Να βάλουμε ένα τέλος στην ανεξέλεγκτη αποκλειστικότητα του ΥπερΤαμείου στην διαχείριση της δημόσιας περιουσίας

Κώστας Χλωμούδης 31 Οκτ 2025

Η δημόσια περιουσία μιας χώρας δεν είναι απλώς ένα άθροισμα υποδομών, ακινήτων ή επιχειρήσεων. Είναι ο συλλογικός πλούτος ενός λαού, το θεμέλιο της εθνικής κυριαρχίας και το υλικό υπόβαθρο της δημοκρατίας.

Δεκαπέντε χρόνια μετά την επιβολή των μνημονιακών δεσμεύσεων, η Ελλάδα εξακολουθεί να ζει υπό τη σκιά θεσμών που δημιουργήθηκαν σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και εθνικής εξάρτησης. Ένας από αυτούς, το λεγόμενο Υπερταμείο —ή αλλιώς Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ)— συγκεντρώνει σήμερα έναν τεράστιο όγκο δημόσιας περιουσίας, με εντολή διαχείρισης και αξιοποίησης σύμφωνα με τις «βέλτιστες πρακτικές» που επιβλήθηκαν από τους θεσμούς.

Από το 2012 και οριστικά το 2016 και εξής, η διαχείριση αυτού του πλούτου μεταφέρθηκε, σταδιακά, σε έναν θεσμό που λειτουργεί εκτός ουσιαστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου: το Υπερταμείο.

Με τον νόμο του 2024, που κατήργησε και ενσωμάτωσε το ΤΑΙΠΕΔ στο Υπερταμείο, η χώρα βρέθηκε ενώπιον ενός θεσμού με τεράστιες αρμοδιότητες αλλά ελάχιστη δημοκρατική λογοδοσία.

Το ΤΑΙΠΕΔ, άλλωστε, είχε ιδρύθεί με μοναδικό σκοπό την εκποίηση δημόσιας περιουσίας, υπό το πρόσχημα της προσέλκυσης επενδύσεων και της μείωσης του δημόσιου χρέους. Στην πράξη, όμως, λειτούργησε ως μηχανισμός μεταβίβασης στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού λαού σε ξένα συμφέροντα, συχνά σε τιμές που δεν ανταποκρίνονταν ούτε καν στην αντικειμενική αξία τους.

Η εμπειρία των τελευταίων ετών αποδεικνύει ότι η λειτουργία του Υπερταμείου παραμένει εγκλωβισμένη στη λογική εκείνου του «αποικιοκρατικού» θεσμού. Οι προτεραιότητες καθορίζονται όχι από τις κοινωνικές ανάγκες ή το δημόσιο συμφέρον, αλλά από οικονομικούς δείκτες και αποδόσεις που εξυπηρετούν τις δεσμεύσεις προς τους δανειστές. Η ελληνική κυβέρνηση —όποια κι αν είναι— περιορίζεται συχνά στον ρόλο του θεατή, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση κριτήρια «αποδοτικότητας» και όχι κοινωνικής ωφέλειας.

Αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να συνεχιστεί αδιαμφισβήτητα. Η Ελλάδα του 2025 δεν είναι η Ελλάδα του 2010. Έχοντας αποδείξει δημοσιονομική σταθερότητα και θεσμική ωριμότητα, η χώρα έχει κάθε δικαίωμα —και υποχρέωση— να επανεξετάσει τη συμφωνία με τους θεσμούς ως προς τη δομή, τις αρμοδιότητες και τη στοχοθεσία του Υπερταμείου. Το αίτημα δεν είναι απλώς οικονομικό· είναι ζήτημα εθνικής κυριαρχίας και δημοκρατικής λογοδοσίας.

Ένα νέο θεσμικό πλαίσιο πρέπει να διασφαλίζει ότι:

  • Η δημόσια περιουσία θα αξιοποιείται με όρους κοινωνικού οφέλους και βιώσιμης ανάπτυξης, όχι απλώς οικονομικής εκποίησης.
  • Οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με διαφάνεια και λογοδοσία απέναντι στο Κοινοβούλιο και την κοινωνία.
  • Θα υπάρχει σαφής εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός για τις υποδομές, τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και τους φυσικούς πόρους — και όχι αποσπασματικές κινήσεις με γνώμονα το πρόσκαιρο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.

