Από τους κεμαλισμούς στον Ερντογάν

Φίλιππος Σαββίδης 10 Αυγ 2013

Niyazi KizilyurekΚεμαλισμός: Η Γένεση και η εξέλιξη της επίσημης Ιδεολογίας της Τουρκίας, Αθήνα, Εκδόσεις Μεσόγειος, 2006, 220 σελ.

.

Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Τουρκία αναζωπύρωσαν τη συζήτηση σχετικά με τον χαρακτήρα και την ταυτότητα του Τουρκικού κράτους.  Έντεκα χρόνια μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ταγίπ Ερντογάν τίθεται το ερώτημα: έχει αλλάξει πραγματικά η Τουρκία; Και  πού πάει σήμερα;

.

Έχει διαπιστωθεί κατ’ επανάληψη ότι στην Ελλάδα, όπως και στην Κύπρο, υπάρχει πρόβλημα σωστής ανάγνωσης των εξελίξεων στην Τουρκία.  Πολλές αναλύσεις είναι επιδερμικές και μονοδιάστατες.  Η χώρα παρουσιάζεται ως μονόλιθος και προσεγγίζεται μέσα από τους «εθνικούς μύθους» και την επίσημη ιδεολογία.  Πόσες φορές, αλήθεια, δεν έχουμε ακούσει αναλυτές να προβλέπουν τη διάλυση του Τουρκικού κράτους ή να λένε ότι μια ασταθής Τουρκία συμφέρει, δήθεν, στον ελληνισμό; Πόσες φορές δεν έχουμε διαβάσει περισπούδαστες αναλύσεις οι οποίες αναμασούν το απλουστευμένο επιχείρημα περί «πάγιας Τουρκικής πολιτικής» η οποία δεν αλλάζει και για την Τουρκία που δεν θέλει λύση του Κυπριακού ή διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών; Ή για την Τουρκία που παραμένει ίδια από τότε που ο Κεμάλ Ατατούρκ δημιούργησε το σύγχρονο κράτος;

.

Τέτοιες αναλύσεις, όμως, οι οποίες γίνονται συνήθως με όρους του παρελθόντος, οδηγούν, αναπόφευκτα, σε λάθος συμπεράσματα και πολιτικές επιλογές.   Ακόμα και στο πρόσφατο παρελθόν (για παράδειγμα, την περίοδο 2003-2004) πολιτικές επιλογές για το Κυπριακό έγιναν στη βάση λανθασμένων εκτιμήσεων για την κατάσταση στην Τουρκία και την πολιτική της στο Κυπριακό.  Λευκωσία και Αθήνα πλήρωσαν τίμημα γι’ αυτή την ανικανότητα ορθής ανάλυσης των πολιτικών εξελίξεων στη γείτονα.

.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νίκη του Ταγίπ Ερντογάν και του AKP στις εκλογές του 2002 σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για την Τουρκία και ξεκίνησε την αντίστροφη μέτρηση για την αποδόμηση του Κεμαλικού πολιτικού κατεστημένου που το εξέφραζε κατά κύριο λόγο ο στρατός.  Τί σημαίνει, όμως, «κεμαλικό κατεστημένο»;  Τι είναι, εν τέλει, ο «κεμαλισμός»;  Τί συνθέτει τον χαρακτήρα και την ταυτότητά του;  Μήπως τα όσα συνέβησαν στο πάρκο Γκεζί και στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης μπορούν να χαρακτηριστούν ως η «εκδίκηση» των κεμαλιστών;

.

Τι είναι ο κεμαλισμός

.

Μια ανατομία του «κεμαλισμού» και της επιρροής του στη διαμόρφωση της σύγχρονης Τουρκίας είναι αναγκαία για να κατανοήσουμε καλύτερα όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Τουρκία.  Αυτό θα το επιχειρήσουμε μέσα από το εξαιρετικό βιβλίο του τουρκοκύπριου καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Νιγιαζί Κιζίλγιουρεκ με τίτλο: «Κεμαλισμός: Η γένεση και η εξέλιξη της επίσημης ιδεολογία της σύγχρονης Τουρκίας» (2006).

.

Το βιβλίο του Κιζίλγιουρεκ είναι μια σοβαρή προσπάθεια να αναλυθεί με κατανοητή γλώσσα μια περίπλοκη και πολυδιάστατη πορεία εκσυγχρονισμού της Τουρκίας στη βάση μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας.  Χρησιμοποιώντας, κατά κύριο λόγο, πρωτογενείς πηγές ο συγγραφέας εξετάζει προσεκτικά την άνοδο και την πτώση του Κεμαλικού εγχειρήματος.

