Επιστροφές καταστροφές

Γιάννης Παπαθεοδώρου 24 Ιουλ 2025

Εδώ και λίγο καιρό, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα παρατηρείται ένα αξιοσημείωτο «déjà vu». Από τη μια μεριά, ο κ. Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να παρουσιάσει την αποτυχία της κυβέρνησής του ως μια κίνηση στρατηγικού ελιγμού, που δήθεν «έβγαλε τη χώρα από τα Μνημόνια». Από την άλλη μεριά, διάφοροι «υπερπατριώτες» που συνωστίζονται στα δεξιά της ΝΔ ασκούν κριτική στην κυβέρνηση, επειδή δήθεν έχει οδηγήσει τη χώρα «σε γεωπολιτικό αδιέξοδο και σε καταρράκωση της εθνικής μας αξιοπρέπειας». Μολονότι οι αφετηρίες είναι διαφορετικές, έχει ενδιαφέρον να εντοπίσουμε το κοινό έδαφος αυτής της ιδιάζουσας πολιτικής επανεμφάνισης.

Ο κ. Τσίπρας έκανε λόγο για έναν «νέο πατριωτισμό» βασισμένο στο δίπολο :  «από τη μία η πατρίδα μας, από την άλλη τα πλούτη τους. Αυτή είναι η σύγχρονη διαχωριστική γραμμή». Για τους δεξιούς «υπερπατριώτες», η πολιτισμική ατζέντα είναι αυτή που δημιουργεί τα νέα δίπολα. Κατηγορώντας την κυβέρνηση για την υιοθέτηση της woke culture («κουλτούρας αφύπνισης»), ισχυρίζονται πως «η ελληνική ταυτότητα, η παράδοση, η γλώσσα, η ιστορία, η οικογένεια, ο πατριωτισμός, η θρησκεία μας, δεν ανήκουν στις προτεραιότητές της». Σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα, η έκφραση της «γενικής βούλησης»,  θα πρέπει να αντιπροσωπεύει «την ανάγκη για μια ηθική, κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία» των προοδευτικών κομμάτων.[1] Σύμφωνα με τους «υπερπατριώτες», την αναγέννηση της χώρας και την ανασύνταξή της μπορούν «να την αναλάβουν ηγετικές πολιτικές προσωπικότητες με κυβερνητική εμπειρία, ακεραιότητα, παιδεία και αποδεδειγμένο πατριωτισμό, που διαθέτουν το απαιτούμενο κύρος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό».[2]

Όλες αυτές οι λαϊκιστικές εξάρσεις, πασπαλισμένες είτε με τη φιλολαϊκή είτε με την εθνικιστική σκόνη του πατριωτισμού, θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται πλέον ως συμπτώματα μιας φθαρμένης και αβαθούς ιδεολογίας, που συνετρίβη αρχικά στο «Ζάππεια» και, μετά, στο εκβιαστικό δημοψήφισμα του 2015. Στις μέρες μας, ωστόσο, επανακάμπτουν για να καλύψουν το κενό ανάμεσα στη «λαΐκιστική ζήτηση» και στη «λαϊκιστική προσφορά». Σε ό,τι αφορά τα θρύψαλα της Αριστεράς, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά : η πολυδιάσπαση σφραγίστηκε από την απαξίωση και η απαξίωση γέννησε την ανάγκη της επιστροφής του «χαρισματικού ηγέτη», ο οποίος, εδώ και δέκα χρόνια, χάνει διαρκώς από τον κ. Μητσοτάκη σε όλες τις δημοσκοπήσεις και, κυρίως, σε όλες τις εκλογές. Στα υπόλοιπα διαμερίσματα της «δεξιάς πολυκατοικίας», το φάντασμα της woke culture οδήγησε στην επινόηση μιας φαντασιακής «ηγεσίας» προσωπικοτήτων, που αναπαράγει μια συγκεκριμένη εκδοχή ισχύος, στη βάση του εθνικιστικού και πατριαρχικού προτύπου «για τον λαό και το έθνος».

Στην πραγματικότητα, το λεγόμενο rebranding όλων αυτών των λαϊκιστικών μορφωμάτων δημιουργήθηκε από μια διπλή αποτυχία. Από τη μια μεριά, το κεντρικό πολιτικό αφήγημα της ΝΔ (νέα κανονικότητα, επιτελικό κράτος, αξιοκρατία) κατέρρευσε, και, από την άλλη μεριά, η θεσμική αντιπολίτευση (ΠΑΣΟΚ) δεν κατάφερε, έως τώρα, να αξιοποιήσει επαρκώς και αποτελεσματικά τις ευκαιρίες για να γίνει μια προωθητική και πλειοψηφική επιλογή στο χώρο του προοδευτικού Κέντρου και της Κεντροαριστεράς. Και, πράγματι, όπως έλεγε ο Κώστας Σημίτης, «στην πολιτική οι ευκαιρίες δεν είναι άπειρες». Έτσι, λοιπόν, αν εμπιστευτούμε τις συγκυριακές δημοσκοπήσεις, διαμορφώνεται μια εικόνα που είναι άκρως ανησυχητική : μια εξημερωμένη ακροδεξιά μπορεί να γίνει κυβερνητικός εταίρος σε ένα κουρασμένο σχήμα δεξιάς διακυβέρνησης τρίτης τετραετίας, την ώρα που στην Αντιπολίτευση θα δημιουργούνται «μικρομεσαία», διασπασμένα και προσωποπαγή κόμματα διαμαρτυρίας.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, το ΠΑΣΟΚ πρέπει έγκαιρα και έγκυρα να διαχωρίσει τον ρόλο του με ένα νέο προγραμματικό σχέδιο, με μια γενναία και αμφίπλευρή διεύρυνση και με μια νέα κοινωνική συμμαχία. Κυρίως, όμως, πρέπει να επισημάνει τις καταστροφές που σηματοδοτούν αυτές οι επιστροφές μιας πιθανής διπλής λαϊκιστικής παγίδας. Η νομοτελειακή φάση ισχύος της ΝΔ έχει φτάσει στα όριά της. Το πρόβλημα αυτό δεν θα λυθεί, ωστόσο, με τεχνητές συγκολλήσεις κομμάτων και ευκαιριακών «λαϊκών μετώπων».  Θα λυθεί μόνο όταν αναδυθεί ένας ηγεμονικός πόλος δίκαιων μεταρρυθμίσεων, που θα εκπέμψει το σήμα μιας εναλλακτικής κυβερνησιμότητας. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να παίξει αυτό τον ρόλο, αν επεξεργαστεί με σοβαρότητα και ευθύνη τα προτάγματα μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας, προσαρμοσμένης στα πολυ-κρισιακά περιβάλλοντα του 21ου αιώνα. Δεν αξίζει στους δημοκρατικούς προοδευτικούς πολίτες να περιμένουν ξανά «επιστροφές καταστροφές/ στην ίδια κόλαση στο ίδιο χτες».