Η επανδιαπραγμάτευση με τους θεσμούς για το ρόλο του Υπερταμείου δεν είναι πράξη αμφισβήτησης της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας· είναι πράξη ωριμότητας και αυτοπροσδιορισμού. Η Ελλάδα πρέπει να ανακτήσει τον έλεγχο των εργαλείων που καθορίζουν το αναπτυξιακό της μέλλον — και να αποτινάξει, επιτέλους, την αποικιοκρατική λογική που σφράγισε την περίοδο των μνημονίων.

Αυτή η θεσμική ασυλία, που δεν συναντάται σε κανένα άλλο όργανο διαχείρισης δημόσιας περιουσίας στην Ευρώπη, δημιουργεί ένα περιβάλλον αδιαφάνειας, ανισότητας και υπονόμευσης του δημοσίου συμφέροντος. Οι πρόσφατες αποφάσεις —όπως η παραχώρηση λιμανιών σε ιδιώτες με ασαφή οικονομικά οφέλη για το κράτος ή το κλείσιμο καταστημάτων των Ελληνικών Ταχυδρομείων στην περιφέρεια, με σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις— αναδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος.

Το Υπερταμείο, όπως λειτουργεί σήμερα, δεν υπηρετεί ούτε την ανάπτυξη ούτε τη διαφάνεια, αλλά ένα μοντέλο διαχείρισης που αποξενώνει το κράτος από τον δημόσιο πλούτο του και μετατρέπει την οικονομική πολιτική σε τεχνοκρατική διαχείριση «χαρτοφυλακίων». Αυτή η κατάσταση δεν είναι απλώς θεσμικά στρεβλή — είναι δημοκρατικά ανεπίτρεπτη.


Η θεσμική αντίφαση του Υπερταμείου

Το Υπερταμείο συγκεντρώνει τη διαχείριση επιχειρήσεων, υποδομών και ακινήτων του Δημοσίου, με στόχο –τυπικά– την «αξιοποίηση» και τη βελτίωση της αποδοτικότητας.

Όμως, πίσω από τη ρητορική της τεχνοκρατίας, κρύβεται μια βαθιά θεσμική αντίφαση: ενώ έχει ως μοναδικό μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο, οι δανειστές διατηρούν αποφασιστικό ρόλο στην εποπτεία και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων μέσω του Εποπτικού Συμβουλίου.

Το Υπερταμείο λειτουργεί με εταιρική μορφή ιδιωτικού δικαίου, τα στελέχη του απολαμβάνουν ακαταδίωκτο, και οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε προληπτικό ή ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο.

Έτσι, κρίσιμες αποφάσεις για τη δημόσια περιουσία –όπως η παραχώρηση λιμανιών, η εκχώρηση υποδομών ή ακόμη και το κλείσιμο υποκαταστημάτων των Ελληνικών Ταχυδρομείων στην περιφέρεια– λαμβάνονται χωρίς δημόσια λογοδοσία και χωρίς κοινωνική συμμετοχή.

Η μετατροπή της διαχείρισης δημόσιου πλούτου σε τεχνοκρατικό εγχείρημα “εκτός πολιτικής” οδηγεί, στην πράξη, σε αποπολιτικοποίηση θεμελιωδών επιλογών. Πρόκειται για ένα είδος «τεχνότροπης εξουσίας» εις βάρος της δημοκρατίας – όπου η αποτελεσματικότητα υποκαθιστά τη νομιμοποίηση.

Η Ελλάδα του 2025 οφείλει να διεκδικήσει την επανδιαπραγμάτευση με τους θεσμούς σχετικά με τον ρόλο και τη λειτουργία του Υπερταμείου. Όχι για να ανατρέψει μεταρρυθμίσεις, αλλά για να επαναφέρει τη δημόσια περιουσία στον πυρήνα της δημοκρατικής νομιμότητας. Το Υπερταμείο πρέπει να καταστεί εργαλείο αναπτυξιακού σχεδιασμού και κοινωνικής πολιτικής, όχι μηχανισμός διαχείρισης «αξιών» με γνώμονα τις αγορές.

Η επανεξέταση των όρων λειτουργίας του —ιδίως της θεσμικής του ανεξαρτησίας, της λογοδοσίας και του ακαταδίωκτου— δεν είναι τεχνικό ζήτημα. Είναι ζήτημα εθνικής κυριαρχίας, διαφάνειας και πολιτικής αξιοπρέπειας.