.

Προτείνω να ξεκινήσουμε την ανάλυση με την κατακλείδα του βιβλίου του Κιζίλγιουρεκ.  Ο συγγραφέας τελειώνει το βιβλίο του θέτοντας επί τάπητος το εξής ερώτημα: «σε ποιο βαθμό ο κεμαλισμός που αφορά στην οικοδόμηση ενός έθνους-κράτους μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σημερινής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας της Τουρκίας, καθώς και στο ‘πνεύμα των καιρών’»; (σελ. 207).  Επτά χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου η απάντηση στο ερώτημα αυτό παραμένει η ίδια: ο κεμαλισμός ως εργαλείο δημιουργίας ενός παραδοσιακού έθνους-κράτους έχει καταστεί ανενεργός.  Όπως προκύπτει από την ανάλυση του συγγραφέα αλλά και των σημερινών δεδομένων ο κεμαλισμός ως έκφραση της οργανικής αντίληψης του έθνους αποτελεί παρελθόν.  Είναι μια παρωχημένη αντίληψη.  Κι αυτό διότι, μεταξύ άλλων, ο παραδοσιακός κεμαλισμός έρχεται σε αντίθεση με τις ίδιες τις έννοιες της δημοκρατίας και της πολυπολιτισμικότητας.  Ειδικά από τη στιγμή που η Τουρκία, παρά τα εμπόδια και τις παλινδρομήσεις της ενταξιακής πορείας, αποφάσισε να επιδιώξει σοβαρά να καταστεί μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας.

.

Παρά ταύτα, ο κεμαλισμός επέδειξε όλα αυτά τα χρόνια και μια δυνατότητα προσαρμογής στις διάφορες συγκυρίες.  Με άλλα λόγια, τα τελευταία ενενήντα σχεδόν χρόνια έχουμε δει την κεμαλική ιδεολογία να προσαρμόζεται, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό μέρος της κεμαλικής ελίτ να παραμένει σταθερά στο προσκήνιο.  Ακριβώς γι’ αυτό είναι εύστοχη η προσπάθεια του συγγραφέα να προσεγγίσει τον κεμαλισμό όχι ως μονόλιθο αλλά ως ένα πολυδιάστατο ιδεολογικό οικοδόμημα.  Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του Κιζίλγιουρεκ εξετάζει ακριβώς αυτό, αναλύοντας πως περάσαμε από τον «κεμαλισμό» στους «κεμαλισμούς».

.

Έχει δίκιο ο συγγραφέας ότι «ο Κεμαλισμός συγκροτήθηκε ως μια νέα ‘πολιτική θρησκεία’.  Και στην προσπάθεια του να περιορίσει τον Ισλαμισμό, εξελίχθηκε ο ίδιος σε ένα εμπόδιο για την εξέλιξη της δημοκρατίας και της κοινωνίας των πολιτών» (σελ. 15).  Όπως υπογραμμίζει ο Κιζίλγιουρεκ «[η] κυρίαρχη κεμαλική κουλτούρα δεν αναγνωρίζει καμία θέση στον πλουραλισμό και τη συμμετοχική δημοκρατία» (σελ. 84).  Δεν είναι τυχαίο που ενενήντα χρόνια μετά τη δημιουργία του σύγχρονου Τουρκικού κράτους η ουσιαστική δημοκρατία δεν έχει εδραιωθεί ακόμα στη χώρα και τα φαινόμενα αυταρχισμού στη διαχείριση της εξουσίας είναι εμφανή.  Γιατί;

.

Όπως εξηγεί ο συγγραφέας ο Μουσταφά Κεμάλ και κυρίως όσοι τον ακολούθησαν προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα νέο «εθνος-κράτος» εκ των άνω.  Να οικοδομήσουν μια Τουρκική ταυτότητα από την οποία, ωστόσο, θα απουσίαζε παντελώς το Ισλάμ και η πολυ-εθνικότητα της οθωμανικής περιόδου.  Η κυρίαρχη κεμαλική ελίτ προσπάθησε να επιβάλει τη νέα ταυτότητα χωρίς να αφήνει περιθώρια διαπραγμάτευσης στην δημόσια σφαίρα με τους πολίτες.  Όπως αναδεικνύεται μέσα από το βιβλίο του Κιζίλγιουρεκ, αντί «δημοκράτη πολίτη» η κεμαλική ελίτ ήθελε να δημιουργήσει τον «κεμαλιστή πολίτη».  Έναν «πολίτη» που θα υπηρετούσε τις βασικές αρχές της κεμαλικής ιδεολογίας και θα ήταν πιστός στη νέα «θρησκεία» η οποία, όπως πίστευαν οι ιδεολόγοι και θεωρητικοί του Κεμαλισμού, θα αντικαθιστούσε το Ισλάμ.  Ο κεμαλισμός έγινε, έτσι, ένας νέος, πιο ολοκληρωτικός, εθνικισμός.

