Α. Γκόλτσος «Η ΑΦΙΕΡΩΣΗ»

14 Μαϊ 2016

Με ιδιαίτερη χαρά παρουσιάζω ένα απόσπασμα του βιβλίου του Αντώνη Γκόλτσου »Η ΑΦΙΕΡΩΣΗ» που εκδόθηκε πρόσφατα από το »ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ». Ευχαριστώ τον συγγραφέα και συνεργάτη στο blog, για την παραχώρηση του αποσπάσματος. Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθεί την 2/6 στον »ΙΑΝΟ». Θα επακολουθήσουν λεπτομέρειες για την εκδήλωση. Με την ευκαιρία μπορείτε να δείτε όλες τις αναρτήσεις του στο blog, οι περισσότερες αφορούν κριτικές παρουσιάσεις έργων αστυνομικής λογοτεχνίας στην ΛΕΣΧΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ του εκδοτικού Οίκου, την οποία συντονίζει ο συγγραφέας. 

Αντ. Τριφύλλης

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………

 (σελίδες 326-333)

Goltsos_Afierosi

 Για ώρα, δεν μίλησε, παρά κάπνιζε και κοιτούσε έξω.   

 Είχαν φθάσει στο ύψος του “Υγεία”, όταν γύρισε και του είπε, σαν να διάβαζε μια σκέψη: «Γιατί αρέσουν κάποια πράγματα; Μη ζορίζεσαι, έχω την απάντηση. Γιατί θυμίζουν κάποια άλλα. Και έχω αρχίσει να τα μισώ»

 «Να τα μισείτε;»

 «Ναι, να μισώ τα πράγματα, ό,τι είναι γύρω μου, τα ρούχα, τα έπιπλα, τα βιβλία μου»

 «Και γιατί τα μισείτε;»

 «Γιατί θα ζουν μετά από μένα…» ένα καινούριο δαχτυλίδι καπνού «…τα άψυχα έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα. Ό,τι άψυχο, ζει για πάντα».

 Ο Άλκης περιπαικτικά: «Ώστε, τα άψυχα! Μπορώ να προσπαθήσω…»

 «Μπορείς. Αλλά δεν θα τα καταφέρεις. Κάπου θα πιαστείς αδύναμος…», θα ανάψει τον επόμενο μπάφο με την άκρη του προηγούμενου «…τι διαβάζεις αυτήν την εποχή, Αλκιβιάδη;»

 Αισθάνθηκε την ανάγκη να προβοκάρει. Ίσως και να είχε κοκκινίσει λίγο.

 «Είναι με τα φεγγάρια, ξέρετε. Αυτή τη στιγμή διανύω τη φάση Σαίξπηρ. Μέχρι και στην τουαλέτα. Έχω διαβάσει, πρακτικά, όλον τον Σαίξπηρ στην τουαλέτα. Μου πήρε, φυσικά, κάποια χρόνια. Τα πιο παραγωγικά ήταν στο Λύκειο και στο Πανεπιστήμιο, μία χρόνια δυσλειτουργία των εντέρων… καταλαβαίνετε. Είναι και ο λόγος που το τουρκικό έθνος είναι καταδικασμένο να παραμείνει αναλφάβητο».

 Ερωτηματικό βλέμμα της Χάλαρη.

 «Μα, φαντάζεστε κάποιον να διαβάζει διπλωμένος πάνω από μια τρύπα; Για πόση ώρα νομίζετε ότι μπορεί να το κάνει;»

 Δεν έδειξε να εκτιμά το επιχείρημα. Συνέχιζε να κοιτάζει έξω, στα αριστερά της, η φωνή της να αναδύεται από ένα σύννεφο καπνού.

«Και μου οφείλεις μιαν απάντηση, Αλκιβιάδη…»

 «Μιαν απάντηση;»

 «…σχετικά με το αν θα σκότωνες ποτέ».

 Προς στιγμήν του φάνηκε ότι ήταν μέρος ενός παράλογου σκηνικού. Πρόσεξε το γαλάζιο των ματιών της Κάσδαγλη να τον παρατηρεί από τον καθρέφτη του οδηγού. Ανακάθισε και έσπρωξε τα γόνατά του προς τα εμπρός, ήταν βέβαιος πως η Κάσδαγλη αισθάνθηκε την πίεση στην πλάτη της. Έσπευσε στη μανιβέλα του παραθύρου και κατέβασε το τζάμι δύο πόντους.

 «Σηκώνεις το τζάμι, σε παρακαλώ;»

 Θα προσπαθήσει να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.

 «Η αλήθεια είναι ότι δεν με έχει απασχολήσει το θέμα».

 Εκείνη θα αλλάξει θέμα. Ή θα μείνει στο ίδιο, αλλάζοντας τον πρόλογο;

 «Τι σε βοηθάει να γράφεις, Άλκη;»

 Κοίταξε πάλι προς τον καθρέφτη σαν να ζητούσε βοήθεια. Το γαλάζιο επάνω του.