Η χώρα δεν μπορεί να συνεχίζει να πορεύεται με μηχανισμούς που δημιουργήθηκαν για την εποχή της κρίσης, όταν σήμερα χρειάζεται θεσμούς ανάπτυξης, συμμετοχής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η επαναδιαπραγμάτευση του ρόλου του Υπερταμείου είναι, επομένως, αναγκαία πράξη αυτοδιάθεσης — και ίσως το πρώτο πραγματικό βήμα προς μια μεταμνημονιακή Ελλάδα.


Η διεθνής εμπειρία: η δημοκρατική λογοδοσία ως κανόνας

Η ελληνική περίπτωση δεν είναι συγκρίσιμη με τα επιτυχημένα παραδείγματα διεθνών θεσμών διαχείρισης δημόσιας περιουσίας. Σε χώρες όπως η Νορβηγία, η Γαλλία ή η Αυστρία οι φορείς διαχείρισης δημόσιας περιουσίας διέπονται από σαφή κοινοβουλευτικό έλεγχο. Στην Ελλάδα, αντίθετα, παραμένει ένας θεσμός όπου ακόμη και σήμερα, παρά την έξοδο από τα μνημόνια, εξακολουθεί να υπερισχύει των θεσμών της Δημοκρατίας.

Ειδικότερα, η μελέτη του Public Services International Research Unit (PSIRU) και του Transnational Institute για το θέμα του δημόσιου ιδιοκτησιακού καθεστώτος – Designing Future Public Ownership (D. Hall, 2022).

Η αρχή της επικουρικότητας και τα όρια της επιτήρησης

Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αρχή της επικουρικότητας ορίζει ότι οι υπερεθνικοί θεσμοί παρεμβαίνουν μόνο όταν οι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν αποτελεσματικά από τα κράτη-μέλη. Η διαχείριση δημόσιας περιουσίας, όμως, είναι κατεξοχήν πράξη εθνικής κυριαρχίας. Κατά συνέπεια, η συνέχιση ενός πλαισίου εποπτείας από θεσμούς εκτός της ελληνικής δημοκρατικής νομιμότητας αποτελεί αντίφαση με τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό (βλ. Loukas Tsoukalis κ.ά.).

Η Ελλάδα, έχοντας εξέλθει από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, έχει θεσμικά το δικαίωμα να επαναδιαπραγματευθεί τη λειτουργία του Υπερταμείου. Αυτή η διαπραγμάτευση δεν θα είναι πράξη “ανυπακοής”, αλλά άσκηση δημοκρατικής αυτονομίας εντός της Ένωσης.

Στην περίπτωση του Υπερταμείου, όμως, η παρέμβαση των «θεσμών» δεν αφορούσε καν ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά διαχείριση εθνικής περιουσίας, ζήτημα που βρίσκεται στον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας. Το γεγονός ότι αυτή η δομή επιβλήθηκε και συντηρείται με ευρωπαϊκή νομιμοποίηση αποτελεί αντίφαση με την ίδια τη φιλοσοφία της επικουρικότητας.

Η Ελλάδα έχει, επομένως, κάθε δικαίωμα —και καθήκον— να ζητήσει επανεξέταση των όρων λειτουργίας του Υπερταμείου στο πλαίσιο της Ε.Ε., επικαλούμενη την ανάγκη επαναφοράς της αρμοδιότητας στον εθνικό νομοθέτη και στην ελληνική διοίκηση.

Ποιοι δημιούργησαν το Υπερταμείο και ποιοι μπορούν να το αλλάξουν

Η ίδρυση του Υπερταμείου προήλθε από διεθνή συμφωνία (Μνημόνιο Συνεννόησης 2015) και εθνική νομοθετική πράξη (Ν. 4389/2016), με τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών. Συνεπώς, ο νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει το καθεστώς λειτουργίας του, εφόσον η χώρα δεν βρίσκεται υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας — κάτι που ισχύει από το 2022.

Η Βουλή των Ελλήνων μπορεί:

  1. Να τροποποιήσει τις διατάξεις που αφορούν τη νομική μορφή και τις αρμοδιότητες του Υπερταμείου, μετατρέποντάς το σε δημόσιο φορέα πλήρους λογοδοσίας.
  2. Να καταργήσει το ακαταδίωκτο των στελεχών, εξασφαλίζοντας καθεστώς πειθαρχικού και ποινικού ελέγχου.
  3. Να επαναφέρει τη λογοδοσία στο Κοινοβούλιο, με υποχρέωση ετήσιου απολογισμού και κοινοβουλευτικής ακρόασης.
  4. Να διαπραγματευθεί εκ νέου με τους θεσμούς την εποπτεία του Εποπτικού Συμβουλίου, επικαλούμενη την αρχή της επικουρικότητας και τη λήξη των μνημονιακών δεσμεύσεων.

