδιάς σας. Βοηθήστε όπως μπορεί ο καθένας τους Ουκρανούς (5.4.2022, στην ΕΡΤ).
Κι αυτό δεν είναι λίγο. Παραδόξως, ας ελπίσουμε, ότι ακόμη και σε τούτο, ο Σαββόπουλος λειτουργεί ως καθρέφτης της κοινωνίας, αλλά όχι παραμορφωτικός. Επίπεδος. Γιατί άλλοι καθρέφτες άλλα δείχνουν.
Τούτα τα χρόνια, και τούτων δοθέντων, η τοπιογραφία και η αυτοβιογραφία του Σαββόπουλου συνεχίστηκε, έχοντας πάντοτε ως βάση τις «εργοστασιακές ρυθμίσεις» της τέχνης του. Καθρέφτης: «Μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι». Αλλά και παρηγορητής απογοητευμένων: «Μέρες καλύτερες θα `ρθούν, το νιώθω στ’ αεράκι». Έδωσε και καλά καλλιτεχνικά έργα, όχι πάντα. Όμως ο τρυφερός οργισμένος Βαλκάνιος είχε χαθεί «για πάντα, στου κόσμου την βουή», όπως η Άννα του τραγουδιού. Η τρυφερότητα έμεινε, αλλά και αυτή με άλλη, γλυκανάλατη επίγευση.

Αυτή που δεν χάθηκε από τον Σαββόπουλο ως όλον, ως καλλιτεχνική διαδρομή, ήταν η αύρα του πρωτότυπου, παραδοσιακού έργου τέχνης (Βάλτερ Μπένγιαμιν). «Παράδοση είναι το να δημιουργείς, και μάλιστα εκ του μηδενός», είχε πει κάποτε ο ίδιος. Ο γιός μου έγινε θαυμαστής του Σαββόπουλου ως παιδί του Δημοτικού, δεκάχρονο αγόρι, όταν το 2003 βγήκε η Σούμα, με όλους τους στίχους του, από το 1963 έως το 2003. Το παιδί άκουγε συχνά στο σπίτι την μουσική. Ήξερε και το τοπίο, ήξερε για πού έγραψε τους στίχους ο τραγουδοποιός, εκεί όπου παραθέριζε μικρός, στο χωριό της μητέρας του λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη, στην δεκαετία του 1950:
πίσω απ' το βουνό ακούω νταούλια
Και βλέπω την κοιλάδα μες στο λιοπύρι
και βλέπω το χωριό να 'τοιμάζει πανηγύρι
Δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ' τους λόφους
να φτάσω στους μπαχτσέδες και στους ανθρώπους
(και πάλι Μπάλλος, 1971)
Το παιδί δεν πρόλαβε να τα γνωρίσει αυτά, εδώ και καιρό πανηγύρια και νταούλια δεν υπάρχουν πια εκεί, οι τελευταίοι μπαχτσέδες στην κοιλάδα χάθηκαν, αλλάζει και το κλίμα με ορμή. Ποιός συζητά για τέτοια πράγματα, ποιός νοιάζεται, «τί να καταλάβουμε οι φτωχοί»; Τους γράφω και τους ξαναγράφω τούτους τους στίχους από την «Άννα». Μαζί με το «Canto» και το «Ζεϊμπέκικο» με αεροπλάνα με βαπόρια και με την Μπέλλου, με ήχο και λόγια, τριβελίζουν το μυαλό μου· ίσως φταίει ο Σαββόπουλος που τα έγραψε. Φταίει δεν φταίει, η αύρα του έργου τέχνης σώζει· «κι αν ακόμα όλα στεγνώσουν», μέχρι και οι «ματζίριδες» θα 'χουν να δώσουν στη ζωή, τίποτε δεν πάει χαμένο από όσα είναι ή ήταν.
Ψιλά γράμματα αυτά, για όσους αφόρισαν τον Διονύση για την «αποστασία» του από την «φυλή» τους. Τριανταπέντε χρόνια αρνούνται να κοιτάξουν στον καθρέφτη και δύσκολο να βρεις τι φταίει πιο πολύ, η υποκρισία, η μνησικακία, ή μήπως η ενόχληση από απωθημένα που επιστρέφουν.
Άλλοι εξίσου υποκριτές, της αντίπαλης «φυλής», τώρα που έφυγε από τον κόσμο, τον αποκάλεσαν, εκτός των άλλων, και διανοούμενο. Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν ήταν διανοούμενος. Ή, με άλλα λόγια, ήταν τόσο διανοούμενος όσο διανοούμενοι ήταν οι αυτοδίδακτοι μεσαιωνικοί τροβαδούροι της Προβηγκίας, είτε περιπλανώμενοι σε κοιλάδες και βράχια, είτε φιλοξενούμενοι στην αυλή του άρχοντα. Δεν προσπαθούσε να κατανοήσει και να μελετήσει τα πράγματα και τα γεγονότα χρησιμοποιώντας εργαλεία του νου. Έλεγε ό,τι είναι. Και έφτιαχνε μουσική με ό,τι προσφέρονταν να γίνει μουσική. Η τέχνη του αντανακλούσε σαν τον καθρέφτη, ενώ οι καλλιτέχνες-διανοούμενοι προτιμούν «σαν τον φακό να μεγεθύνουν». Ή να αλλάζουν τα σχήματα. Αλλά αυτό που έκανε ο Διονύσης δεν είναι λίγο, ούτε λιγότερο σημαντικό απ' όσα κάνουν οι διανοούμενοι. Γιατί το να λές ό,τι είναι, είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Σωτηρία της ψυχής.
Πολλοί, πάρα πολλοί, θα συνεχίσουν να αποφεύγουν τους καθρέφτες, του Σαββόπουλου και άλλων. Θα προτιμούν να βλέπουν δίπλα, στον τοίχο. Και αυτό, δυστυχώς, δεν είναι μια ακόμη ελληνική ιδιαιτερότητα, κάθε άλλο.
Οι καθρέφτες στέκονται όρθιοι και είναι αναγκαίοι. Αν δεν θέλουμε να κοιτάξουμε, κακό του κεφαλιού μας. Δεν φταίνε οι καθρέφτες.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
 |
| Είδα την Άννα κάποτε - μέρος της παρτιτούρας |