 «Έχω μια έμπνευση..» θα πει βιαστικά. «Δεν είναι κάτι που μπορώ να προγραμματίσω. Δεν είμαι καλός σε αυτό. Απλά, έχω μια έμπνευση. Κάθομαι και τη γράφω».

 Έδειξε να μην τον άκουσε.

 «Τρία, λοιπόν, είναι αυτά που χρειάζεσαι. Το ένα είναι το περιβάλλον. Αυτοί που περιμένουν κάτι από σένα. Ή κάτι περισσότερο από κάτι. Που σε ρωτάνε, σε χρόνο ανύποπτο: “Τι γράφεις, τώρα”; ή “Πού βρίσκεσαι σε αυτό που ξεκίνησες;” ή “Έχεις κάτι στα σκαριά;”.

O συγγραφέας Αντώνης Γκόλτσος

O συγγραφέας Αντώνης Γκόλτσος

»Το άλλο είναι η μούσα. Η μούσα είναι απαραίτητη. Και δεν χρειάζεται καν να την ερωτεύεσαι ή να την ερωτευτείς. Απλώς… να. Να έχεις κάποιον να σκέφτεσαι την ώρα που γράφεις, να σκέφτεσαι πού είναι, τι κάνει. Σαν να λέμε, κάποιον να διαχειρίζεται το όνειρό σου. Κάποιον να παίζει το ακροατήριο, και που έστω δεν του έρχεται να φταρνιστεί, ή να ξυστεί, ή να διπλωθεί στα γέλια, ή να σηκωθεί να πάει στο ψυγείο τη στιγμή που ψάχνεις το ρήμα που δεν σου έρχεται ή το επίθετο με τις τρεις, το πολύ, συλλαβές, την καταραμένη την εικόνα που δεν κάνει εικόνα, το μπρος πίσω που μοιάζει ξεκάρφωτο γιατί δείχνει πίσω μπρος. Και που μόλις καταφέρεις τη σελίδα, θα ’ρθει – το φαντάζεσαι τώρα; – να σου ψιθυρίσει στο αυτί: “Ναι, αυτό είναι πολύ μεγάλο”, ή “Ανεπανάληπτο” ή “Σταμάτα εδώ, δεν μπορείς καλύτερα, κανείς δεν μπορεί καλύτερα”. Ή, όταν τυχαίνει να μην είναι εκεί και είναι αλλού, κάπου πολύ μακριά, στους αντίποδες ή στον αστερισμό του Τοξότη, να σε σκέφτεται, να πιάνει – εξ αποστάσεως εννοώ – τον ιδρώτα που χύνεις τη στιγμή που γδέρνεις το χαρτί, αυτό το πρόστυχο λευκό κενό, με το μολύβι σου.

 »Και το τρίτο που χρειάζεσαι -θα μου επιτρέψεις τη συμβουλή, τη συμβουλή ενός τέσσερις φορές ενήλικα, το τρίτο που χρειάζεσαι είναι ένας τοίχος. Αλλά όχι οποιοσδήποτε τοίχος. Θέλεις αυτόν που θα σου γυρίζει τη μπάλα. Έννοα. Κριτικά. Ρωτάς; Σου απαντάει. Σωπαίνεις; Σιωπά. Που τον ρωτάς “Πώς το ακούς αυτό;” και σου απαντά “Αυτό; Όχι”, ή που τον ρωτάς “Πώς το βλέπεις αυτό;” και σου απαντά “Αυτό; Ναι”. Με ακούς, Αλκιβιάδη; Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Του πετάς την μπάλα. Ο καλός ο τοίχος, τη γυρίζει. Ο άλλος, ο άχρηστος, την καταπίνει».

Ήταν σαν να διάβαζε ένα κείμενο. Προς στιγμήν, του φάνηκε πως ήταν έτοιμη να το απαγγείλει έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν αυτός έλειπε, σαν να ήθελε να δει αν το είχε αποστηθίσει σωστά και αβίαστα. Όμως ήταν σίγουρος πως αν τον είχε καλέσει στην Κηφισιά, δεν ήταν γιατί χρειαζόταν ακροατήριο για τον μονόλογό της.

 Και θα επανέλθει:

 «Α! Και κάτι άλλο…»

 Άντε, πάλι.

 «Σε διαβάζω. Οι ήρωές σου είναι κατά κανόνα γέροι και, νέος εσύ, δεν θα γράψεις ποτέ καλά για τους γέρους. Γράφεις για κάτι που δεν ξέρεις, Αλκιβιάδη. Οι γέροι θυμούνται, κι εσύ δεν έχεις πολλά να θυμηθείς. Γράφε για τους νέους, τώρα είναι η στιγμή. Όταν γεράσεις, θα έχεις ξεχάσει πώς είναι…»

Είχαν φθάσει στους Αμπελοκήπους. Στο φανάρι με την Αλεξάνδρας σταμάτησαν. Κατέβασε το τζάμι να αναπνεύσει, προεξοφλώντας την άρνηση της Χάλαρη. Σύννεφα καπνού στο βάθος και μακρινές εκρήξεις και τροχιοδεικτικά, πυροτεχνήματα με τίποτα το εορταστικό.

