Ο σχολιασμός των όσων συμβαίνουν κάθε χρόνο στην πόλη μας με αφορμή τα εγκαίνια της ΔΕΘ είναι πλέον από μόνος του μια κοινοτοπία. Μερικά πράγματα, όμως, είναι καλό να τα επαναλαμβάνουμε, για να έχουμε την ελπίδα ότι κάποτε θα αλλάξουν. Η σχέση της πόλης μας με τη ΔΕΘ υπήρξε πάντοτε αμφίσημη. Από τη μια αποτέλεσε έναν φορέα καινοτομίας, εκσυγχρονισμού και νεωτερικότητας, αλλά, ταυτόχρονα στοιχείο πολιτικής εκμετάλλευσης, αναχρονισμού και κιτς. Για όσους και όσες έχουμε μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη η Έκθεση ήταν πάντα σταθερό σημείο αναφοράς, ιδιαίτερα στα παιδικά χρόνια. Λειτούργησε ως ένας χώρος λαϊκής διασκέδασης, ιδιαίτερα φιλικός στην οικογένεια. Εδώ και πολλά χρόνια, κατά κύριο λόγο λίγο πριν και κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών, έχει μετατραπεί σε μια περίοδο ταλαιπωρίας, καθώς το κέντρο της πόλης καταλαμβάνεται από αστυνομικούς, από διαδηλωτές και από λιμουζίνες. Μια αφόρητα ανούσια τελετουργία, επαναλαμβανόμενη και προβλέψιμη. Σε κάθε έκφραση της τελετουργίας αυτής κυρίαρχο στοιχείο είναι η υπερβολή. Ξεχωριστή θέση στην υπερβολή κατέχει ασφαλώς η φετινή διαταγή της αστυνομίας, να απομακρύνει ο δήμος όλους τους κάδους των απορριμμάτων και της ανακύκλωσης από την “πυρίκαυστη” ζώνη. Τη μεγαλύτερη ευθύνη για την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί κάθε χρόνο φέρει το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Η πόλη είναι υποχρεωμένη να “δέχεται” διαδοχικά τον πρωθυπουργό και τους αρχηγούς όλων των πολιτικών κομμάτων. Στα δελτία ειδήσεων είμαστε υποχρεωμένοι να ακούμε την παραμικρή λεπτομέρεια για το πρόγραμμά τους. Ευτυχώς, εδώ και μερικά χρόνια δεν μαθαίνουμε τίποτα για το σε ποια νυχτερινά κέντρα διασκέδασαν το προηγούμενο βράδυ. Την παρέλαση του πολιτικού προσωπικού ακολουθεί η παρέλαση των συνδικαλιστικών (κομματικών) φορέων που διαδηλώνουν τελετουργικά ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν πραγματικοί λόγοι. Αν την εποχή της κρίσης είναι εύλογο να διαδηλώνουν όσοι και όσες πλήττονται από αυτήν, αναρωτιέται κανείς για ποιον λόγο γίνονταν οι διαδηλώσεις την εποχή πριν από την κρίση, εκείνη την εποχή δηλαδή που τώρα φαντάζει ως ένας χαμένος παράδεισος. Η πολιτική λοιπόν έχει κυριαρχήσει πάνω στην οικονομική πλευρά της Έκθεσης, η οποία όμως είναι ο λόγος ύπαρξής της. Αλλά και η ίδια η οικονομική πλευρά έχει υπονομευθεί από την πληθώρα των κρατικών και δημόσιων φορέων που “εκθέτουν” τα επιτεύγματά τους. Στη φετινή ομιλία του ο πρωθυπουργός της χώρας διέπραξε ένα βαρύ ατόπημα. Αναφερόμενος σε ανοιχτά για την κοινωνία ιδεολογικά ζητήματα, απευθύνθηκε στον κ. Άνθιμο με την εξωθεσμική αποστροφή “Παναγιότατε, τέλος όλα αυτά!”, αποκαλύπτοντας μια βαθιά καθεστωτική νοοτροπία. Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον η πόλη, δηλαδή οι πολίτες της, αποδέχονται αυτή την κατάσταση ομηρίας, πραγματικής και μεταφορικής. Είναι καιρός η πόλη και οι πολίτες να θέσουν δικούς τους όρους για την πορεία της Έκθεσης. Δεν είναι υποχρεωμένοι να ανέχονται ούτε την ταλαιπωρία, ούτε την υποβάθμιση της νοημοσύνης τους.