.

Αυτό ήταν το ιδεολογικο πλαίσιο που καθοδηγούσε τους κεμαλιστές.  Δύο πράγματα έπρεπε περιθωριοποιηθούν για να έχει επιτυχία το εγχείρημα: το Ισλάμ και η πολυπολιτισμικότητα.  Διότι, όπως αναλύει και ο συγγραφέας, ο κεμαλισμός ήταν πάνω από όλα μια έκφραση εθνικισμού.  Αυτή η προσέγγιση είναι που οδήγησε στην προσπάθεια επιβολής αυτού που ονομάζεται «κρατικό Ισλάμ» ή όπως το λέει ο συγγραφέας «το νόμιμο Ισλάμ του κράτους».  Με άλλα λόγια, έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια «κεμαλοποίησης» του Ισλάμ έτσι ώστε να εξυπηρετεί τις βασικές κεμαλικές αρχές, τους στόχους και τα συμφέροντα της κεμαλικής ελίτ.  Αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο τη δεκαετία του 1980, μετά το πραξικόπημα των στρατιωτικών, και αρχές του 1990.  Κι αυτή ήταν η περίοδος όπου η έννοια της «τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης» επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο και ενσωματώνεται στην κεμαλική ιδεολογία.  Είναι μια σαφώς συντονισμένη προσπάθεια να γίνει το Ισλάμ όργανο του κεμαλικού κατεστημένου.  Έτσι, το Κράτος είναι που ορίζει ποιος είναι καλός Μουσουλμάνος και ποιος όχι.  Το Κράτος ορίζει που και πως θα διδάσκεται το Ισλάμ στα σχολεία.  Το Κράτος επιλέγει ποιος είναι κατάλληλος να διδάσκει το Ισλάμ. 

.

Προς την κεμαλοποίηση του κράτους

.

Σημαντική συνεισφορά του βιβλίου είναι η ανάγλυφη παρουσίαση, μέσα από τη μελέτη διαφόρων πρωτογενών πηγών, της πορείας κεμαλοποίησης του Κράτους και της δημόσιας σφαίρας η οποία οδήγησε στην «αποικιοποίηση» του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας των πολιτών.  Αυτή η πορεία είναι που οδήγησε, στα 1990, σε αυτό που ο Γιούρκεν Χάμπερμας ονομάζει «κρίση νομιμοποίησης» του συστήματος.[1] Κατά τον Γερμανό στοχαστή, η κρίση νομιμοποίησης επέρχεται όταν απουσιάζει η συμμετοχή του πολίτη στη διαπραγμάτευση και στη διαμόρφωση των κανόνων του πολιτικού παιγνιδιού.  Σ’ αυτή την περίπτωση το Κράτος, εν προκειμένω το κεμαλικό Κράτος, αποξενώνεται από τον πολίτη και επιβάλλει μια τεχνοκρατική ιδεολογία η οποία δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα αιτήματα της κοινωνίας και των πολιτών.

.

Στην περίπτωση της Τουρκίας, αυτό είναι αποτέλεσμα της επιβολής εκ των άνω μιας κρατικής εθνικιστικής ιδεολογίας στην προσπάθεια δημιουργίας ενός ομοιογενούς «έθνους-κράτους».[2] Αν το κεμαλικό πολιτικό σύστημα και η κεμαλική ιδεολογία αμφισβητήθηκαν και αντιμετώπισαν μια κρίση νομιμοποίησης, είναι ακριβώς διότι η παραδοσιακή έννοια του «εθνους-κράτους» είναι παρωχημένη και αντιδημοκρατική.

.

Οι σύγχρονες κοινωνίες, και η Τουρκία δεν διαφέρει από αυτές, χαρακτηρίζονται από τη διαφορετικότητα και την πολυπολιτισμικότητά τους.  Τα σύγχρονα κράτη μεταλλάσσονται.  Ειδικά στην Ευρώπη, το «έθνος-κράτος» όπως παραδοσιακά το αντιλαμβανόμαστε έχει ουσιαστικά τελειώσει.  Σταδιακά δημιουργούνται, κατά την ορολογία του Χάμπερμας, «έθνη πολιτών»:[3] σ’ αυτά ο πολίτης είναι πρωταγωνιστής στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό παιγνίδι, αυτός «γράφει» τους κανόνες του δημοκρατικού παιγνιδιού.  Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο πολίτης αντιδρά σε φαινόμενα αυταρχισμού.