 «Προσπαθώ να σκεφτώ την εικόνα αυτής της στιγμής, στην  Πλατεία Εξαρχείων. Εξαχρείων, μάλλον. Δύσκολος ο τοκετός της νέας πόλης. Ανεβάζεις το τζάμι;»

 «Πιστεύετε ότι μια νέα πόλη γεννιέται, μέσα από αυτήν την κοσμογονία;»

 «Είναι όπως το είπες, Αλκιβιάδη, μια κοσμογονία. Ή μπορεί και όχι. Σε καμιά δεκαριά χρόνια θα ξέρουμε, αν σήμερα κάτι καινούριο γεννιέται ή αν κάτι καινούριο πεθαίνει. Ανέβασε το τζάμι».

 Το ανέβασε. Η επιλογή ανάμεσα στην ασφυξία και την πνευμονία.

 «Δεν είναι μια ευκαιρία να δούμε τα πράγματα από την αρχή; Μια ευκαιρία για νέους κανόνες, νέους νόμους που “θα κάμουν οι συγκλητικοί”;

 «Παραείσαι ρομαντικός, Αλκιβιάδη! Οι πιο πολλοί επαφίενται στο ότι οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν».

 Θα τραβήξει μια βαθιά ρουφηξιά από τον μπάφο της. Θα πει χαμογελώντας: «Αν ήταν μισή εβδομάδα νεότερη, η Μάγια θα κρατούσε τώρα μία μολότοφ, δεν είναι έτσι, Μάγια;». Το γαλάζιο, στον καθρέφτη και πάλι.

 Ήταν στο τρίτο ουίσκι της όταν μπήκαν στη Συγγρού. Η Rover στη μεσαία λωρίδα. Στη μικρή οθόνη, σκιές να τρέχουν πίσω από το ίδιο πορτοκαλί φίλτρο, κακός ήχος σε χαμηλή ένταση. Θα τον ξαναρωτήσει:

 «Λοιπόν, Αλκιβιάδη, θα σκότωνες ποτέ;»

 Αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι της.

 «Εξαρτάται»

 «Εξαρτάται από τι, Αλκιβιάδη;»

 «Από κάποιες παραμέτρους»

 «Όπως;»

 «Όπως, από το αν μισούσα το θύμα αρκετά, από το αν δεν υπήρχαν μάρτυρες, από το αν οι συνθήκες επέτρεπαν να στραφούν οι υποψίες σε κάποιον άλλο, από το αν είχα τον χρόνο να προετοιμαστώ, να σχεδιάσω να μην αφήσω πίσω μου ίχνη, από το αν μπορούσα να προκατασκευάσω ένα πολύ καλό άλλοθι, όχι ένα ακλόνητο άλλοθι που θα ήγειρε υποψίες σχετικά με το αμάχητό του, απλά ένα πολύ καλό άλλοθι, από το αν τα είχα καλά με τις Ερινύες, από το αν συμφωνούσε στο σχέδιό μου ο μέντοράς μου…»

 «Σκέψου και να σε είχε απασχολήσει το θέμα, Αλκιβιάδη»

 «Συγγνώμη;»

 «Τίποτα, έτσι, έκανα μια σκέψη. Αυτό, με τον μέντορα… Τι εννοείς;»

 «Τον τεχνικό μέντορα. Αυτόν στον οποίο θα κατέφευγα να ελέγξω το σχέδιό μου. Τις λεπτομέρειες. Κάτι που θα μου διέφευγε. Κάποιον περισσότερο από απόλυτης εμπιστοσύνης, φυσικά. Κάποιον που θα ήταν, πώς να το πω, ένα είδος προέκτασης του εαυτού μου»

 «Ένα alter ego, ας πούμε;»

 «Ας πούμε. Όμως, προς τι η ερώτηση;»

 Μια μοτοσικλέτα θα περάσει σχεδόν διαγώνια μπροστά τους. Στιγμιαίο απότομο φρενάρισμα και χαμηλόφωνη υπερβολικά χοντρή βλαστήμια της Κάσδαγλη.

 Η Χάλαρη θα αγνοήσει το ερωτηματικό.

 «Ενδιαφέρον. Αυτό με τον μέντορα, ειδικά. Είναι απαραίτητος ο μέντορας;»

 «Μμμμ. Μάλλον όχι, αν το σχέδιο είναι απλό»

 «Ωραία! Πες μου, τώρα, Αλκιβιάδη. Ποια από τις “παραμέτρους”, όπως τις αποκάλεσες, πιστεύεις ότι μπορεί να έλειπε, στην περίπτωση της δολοφονίας της μητέρας σου;…»