Χθες με φιλοξένησε η Στέγη Μάρκου Δραγούμη για μια διάλεξη για τις «διοικητικές μεταρρυθμίσεις που έχουμε ανάγκη». Διαχρονικό το θέμα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των παρευρισκομένων το οποίο, εν συνεχεία, επικεντρώθηκε στο φλέγον θέμα της ημέρας, στην συμφωνία των Πρεσπών.
Διαφορετικές απόψεις, διαφωνίες αναμενόμενες αναπαρήγαγαν την ευρύτερη δημόσια συζήτηση. Έτσι, όμως, όπως βρισκόμασταν στην αυλή αυτού του υπέροχου αρχοντικού είχα την αίσθηση ότι η συζήτηση γινόταν εκτός συγκειμένου, εκτός context. Μια συζήτηση αποκομμένη από τον χώρο και το περιβάλλον στο οποίο βρισκόμασταν. Κομμένες κεφαλές ομιλούσες.
Kανένας δεν έδειχνε να επηρεάζεται από το πνεύμα του Μάρκου Δραγούμη. Δεν άκουσα έστω μια διερώτηση του τύπου «Βρε παιδιά, τι θα λεγε ο Δραγούμης για τις Πρέσπες σήμερα;». Ο αναστοχασμός θα μπορούσε να εισφέρει κάτι περισσότερο σε μια συζήτηση, ούτως ή άλλως, δύσκολη;
Ναι, είναι η δική μου απάντηση. Μόνο και μόνο επειδή η διαδρομή του Μάρκου Δραγούμη είναι από μόνη της αρκετή να το κάνει. Πηγαίνοντας αντίθετα προς την αστική του καταγωγή, στρατεύθηκε στον αγώνα της Αριστεράς, εξορίστηκε, εξελέγη βουλευτής με την ΕΔΑ, θέση από την οποία, όμως, παραιτήθηκε υπέρ του Σταμάτη Μερκούρη προκειμένου να σταματήσει η δίωξη του τελευταίου. Έλαβε μέρος στο κίνημα ειρήνης, αφιερώθηκε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Από το 1970 στράφηκε προς τον φιλελευθερισμό ασκώντας κριτική στον σοσιαλισμό. Έγραψε την εμβληματική «Πορεία προς την ελευθερία» στην οποία συμπυκνώνει την πεμπτουσία του φιλελευθερισμού ως «συνόλου ιδεών, που δεν λειτουργεί καν παρηγορητικώς για τους οπαδούς του διότι, σε αντίθεση με τις ολοκληρωμένες τελειωμένες τελοκρατικές ιδεολογίες, δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις, αναπαυτικές βεβαιότητες, δεν ναρκώνει τον νου, βασίζεται στην εγρήγορση της συνδυαστικής και ανασυνδυαστικής φαντασίας του ατόμου μάλλον παρά στην συναγωγή τελικών συμπερασμάτων από αξιωματικές αρχές. Το μόνο αξίωμα, το μόνο άρθρον πίστεως του φιλελεύθερου είναι το πρωτείο του ατόμου και τα δικαιώματά του, όλα τα άλλα στασιάζονται, ποικίλλουν, εξελίσσονται και προβληματίζουν».
Αν αυτός δεν είναι ένας οδηγός για σκέψη σε περίπλοκα εθνικά θέματα, όπως είναι η Συμφωνία των Πρεσπών, τότε τι είναι; Το θέμα δεν είναι να συζητάμε, να διαφωνούμε, να επιχειρηματολογούμε, αλλά να μην βρισκόμαστε εκτός του πλαισίου της φιλελεύθερης πολιτείας μας. Οι ακλόνητες αλήθειες και ο φανατισμός που τις συνοδεύει πέραν του ότι ποτέ δεν λύνουν προβλήματα, προκαλούν επιπλέον τις αξίες και τις αρχές της.
Η θέση μου είναι ότι η συγκεκριμένη συμφωνία είναι μια κακή συμφωνία για την Ελλάδα. Αποτελεί την πράξη παράδοσης σ’ έναν αγώνα που επέπρωτο, όμως, να χαθεί λόγω σωρείας λαθών και παραλείψεων. Κίνδυνοι και απειλές προιωνίζονται για την χώρα. Ακόμη χειρότερο, όμως, κι απ’ αυτή την συμφωνία είναι το κλίμα διχασμού που καλλιεργείται τόσο από την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό όσο και απ’ όλους εκείνους που θεωρούν ότι κατέχουν τα σκήπτρα του πατριωτισμού και της αλήθειας. Δύο αλληλοτροφοδοτούμενα άκρα που επαπειλούν την Δημοκρατία το ίδιο.
Οι φωνές που προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα ανάχωμα σε ακόμη μεγαλύτερα δεινά δεν εισακούονται εύκολα. Για όσους πάντως διερωτώνται, ανησυχούν και εξακολουθούν να βουλεύονται, ο φιλελεύθερος αναστοχασμός μπορεί να προσφέρει μια αφετηρία σκέψης και δράσης. Βαθύτατα πατριωτικός, όσο κι αν λοιδωρείται από τα κυβερνητικά κύμβαλα, προσφέρει την δυνατότητα να παραμένει κανείς πιστός στη θέση του, αποφεύγοντας, όμως, τον διχασμό και την πόλωση.
Έχουμε ανάγκη στις επερχόμενες εκλογές αυτό να εκφραστεί με την επιβράβευση εκείνων που αντιστέκονται στο κλίμα χυδαιολογίας, φανατισμού και μισαλλοδοξίας. Context matters.