.

Οι διάφορες μορφές του κεμαλισμού δεν κατάφεραν να ξεριζώσουν το πολιτικό Ισλάμ από την Τουρκική κοινωνία.  Είτε παραδοσιακός είτε στρατιωτικός Κεμαλισμός, είτε δεξιός είτε αριστερός κεμαλισμός, όλοι προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να ελέγξουν και να περιορίσουν την επιρροή του πολιτικού Ισλάμ.  Και, όπως αποδεικνύεται από την ανάλυση του συγγραφέα αλλά και από τις εξελίξεις στη χώρα, απέτυχαν παταγωδώς.  Η ειρωνία είναι ότι το πολιτικό Ισλάμ (το οποίο επίσης δεν είναι μονολιθικό) κατάφερε να προσαρμοστεί πιο αποτελεσματικά από τους κεμαλισμούς με αποτέλεσμα να είναι σήμερα η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στο πολιτικό σκηνικό.  Ωστόσο, μετά από έντεκα χρόνια εξουσίας, οι «ισλαμοδημοκράτες» του Ερντογάν βρίσκονται μπροστά σε μια πιθανή «κρίση νομιμοποίησης» εάν δεν καταφέρουν να προσαρμοστούν στις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που επέφερε η δική τους διακυβέρνηση.

.

Μια ουσιαστική αλλαγή που προήλθε από την ανάπτυξη των τελευταίων δέκα και πλέον χρόνων στην Τουρκία είναι η ενίσχυση της μεσαίας τάξης στη χώρα και η δημιουργία μιας πολύ δραστήριας κοινωνίας των πολιτών.  Είναι γεγονός ότι η σύγχρονη δημοκρατία προϋποθέτει την ανάπτυξη της μεσαίας τάξης, χωρίς την οποία δεν μπορεί να επιβιώσει. Λειτουργεί, τις περισσότερες φορές, ορθολογικά, προσφέρει το δυναμικό για την ανάπτυξη, είναι «η γέφυρα» μεταξύ πλουσίων και φτωχών και, ως εκ τούτου, είναι καθοριστικός παράγοντας για την κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα.  Είναι, παράλληλα, η πηγή από την οποία μπορεί να αναδυθεί μια δυναμική κοινωνία πολιτών.  Με αυτή την έννοια όσα συμβαίνουν στην Τουρκία είναι αποτέλεσμα δημοκρατίας.  Με άλλα λόγια, η μεσαία τάξη λειτούργησε ως εμβρυουλκός και προωθητής του εκδημοκρατισμού.  Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που σήμερα γίνεται πρωταγωνιστής στις κοινωνικές κινητοποιήσεις και αντιδρά στα φαινόμενα αυταρχισμού.

.

Το σημερινό πολιτικό τοπίο

.

Όλοι αναγνωρίζουν ότι ο Ταγίπ Ερντογάν είναι ο πιο πετυχημένος Τούρκος πολιτικός στην μετά-Ατατούρκ εποχή.  Υπό δύσκολες συνθήκες, κατάφερε να οδηγήσει το κόμμα του στο θρίαμβο και να κυριαρχήσει στο πολιτικό σκηνικό.   Σε μεγάλο βαθμό αυτό το πέτυχε διότι οικοδόμησε μια ευρεία «συμμαχία» με τις φιλελεύθερες και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις του πολιτικο-κοινωνικού συστήματος.  Η «συμμαχία» αυτή βασίστηκε στο στόχο για ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν στον εκσυγχρονισμό του κράτους και της κοινωνίας.  Αλλαγές που θα έθεταν τέλος στην αυταρχική και αλαζονική άσκηση της εξουσίας που χαρακτηρίζει την κεμαλική ορθοδοξία.  Ωστόσο, ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του 2011, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια καθυστέρησε και αντ’ αυτού προωθήθηκαν διάφορα μέτρα τα οποία υπονομεύουν τον κοσμικό χαρακτήρα της χώρας και περιορίζουν τις ατομικές ελευθερίες.  Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί η εντύπωση μιας συντηρητικής οπισθοχώρησης.  Η «ισλαμιστική στροφή» του AKP καθώς και η αυταρχική συμπεριφορά του πρωθυπουργού, θορύβησε τις φιλελεύθερες δυνάμεις οι οποίες αποστασιοποιήθηκαν από τον Ερντογάν και τις επιλογές του. Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν, την ώρα του θριάμβου του, δεν αξιοποίησε τη «συμμαχία» που τον έφερε στην εξουσία για να γεφυρώσει το υπάρχον πολιτικο-κοινωνικό χάσμα.  Απέτυχε, έτσι, να δημιουργήσει μια νέα πολιτική σύνθεση που θα ενίσχυε την κοινωνική συνοχή και θα διαμόρφωνε ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο».  Ως αποτέλεσμα η πόλωση σήμερα έχει μεγαλώσει.   

