Το ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι να διαμορφώσει ένα ρεαλιστικό περιβάλλον, για την ευρωπαϊκή επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος, που θα άρει καχυποψίες, για να αναζητηθούν εφικτές λύσεις.
Είναι ένα εγχείρημα που απαιτεί «διπλή αξιοπιστία». Μία «εξωτερική», που αφορά τους εταίρους – δανειστές μας, και μία «εσωτερική», που αφορά τους Ελληνες πολίτες και την «ταλαιπωρημένη» ελληνική κοινωνία.
Δεν είναι εύκολο. Γιατί η μία δεν πρέπει να αναιρεί την άλλη.
Τα επιχειρήματα έναντι των εταίρων – δανειστών μας είναι κατά βάση δύο: Ενα οικονομικό και ένα πολιτικό. Το οικονομικό αφορά το «πρόγραμμα προσαρμογής» που έχουμε συμφωνήσει. Δεν βγαίνει… κατά πάσα πιθανότητα, ο τρέχων προϋπολογισμός θα έχει σοβαρές αποκλίσεις, ενώ για την επόμενη διετία δεν «μαζεύονται» 11,5 δισ. ?Η για να το πούμε διαφορετικά, μαζεύονται στα «χαρτιά μόνο» όταν ζούμε σε συνθήκες μιας σωρευτικής ύφεσης της τάξης του 25% την τελευταία πενταετία, που φέτος τρέχει με ρυθμούς που ίσως ξεπεράσουν το 7%, η ανεργία είναι στα ύψη και η επενδυτική άπνοια απόλυτη.
Η εμμονή στην υλοποίηση ενός προγράμματος που, όπως είναι σχεδιασμένο, δεν βγαίνει, εξυπηρετεί μεν τις ανάγκες συντήρησης ενός «ζωτικού ψέματος» που υπακούει σε διάφορες ευρωπαϊκές σκοπιμότητες ισορροπιών της στιγμής αλλά οδηγεί σε αδιέξοδο. Η ομολογία της αποτυχίας και η ανάγκη της αναθεώρησης, παρ? ότι είναι η μόνη υγιής λύση, είναι δύσκολη για τους εμπνευστές του σχεδίου, όχι μόνο λόγω παραδοχής του «συγκεκριμένου λάθους», αλλά κυρίως γιατί τίθενται ερωτηματικά για το ευρύτερο ευρωπαϊκό – θεραπευτικό σχέδιο. Ετσι, προς το παρόν, κυριαρχεί ένας εξηγήσιμος μεν, αλλά αδιέξοδος οικονομικός βολονταρισμός για το ελληνικό πρόβλημα. Είναι όμως τόσο «διάτρητος» που μια συστηματική ελληνική επιχειρηματολογία με δείγματα αξιοπιστίας, σε συνδυασμό με τις ευρύτερες ευρωπαϊκές εξελίξεις, μπορούν να αποδώσουν θετικά αποτελέσματα.
Το δεύτερο επιχείρημα, για την επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος, είναι πολιτικό. Εάν δεν γίνει μια ρεαλιστική αναθεώρηση του προγράμματος προσαρμογής (επιμήκυνση, μεταφορά αναπτυξιακών πόρων κλπ.) το πολιτικό σύστημα της χώρας θα καταρρεύσει πλήρως, με ό,τι σημαίνει αυτό. Και αυτό που θα «έρθει» δεν θα είναι ο… ΣΥΡΙΖΑ αλλά κάτι πολύ χειρότερο. Ενας ακραίος αντιευρωπαϊκός εθνικισμός, με δεξιά και αριστερά χαρακτηριστικά, που δεν θα «καταστρέψει» μόνο τη χώρα, αλλά θα δημιουργήσει και μείζον ευρωπαϊκό πρόβλημα «μετάδοσης του… ιού». Είναι κάτι που θα ήταν τραγικό, εάν το αγνοήσουν, οι Ευρωπαίοι ηγέτες…
Αντίστοιχα όμως, πρέπει να υπάρξει και αξιοπιστία έναντι του ελληνικού λαού, με «καθαρά λόγια». Πρέπει ν? αλλάξει το κράτος και να γίνει παραγωγικό. Να υπάρξει νέο φορολογικό σύστημα που θα τηρούμε όλοι μας. Νέο παραγωγικό μοντέλο, χωρίς κρατικοδίαιτη και διεφθαρμένη επιχειρηματικότητα, κλπ. Η επαναδιαπραγμάτευση είναι αναγκαία, αλλά δεν σημαίνει ότι θα ζούμε, όπως ζούσαμε πριν από την κρίση. Η έξοδος από την κρίση θα χρειασθεί μία δύσκολη δεκαετία θυσιών, χωρίς στο τέλος να έχουμε επανέλθει στις «χρυσές δεκαετίες» που ζήσαμε.
Το κέρδος θα είναι να έχουμε οργανώσει το κράτος και την οικονομία με τέτοιον τρόπο, που να μπορεί να παράγει πλούτο, μ? ένα σύστημα δικαιότερης κοινωνικά διανομής, περιορίζοντας τις ανισότητες. Συμπερασματικά χρειαζόμαστε, δημιουργώντας ένα «κεφάλαιο αξιοπιστίας», δηλαδή κάνοντας τις αλλαγές που πρέπει να κάνουμε, με παράλληλη προσπάθεια να επανέλθει η χώρα σε τροχιά δημοσιονομικής προσαρμογής, να επιτύχουμε μια καλοσχεδιασμένη και ρεαλιστική αναθεώρηση του προγράμματος τον Σεπτέμβριο, που θα μας επιτρέψει να παραμείνουμε στο ευρώ και στην Ευρώπη…