Οποιαδήποτε τέτοια πρωτοβουλία δεν θα συνιστούσε «ρήξη», αλλά θεσμική αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής εποπτείας.


Πρόταση: Δημόσιο Ταμείο Περιουσίας υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο

Η απάντηση δεν είναι ένας λαϊκισμός, με φωνές για κατάργηση του Υπερταμείου, αλλά η οικοδόμηση ενός νέου θεσμού, καθαρής ελληνικής ιδιοκτησίας – ενός Δημόσιου Ταμείου Περιουσίας (ΔΤΠ) που θα λειτουργεί με δημοκρατική λογοδοσία και πλήρη διαφάνεια.

Βασικές αρχές του νέου θεσμού:

  1. Δημοκρατική νομιμοποίηση: υποχρεωτική κατάθεση ετήσιων εκθέσεων και συμβάσεων στο Κοινοβούλιο, δημόσια ακρόαση της διοίκησης, πρόσβαση πολιτών στα δεδομένα.
  2. Εθνικός χαρακτήρας: μικρότερη δυνατή επιρροή ή ρόλος εξωτερικών “θεσμών” στη λήψη αποφάσεων.
  3. Διαχωρισμός λειτουργιών: ανεξάρτητη διαχείριση, αξιοποίηση και εποπτεία – ώστε να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων.
  4. Ρήτρες επαναφοράς (clawback): το Δημόσιο να έχει το δικαίωμα αναθεώρησης ή ανάκλησης συμβάσεων αν δεν τηρούνται κοινωνικοί, περιβαλλοντικοί ή εθνικοί στόχοι.
  5. Σταδιακή μετάβαση: μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε βάθος 5–7 ετών, με εποπτεία στο ρόλο του Υπερταμείου.

Ο νέος φορέας θα μπορούσε να λειτουργήσει με θεσμική κατοχύρωση υψηλής προστασίας, π.χ. με νόμο αυξημένης πλειοψηφίας, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια και η ανεξαρτησία του. Παράλληλα, θα επιδιώκει τεχνική συνδρομή από την Ε.Ε. ή διεθνείς οργανισμούς.


Επίλογος

Το Υπερταμείο, όπως λειτουργεί σήμερα, είναι ένας θεσμός αποκομμένος από τη δημοκρατία. Δημιουργήθηκε ως έκτακτο εργαλείο σε εποχή κρίσης, αλλά διαιωνίζεται ως θεσμός κανονικότητας. Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει υπό ένα πλαίσιο “τεχνοκρατικού επιτηρητισμού” όταν έχει αποδείξει τη θεσμική της ωριμότητα.

Το Υπερταμείο δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως θεσμικός αυτόνομος μηχανισμός χωρίς πολιτική λογοδοσία. Η Ελλάδα δεν είναι πλέον «χώρα προγράμματος»· είναι ισότιμο μέλος της Ένωσης.
Η επαναδιαπραγμάτευση του ρόλου του Υπερταμείου, με βάση τις αρχές της επικουρικότητας, της διαφάνειας και της δημοκρατικής ευθύνης, δεν είναι αίτημα συγκυριακό — είναι προϋπόθεση θεσμικής ωρίμανσης.

Η Βουλή έχει τον πρώτο λόγο και την τελική ευθύνη να το πράξει. Η ανάκτηση του ελέγχου της δημόσιας περιουσίας δεν είναι απλώς πράξη πολιτικής αυτονομίας. Είναι πράξη εθνικής αξιοπρέπειας.

Η δημιουργία ενός Δημοσίου Ταμείου Περιουσίας με κοινοβουλευτικό έλεγχο, διαφάνεια και εθνική κυριαρχία δεν είναι απλώς θεσμική μεταρρύθμιση· είναι πολιτική πράξη δημοκρατικής αυτοδιάθεσης.

Η δημόσια περιουσία δεν είναι χρηματοοικονομικό χαρτοφυλάκιο. Είναι το μέτρο της ελευθερίας μιας κοινωνίας να αποφασίζει για το μέλλον της.