.

Είναι γεγονός, όμως, ότι την ηγεμονική συμπεριφορά της κυβέρνησης Ερντογάν επέτρεψε, μεταξύ άλλων, η απουσία μιας ισχυρής, ανοιχτόμυαλης και αποτελεσματικής αντιπολίτευσης.  Οι κύριοι εκφραστές της παρέμειναν δέσμιοι μιας οπισθοδρομικής και εν πολλοίς αντιδημοκρατικής παράδοσης με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν να διαμορφώσουν μια ρεαλιστική και προοδευτική εναλλακτική επιλογή.  Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Καθηγητής Ανρί Μπάρκεϋ, στην Τουρκία «υπάρχει ντε-φάκτο ένα κόμμα και ένα μονο-πρόσωπο πολιτικό σύστημα»[4].

.

Δεν είναι, επίσης, τυχαίο που η στασιμότητα στις μεταρρυθμίσεις και η συντηρητικοποίηση της κυβερνητικής ατζέντας είναι παράλληλη με την επιβράδυνση της πορείας της Τουρκίας προς την Ευρώπη.  Η ευρωπαϊκή προοπτική ήταν καταλυτικός παράγοντας στην προώθηση του εκδημοκρατισμού και του εκσυγχρονισμού της χώρας.  Από τη στιγμή, όμως, που το ευρωπαϊκό όραμα θάμπωσε και η απογοήτευση απέναντι στην Ευρώπη μεγάλωσε, η κυβερνητική πολιτική σταδιακά απομακρύνθηκε από τις εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις.

.

Που μπορεί να οδηγήσουν όλα τα πιο πάνω; Βρισκόμαστε άραγε μπροστά σε πιθανή κατάρρευση της κυβέρνησης Ερντογάν; Σε μια παρατεταμένη πολιτική και κοινωνική αστάθεια στην Τουρκία; Σε πιθανή «επιστροφή» των κεμαλιστών; Με τα σημερινά δεδομένα δεν φαίνεται κάτι τέτοιο.  Ωστόσο, όλα σχεδόν θα εξαρτηθούν από τον τρόπο με τον οποίο θα πολιτευθεί ο ίδιος ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του το επόμενο διάστημα.  Θα επιλέξει την οδό της σύνθεσης και της μετριοπάθειας ή το δρόμο της πόλωσης και της σύγκρουσης; Θα προωθήσει ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» στη βάση μιας πραγματικά δημοκρατικής συνταγματικής μεταρρύθμισης που θα κατοχυρώνει τις ατομικές ελευθερίες ή θα επιμείνει σε μια συντηρητική ατζέντα;

.

Η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ηγεσία του AKP και ο Πρωθυπουργός σήμερα είναι να προσαρμοστεί στη νέα εποχή που η ίδια έφερε.  Παρόμοια πρόκληση αντιμετώπισαν στο παρελθόν ο κεμαλισμός, ή οι κεμαλισμοί, για να χρησιμοποιήσω τον συγγραφέα.  Αυτή είναι η έννοια του ερωτήματος που θέτει ο Κιζίλγιουρεκ στο τέλος του βιβλίου του.  Αν, δηλαδή, ο κεμαλισμός μπορούσε να πάρει τα μηνύματα των καιρών και να μεταλλαχθεί σε σημείο που να συμβαδίσει με τα δεδομένα της νέας εποχής, της εποχής του «έθνους των πολιτών».  Σ’ αυτό ο κεμαλισμός απέτυχε.  Κατά ειρωνικό τρόπο την πρόκληση της προσαρμογής στα σύγχρονα δεδομένα έχει να αντιμετωπίσει σήμερα και το AKP.  Θα το πετύχει;  Τις δυνατότητες της έχει, αν και απόλυτες απαντήσεις δύσκολα μπορούν να δοθούν.  Το βιβλίο του Νιγιαζί Κιζίλγιουρεκ, ωστόσο, μας βοηθά να διαμορφώσουμε μια πιο ενημερωμένη άποψη για την πορεία των πραγμάτων.